Ενα παραμύθι για μικρούς και μεγάλους, το οποίο βασίζεται σε αληθινά γεγονότα
«Σε ένα μεγάλο δάσος ζούσε ένας φτωχός ξυλοκόπος με τη φτωχιά γυναίκα του».
«Μια φορά και έναν καιρό, σ’ ένα μεγάλο δάσος ζούσε ένας φτωχός ξυλοκόπος με τη φτωχιά γυναίκα του». Ετσι ξεκινάει η ιστορία του Γάλλου θεατρικού συγγραφέα Jean-Claude Grunberg, που φέρει τον τίτλο «Η πιο πολύτιμη πραμάτεια». Ο συγγραφέας μέχρι το τέλος υποστηρίζει με τον ζωντανό, θεατρικό, αφηγηματικό του λόγο ότι πρόκειται για ένα παραμύθι.
Τι σημαίνει όμως στην πραγματικότητα «παραμύθι»; Ποιες ιστορίες συνήθιζαν οι λαοί να μετατρέπουν σε μύθους και παραμύθια; Σε αντίθεση με το παρόν, στο παρελθόν τα παραμύθια αφορούσαν κυρίως τους μεγάλους. Ελλείψει άλλων μέσων ψυχαγωγίας αλλά και αφήγησης, οι ενήλικες μαζεύονταν τις νύχτες γύρω από τη φωτιά για να αφηγηθούν ιστορίες μέσα από το πεπρωμένο τους, ιστορίες που τους φόβιζαν, που ασκούσαν πάνω τους έλεγχο συνήθως από υπερβολική διέγερση, τρόμο ή συγκίνηση.
Ο μύθος λειτουργούσε με δύο τρόπους: να προσφέρει παρηγορία, ανακούφιση και ξεκούραση, διασκέδαση, αλλά και να ξαναζήσουν μέσω της επανάληψης ένα τραύμα, να ξορκιστεί το κακό, μέσα από τις αλλεπάλληλες παραλλαγές των γεγονότων αλλά και του τέλους της ιστορίας.
Με αυτή την έννοια, «Η πιο πολύτιμη πραμάτεια» είναι ένα διαχρονικό παραμύθι για μικρούς αλλά κυρίως για μεγάλους. Γιατί προέρχεται από τα βάθη όχι των δασών της φυσικής ζωής αλλά από τα βάθη της ανθρώπινης ψυχής, της ανθρώπινης πραγματικότητας. Η ιστορία θα μπορούσε να μοιάζει κοινότοπη. Ενα τρένο περνάει από κάμπους και ένα νεογέννητο μωρό πετιέται φασκιωμένο από το παράθυρο. Εκεί βρίσκεται μια άτεκνη, φτωχή γυναίκα που παρακαλάει τον Θεό να την προικίσει με ένα μωρό. Το βρίσκει ως μάννα εξ ουρανού στα χέρια της και αποφασίζει να το μεγαλώσει. Πρέπει να δώσει μάχη για αυτό το μωρό, ακόμα και απέναντι στον άνδρα της που δεν το επιθυμεί. Μετέπειτα στην κοινότητα που βλέπει με μισό μάτι το νέο μέλος της οικογένειας.
Η ιστορία βασίζεται στα πραγματικά γεγονότα όσων έζησε η οικογένεια του Εβραίου συγγραφέα στα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Το κομβόι υπ’ αριθμ. 45 έφυγε από το Ντρανσί στις 11.11.42 με το φορτίο του από 778 άνδρες, γυναίκες και παιδιά, ανάμεσά τους ένας μεγάλος αριθμός γερόντων και αναπήρων, μεταξύ των οποίων και ο τυφλός παππούς του συγγραφέα. Το κομβόι 49 έφυγε στις 2.3.1943 μεταφέροντας χίλιους Εβραίους, ανάμεσά τους και ο πατέρας του συγγραφέα. Στο κομβόι με αριθμό 64 στις 7.12.1942 μεταφέρθηκε η οικογένεια Wiesenfeld με τις δίδυμες κόρες τους που γεννήθηκαν στο Παρίσι μόλις 28 μέρες πριν. Τα ασαράντιστα μωρά και οι γονείς τους θανατώθηκαν όπως τόσοι και τόσοι Εβραίοι στα στρατόπεδα συγκέντρωσης.
Ο Jean Claude Grumberg δεν αγαπά τις αληθινές ιστορίες. Και δικαιολογημένα. Ενα από τα δύο αυτά μωρά στη δική του αφήγηση βρέθηκε στην αγκαλιά μιας φιλεύσπλαχνης γυναίκας που το μεγάλωσε. Με την πίστη στην παραμυθία παραλλάσσει την ιστορία, δίνοντας την ευκαιρία να ονειρευτούμε ότι η ζωή δεν υπήρξε τόσο σκληρή, ότι στο τέλος κάτι συμβαίνει και αλλάζει για κάποιους η αναπόδραστη μοίρα. Και μας παρασύρει με τη γραφή του στην πραγματοποίηση αυτής της ευχής.
JEAN-CLAUDE GRUMBERG
Η πιο πολύτιμη πραμάτεια –
Eνα παραμύθι
μτφρ. Ρούλα Γεωργακοπούλου
(Φωτ. SHUTTERSTOCK)
Μαριαλένα Σπυροπούλου
kathimerini.gr