Τα φιλόδοξα σχέδια του Πεκίνου που εξυπηρετεί η θέση της γείτονος, οι επενδύσεις, οι συμφωνίες, το εμβόλιο και η αντίδραση στις κυρώσεις
Το «Τρένο του Δρόμου του Μεταξιού» -η πρώτη εμπορική αμαξοστοιχία με προϊόντα από την Τουρκία- έφθασε στον προορισμό του, την κινεζική πόλη Σιάν, το περασμένο Σάββατο, επισφραγίζοντας τη νέα εποχή στις σχέσεις Αγκυρας - Πεκίνου. Αφού διέσχισε δύο ηπείρους, δύο θάλασσες και πέντε χώρες, ολοκλήρωσε το ταξίδι του, μια απόσταση περίπου 9.000 χιλιομέτρων, σε σχεδόν δύο εβδομάδες.
Η Σιάν, μια από τις μεγαλύτερες και πιο βιομηχανοποιημένες πόλεις της Κίνας, είναι το ανατολικό άκρο του Δρόμου του Μεταξιού, γεγονός που έχει και συμβολική σημασία για τη νέα σελίδα που γράφεται στις σινοτουρκικές σχέσεις, την ώρα που βαθαίνει η κρίση μεταξύ της Τουρκίας και της Δύσης. Τα τουρκικά προϊόντα έφτασαν στην Κίνα μέσω της σιδηροδρομικής γραμμής που συνδέει το Μπακού, την Τιφλίδα και το Καρς της Βορειοανατολικής Τουρκίας, τον λεγόμενο «Σιδερένιο Δρόμο του Μεταξιού» ή «Μεσαίο Διάδρομο», και ενισχύει σημαντικά τις εξαγωγικές δυνατότητες της Κίνας προς την Ευρώπη. Η είδηση, που έπαιξε χαμηλά στα μέσα ενημέρωσης της γείτονος ως «σημαντικό ορόσημο για τη χώρα», όπως τόνισε ο Τούρκος υπουργός Μεταφορών, Αντίλ Καραϊσμαΐλογλου, έρχεται να προστεθεί σε μια σειρά από μνημόνια συνεργασίας, επενδυτικές συμφωνίες και έργα υποδομής ανάμεσα στις δύο χώρες. Η στροφή της Αγκυρας προς το Πεκίνο, σε αναζήτηση σανίδας σωτηρίας για τη βαθιά κρίση της τουρκικής οικονομίας, προκαλεί εδώ και καιρό ανησυχία στη Δύση αλλά και στις δυνάμεις του ΝΑΤΟ. Το μεγάλο άνοιγμα του Ερντογάν στον ασιατικό γίγαντα είχε ξεκινήσει από το 2015, με το μνημόνιο συνεργασίας που υπέγραψαν οι δύο χώρες, με σκοπό να εναρμονίσουν τη φιλόδοξη κινεζική πρωτοβουλία «Μία ζώνη - ένας δρόμος» (ΒRI), που συνδέει την Ευρώπη και την Ασία μέσω ενός τεράστιου δικτύου σιδηροδρομικών και θαλάσσιων διαδρομών, με το τουρκικό όραμα «Μεσαίος Διάδρομος», το οποίο συμπληρώνει τέλεια τους στόχους του Πεκίνου. Λόγω της γεωστρατηγικής της θέσης μεταξύ Ανατολής και Δύσης, η Τουρκία διαδραματίζει κομβικό ρόλο στα φιλόδοξα σχέδια του Πεκίνου, που αποκτά σημαντική επιρροή σε μια ασιατική χώρα-μέλος του ΝΑΤΟ, την ώρα που πολλά από τα δικά της σχέδια ευθυγραμμίζονται με το μεγάλο όραμα της Κίνας. Από το 2016, οι δύο χώρες έχουν υπογράψει περισσότερες από 10 διμερείς συμφωνίες, ενώ οι Κινέζοι επενδύουν σε διάφορους νευραλγικούς τομείς στην Τουρκία, αγοράζουν μαζικά ακίνητα και αλλάζουν το πρόσωπο της χώρας. Οργισμένος με την Ευρώπη, το 2016 ο Τούρκος πρόεδρος, Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, δήλωνε πως η χώρα του «δεν χρειάζεται να γίνει μέλος της Ε.Ε. με κάθε κόστος», παρουσιάζοντας ως εναλλακτική τη δυνατότητα να συνταχθεί με την ένωση ασφαλείας «Σανγκάη 5», όπου κυριαρχούν Κίνα, Ρωσία και χώρες της Κεντρικής Ασίας. Από τότε η πολιτικο-οικονομική συνεργασία Πεκίνου - Αγκυρας έχει βαθύνει, με σημαντικά αναπτυξιακά έργα και κινεζικές επενδύσεις ύψους δισεκατομμυρίων στη γείτονα. ο KUMPORT Το 2015, κινεζική κοινοπραξία αγόρασε τον Kumport, τον τρίτο μεγαλύτερο τερματικό σταθμό εμπορευματοκιβωτίων της Τουρκίας, ενώ εξακολουθεί να ενδιαφέρεται για αρκετά λιμάνια της χώρας. Σε κινεζικά χέρια έχει περάσει και η γέφυρα του Σουλτάνου Γιαβούζ Σελίμ στον Βόσπορο αλλά και ο σχετικός αυτοκινητόδρομος, συνδέοντας την Κωνσταντινούπολη με το νέο αεροδρόμιο. To 2018 ο κινεζικός γίγαντας ηλεκτρονικού εμπορίου Alibaba αγόρασε τη μεγαλύτερη πλατφόρμα ηλεκτρονικού εμπορίου της Τουρκίας, το Trendyol, για 750 εκατομμύρια δολάρια. Η Τουρκία, εξάλλου, και στο 5G στρέφεται προς την Κίνα. Καθόλου τυχαίο δεν είναι το γεγονός ότι επέλεξε πρώτα το κινεζικό εμβόλιο κατά του κορονοϊού. Η Αγκυρα υπέγραψε συμβόλαιο για την αγορά 50 εκατομμυρίων δόσεων του σκευάσματος της κινεζικής εταιρείας Sinovac Biotech. Τουρκικά μέσα ενημέρωσης αναφέρουν ότι ο πρώτος που θα εμβολιαστεί θα είναι ο ίδιος ο Τούρκος υπουργός Υγείας, Φαχρετίν Κοτζά. Στόχος, να ξεκινήσουν εντατικοί εμβολιασμοί τον Δεκέμβριο και τον Ιανουάριο με το κινεζικό εμβόλιο και τον Απρίλιο να συνεχίσουν με το εγχώριο εμβόλιο που αναπτύσσει η Αγκυρα. Η αξιοσημείωτη στροφή του Ερντογάν έχει μια απλή εξήγηση, σημείωνε πρόσφατα το «Foreign Policy» σε άρθρο με τίτλο «Ο Ερντογάν μετατρέπει την Τουρκία σε πελατειακό κράτος της Κίνας»: «Το καθεστώς του και η οικονομία της Τουρκίας βρίσκονται σε κρίση. Με λίγους άλλους φίλους, η Αγκυρα βασίζεται στο Πεκίνο για να διορθώσει την κατάσταση».
Η οικονομία της Τουρκίας δέχθηκε σοβαρό πλήγμα από την πανδημία του κορονoϊού, η οποία γονάτισε τον κύριο οικονομικό της τομέα, τον τουρισμό. Καθώς ο Ερντογάν σφίγγει τον έλεγχό του στην κεντρική τράπεζα και στα δικαστήρια, τα συναλλαγματικά αποθέματα συρρικνώνονται, το εμπορικό έλλειμμα αυξάνεται και η τουρκική λίρα βυθίζεται. Μέσα σε αυτό το κλίμα, η ακόρεστη δίψα της Κίνας για επενδύσεις και αυξημένη επιρροή στη Δυτική Ασία και την Ευρώπη προσφέρει σωτηρία στον Ερντογάν.
Οι πρόσφατες κυρώσεις που επέβαλε η απερχόμενη κυβέρνηση Τραμπ στην Τουρκία για την αγορά των ρωσικών πυραύλων S-400 σπρώχνει ακόμα πιο βαθιά την Αγκυρα στην αγκαλιά της Κίνας αλλά και της Ρωσίας. Η Τουρκία θα συνεχίσει να αναπτύσσει τις δικές της εγχώριες αμυντικές δυνατότητες, διερευνώντας παράλληλα εναλλακτικές αμυντικές σχέσεις με άλλους μεγάλους εξαγωγείς όπλων, όπως η Ρωσία και η Κίνα.
Νατάσα Παυλοπούλου
parapolitika.gr