Tου Πασχου Mανδραβελη
Xαράς ευαγγέλια στη Φλώρινα. Οπως διαβάζουμε, την περασμένη εβδομάδα έγινε για πρώτη φορά, μετά το 1990, διαδήλωση στην πόλη. Η πρώτη διαδήλωση διοργανώθηκε από τον τότε μητροπολίτη Αυγουστίνο Καντιώτη ως διαμαρτυρία στα γυρίσματα κάποιας ταινίας του Θόδωρου Αγγελόπουλου. Η δεύτερη έγινε –στις μέρες μας– ως διαμαρτυρία για τη διακοπή των δρομολογίων του ΟΣΕ Φλώρινας - Θεσσαλονίκης.
Βασικό σύνθημα της διαμαρτυρίας ήταν «Θέλουμε το τρένο μας πίσω». Το σύνθημα αυτό γεννά μια πρώτη απορία: Τι να το κάνουν; Να το κοιτούν; Οταν υπήρχαν δρομολόγια δεν το προτιμούσε σχεδόν κανείς. Η γραμμή Φλώρινας - Θεσσαλονίκης, με οκτώ δρομολόγια την ημέρα, εξυπηρετούσε 150.000 άτομα ετησίως. Αυτό σημαίνει ότι κάθε αμαξοστοιχία είχε περί τα 50 άτομα (λιγότερα από την πληρότητα ενός λεωφορείου) και επειδή υπήρχαν οι ενδιάμεσοι σταθμοί, τα τρένα έφταναν άδεια στη Θεσσαλονίκη. Τα έσοδα αυτής της γραμμής ήταν το 2009 εξακόσιες χιλιάδες ευρώ και τα έξοδα έξι εκατομμύρια! Πώς να επιζήσει μια τέτοια γραμμή; Βεβαίως, σε έναν άλλο κόσμο, που αυτός πραγματικά είναι εφικτός, θα μπορούσαν να γίνουν επενδύσεις, να χαραχτούν νέες γραμμές που θα συντομεύσουν την απόσταση από Θεσσαλονίκη και θα κάνουν τον σιδηρόδρομο ανταγωνιστικό της Εγνατίας Οδού. Οι επενδύσεις όμως χρειάζονται λεφτά, που δεν έχουμε και χρόνο, που αν παρέμενε η γραμμή θα μάς κόστιζε 5,4 εκατομμύρια ετησίως, λεφτά που θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν στις υποδομές. Ο σιδηρόδρομος είναι ένα στοίχημα για τη χώρα. Πρέπει να επιζήσει και να αναπτυχθεί. Είναι οικολογικά φιλικός και οικονομικά συμφέρων. Μόνο που πρέπει να ξεφύγουμε από τον τοπικιστικό φετιχισμό των δρομολογίων. Γιατί τι άλλο από τοπικιστικό φετιχισμό είναι μια διαμαρτυρία (η πρώτη μάλιστα μετά τον Καντιώτη) για ένα δρομολόγιο που όλοι πληρώναμε κι ελάχιστοι χρησιμοποιούσαν; Αντί, λοιπόν, να σκορπάμε τα λίγα λεφτά που μάς έχουν απομείνει, σε δρομολόγια που δεν προτιμά κανείς, καλά είναι να τα επενδύσουμε σε υποδομές οι οποίες θα κάνουν το μέσο ελκυστικό και ανταγωνιστικό του αυτοκινήτου. Τόσο ελκυστικό που οι κάτοικοι και οι τοπικοί παράγοντες θα το χρειάζονται κάθε μέρα, αντί να το θυμούνται μόνο όταν κόβεται.