Τα δίκτυα επικοινωνιών ήταν ένα από τα μεγάλα προβλήματα που έπρεπε να επιλύσουν οι δυνάμεις της Αντάντ (Entente Cordiale – Εγκάρδια Συνεννόηση) στη Μακεδονία κατά τη διάρκεια της εκστρατείας 1915-1918. Η περιοχή είχε μόλις ενσωματωθεί στο Ελληνικό Κράτος μετά τους Βαλκανικούς πολέμους του 1912-13 με υποδομές που χαρακτηρίζονταν από αιώνες εγκατάλειψης. Δρόμοι για αυτοκίνητα ήταν ανύπαρκτοι απλά γιατί δεν υπήρχαν αυτοκίνητα πριν από τον Α’ Παγκοσμιο Πόλεμο. Οι δρόμοι τις περισσότερες φορές ήταν μονοπάτια και καρόδρομοι. Τα κύρια μεταφορικά μέσα ήταν άλογα, γαϊδούρια, μουλάρια, αραμπάδες και βοϊδάμαξες. Ο μόνος γνωστός δρόμος, η Εγνατία οδός, που χτίστηκε τον 2ο π.Χ. αιώνα από τους Ρωμαίους παρέμενε ο βασικός οδικός άξονας που συνέδεε την Θεσσαλονίκη με την δυτική Μακεδονία. Η ξαφνική άφιξη εκατοντάδων χιλιάδων στρατιωτών, χιλιάδων αυτοκινήτων και φορτηγών, μικρών και μεγάλων πυροβόλων δημιούργησε το αδιαχώρητο. Τα πατημένα για χρόνια από πόδια ανθρώπων και ζώων μονοπάτια δεν μπορούσαν να αντέξουν το βάρος των οχημάτων. Τα ελαστικά τους έμπαιναν βαθειά στο χώμα ή κολλούσαν στο λασπώδες έδαφος. Το γαλλικό κυρίως μηχανικό δούλεψε σκληρά για την κατασκευή 900 χιλιομέτρων νέων δρόμων και τη βελτίωση 300 χιλιομέτρων σε όλη τη Μακεδονία. Ενας από τους δρόμους που βελτιώθηκαν ριζικά τότε ήταν και το τμήμα Σκύδρας – Έδεσσας – Άρνισσας.
Υπήρχαν βέβαια και οι σιδηροδρομικές γραμμές. Οι τρεις όμως μονές σιδηροδρομικές γραμμές που συνέδεαν τη Θεσσαλονίκη με το Βελιγράδι προς βορρά, με το Μοναστήρι προς δυσμάς και με την Κωνσταντινούπολη προς ανατολάς είχαν μια πολύ χαμηλή μεταφορική ικανότητα για τις ανάγκες του στρατού. Ο Gordon Smith, ανταποκριτής της New York Tribune στη Θεσσαλονίκη, περιγράφει την εμπειρία του από ένα σύντομο ταξίδι με τρένο τον φθινόπωρο του 1916. “Έφευγα από το σταθμό Θεσσαλονίκης με προορισμό το Vertekop (Σκύδρα), ένα σταθμό περίπου 40 μίλια από τη Θεσσαλονίκη σε ευθεία γραμμή, αλλά περίπου 70 μίλια με τον σιδηρόδρομο, λόγω της ιδιαίτερης χάραξης της γραμμής, η οποία πηγαίνει στην αρχή νοτιοδυτικά στη Βέροια και μετά παίρνει βόρεια κατεύθυνση προς τα Βοδενά (Έδεσσα). Η πρώτη δυσκολία ήταν να βρω το τρένο στο σταθμό Θεσσαλονίκης. Ξεκινούσε τα μεσάνυχτα και έπρεπε να το βρω στο σκοτάδι της νύχτας. Υπήρχαν αρκετοί συρμοί στις γραμμές, ο ένας δίπλα στον άλλο, όλοι φορτωμένοι απ άκρη σ άκρη και για να τους περάσω έπρεπε να σκαρφαλώνω πάνω από τις συνδέσεις των βαγονιών, πιτσιλώντας σε λακούβες με νερά. Για προστασία από αεροπορικές επιδρομές όλος ο σταθμός ήταν στο μαύρο σκοτάδι και όπως οι περισσότεροι από τους υπαλλήλους μιλούσαν μόνο ελληνικά δεν ήταν προφανής η αναζήτηση του τρένου. Οταν τελικά το βρήκα, αποτελούνταν από μια ατελείωτη σειρά από φορτωμένα ανοιχτά βαγόνια, κλειστά βαγόνια, βαγόνια με βοοειδή ενώ το τελευταίο ήταν φορτωμένο με άλογα και μουλάρια. Κοντά στην ατμομηχανή ήταν η επιβατική άμαξα που σίγουρα είχε δει καλύτερες μέρες. Τα γυάλινα παράθυρα έλαμπαν διά της απουσίας τους και μία από τις πόρτες ήταν δεμένη με σπάγγο για να μένει κλειστή. Όπως σε κάθε διαμέρισμα είχε έξι επιβάτες η δυνατότητα του ύπνου μειώθηκε στο ελάχιστο. Αν και όλοι οι επιβάτες είχαν έρθει στην ώρα τους ήταν σχεδόν τέσσερις το πρωΐ όταν ξεκινήσαμε. Η μέση ταχύτητα ήταν περίπου επτά ή οκτώ μίλια την ώρα και οι στάσεις ήταν συχνές και ατελείωτες. Δεδομένου ότι η γραμμή ήταν μονή έπρεπε να μπαίνουμε σε διπλανή γραμμή σχεδόν σε κάθε σταθμό για να αφήσουμε να περάσουν τα άδεια τρένα που έρχονταν από την αντίθετη κατεύθυνση. Το αποτέλεσμα ήταν ότι μας πήρε πάνω από δέκα ώρες για να καλύψουμε τα εξήντα μίλια που μας χώριζαν από το Βέρτεκοπ “.
Εγκαταλείποντας την πεδιάδα και αρχίζοντας την αναρρίχηση στο βουνό προς Έδεσσα και Άρνισσα τα πράγματα γίνονταν ακόμη πιο δύσκολα. Διαβάζουμε σε έκθεση της 2ας Σεπτεμβρίου 1916 «Rapport de renseignement No20, 178/2 du 2 Septembre 1916″ προς το Γενικό αρχηγείο στο Παρίσι ότι «η γραμμή, με πολλές στροφές και πολλές σήραγγες, ανεβαίνει κατά 508 μέτρα μεταξύ Βέρτεκοπ (30 m) και Όστροβο (538 m) σε μια απόσταση 30 χιλιομέτρων. Το τμήμα Βέρτεκοπ – Βλάδοβο (419 m) 20 χιλιομέτρων με κλίση 2,5% είναι ιδιαίτερα δύσκολο και με πολύ αργή ταχύτητα. Για 20 έως 25 βαγόνια, είναι απαραίτητο να χρησιμοποιηθούν τρεις ατμομηχανές, δύο μπροστά και μία πίσω ».
Τα βόρεια ελληνικά σύνορα στις αρχές του 1916 από γαλλικό χάρτη. Με μπλε γραμμή τα ορια του περιχαρακωμένου στρατοπέδου που κατασκεύασε ο στρατηγός Σαράϊγ για την προστασία της Θεσσαλονίκης από βουλγαρική επίθεση
Τέτοια ήταν η κατάσταση την Άνοιξη του ’16 όταν ο στρατηγός Σαράιγ, επικεφαλής των δυνάμεων της Αντάντ, αποφάσισε να βγάλει τον στρατό από το περιχαρακωμένο στρατόπεδο γύρω από την Θεσσαλονίκη και να τον αναδιατάξει κατά μήκος των βόρειων ελληνικών συνόρων. Είχε ήδη συμφωνήσει με τις ελληνικές αρχές, που κρατούσαν τότε ουδέτερη στάση στην ευρωπαϊκή διένεξη, την αντικατάσταση των ελληνικών στρατιωτικών τμημάτων στα βόρεια σύνορα με αγγλο-γαλλο-σερβικά στρατεύματα. Τα βρετανικά στρατεύματα θα παρατάσσονταν κατά μήκος της κοιλάδας του Στρυμόνα και της Δοϊράνης, τα γαλλικά θα αναπτύσσονταν στην κοιλάδα του Αξιού μέχρι το Σκρα και την Κούπα και τα σερβικά θα τοποθετούνταν κατά μήκος της οροσειράς του Βόρα μέχρι την Φλώρινα και τις Πρέσπες. Ο σερβικός στρατός μόλις είχε καταφθάσει στη Θεσσαλονίκη. Μετά την Μεγάλη Υποχώρηση του φθινοπώρου 1915 δια μέσου Μαυροβουνίου και Αλβανίας, και μετά από μια σύντομη παραμονή στην Κέρκυρα, μεταφέρθηκε στη Μίκρα όπου είχε εκ νέου οπλισθεί και εκπαιδευτεί από γάλλους αξιωματικούς. Μετρούσε περίπου 150.000 άνδρες μαζί με τους Γιουγκοσλάβους εθελοντές που είχαν έρθει να βοηθήσουν από Σλοβενία, Κροατία, Ερζεγοβίνη και Μαυροβούνιο. Το δυτικό τμήμα του μετώπου, ο σερβικός τομέας, ήταν ακριβώς πλάϊ στην πατρίδα τους όπως συνήθιζαν να λένε, πίσω από την οροσειρά του Βόρα. Αυτός ο τεράστιος ορεινός όγκος, τείχος απροσπέλαστο, χώριζε την Ελλάδα από την τότε Σερβία στα βόρεια της κοιλάδας της Αλμωπίας και αποτελούσε την γραμμή του μετώπου μεταξύ της Αντάντ και των Κεντρικών Δυνάμεων (Γερμανίας και Αυστρο-Ουγγαρίας στις οποίες προστέθηκαν αργότερα η Τουρκία και η Βουλγαρία). Η οροσειρά εκτείνεται σε μήκος 70 περίπου χιλιόμετρων από τη Βεύη στη δυτική Μακεδονία μέχρι τα χωριά Περίκλεια και Χούμα στα ανατολικά με μερικές πολύ ψηλές κορυφές, όπως το Καϊμακτσαλάν στα 2524 μέτρα, ο Κουτσούμπεης στα 2440 μέτρα, ο Άσπρος Σβώλος (Φλόκας) στα 2370 και η Τζένα στα 2182. Οι σερβικές δυνάμεις οργανώθηκαν το 1916 σε τρεις στρατιές δύο μεραρχιών η κάθε μια, συν ένα σύνταγμα ιππικού. Στη 1η Στρατιά (μεραρχίες Μοράβα και Βαρδάρη) με διοικητή τον στρατηγό Μίσιτς, ανατέθηκε ο ανατολικός τομέας, από Κούπα (κοντά στο Σκρα) μέχρι Φούστανη. Στα δεξιά τους και μέχρι τον Αξιό ποταμό είχε απλωθεί η 122η γαλλική μεραρχία πεζικού. Η 2η Στρατιά (μεραρχίες Τιμόκ και Σουμαδιά) με διοικητή τον στρατηγό Στεπάνοβιτς και έδρα την Άψαλο, είχε τον κεντρικό τομέα από Φούστανη μέχρι Άνω Κορυφή κοντά στην Όρμα. Η 3η Στρατιά (μεραρχίες Δρίνα και Δούναβη) με διοικητή τον στρατηγό Βάσιτς και έδρα την Άρνισσα, είχε στην ευθύνη της τον εκτεταμένο δυτικό τομέα, από Άνω Κορυφή μέχρι Φλώρινα και Πρέσπες περνώντας από Ζέρβη, Κέλλη και Βεύη. Η 1η και 2η στρατιά είχαν λοιπόν καταλάβει όλη την Αλμωπία.
Η οροσειρά του Βόρα εκτείνεται από Βεύη στη Δύση μέχρι Περίκλεια/Χούμα στην Ανατολή. Με μωβ χρώμα δίδεται κατά προσέγγιση το μέτωπο στα μέσα Αυγούστου 1916 που συνέπιπτε με τα σύνορα Ελλάδας – Σερβίας. Με κόκκινη γραμμή η θέση των τριών σερβικών στρατιών (Ι, ΙΙ, ΙΙΙ). Με μπλε ο τομέας της 122ης γαλλικής μεραρχίας πεζικού. Η μαύρη γραμμή δείχνει τη σιδηροδρομική γραμμή Θεσσαλονίκης – Μοναστηρίου (Μπίτολα) και με καφέ χρώμα η γραμμή ντεκωβίλ από Σκύδρα σε Άψαλο (Α), Ξιφιανή (Ξ) και Αριδαία
Η κατασκευή της βασικής γραμμής το 1916
Η Αλμωπία ήταν απομονωμένη από τα τότε οδικά και σιδηροδρομικά δίκτυα της περιοχής. Η ανάπτυξη τεσσάρων μεραρχιών, της 1ης και 2ης στρατιάς, και η ανάγκη για συνεχή ανεφοδιασμό τους σε τρόφιμα και πυρομαχικά επέβαλε την κατασκευή ενός δικτύου που να την συνδέει με την Σκύδρα από την οποία περνούσε τόσο ο σιδηρόδρομος όσο και ο αυτοκινητόδρομος προς Έδεσσα και Μοναστήρι. Οι Γάλλοι είχαν προνοήσει ήδη από τον μήνα Μάιο να διανείξουν το μονοπάτι που περνούσε από το Ζενίς Ντερέ μεταξύ Προφήτη Ηλία (Μετσεκλί) και Αψάλου και να τον μετατρέψουν σε κανονικό αυτοκινητόδρομο. Μέχρι τα μέσα Ιουνίου μάλιστα είχαν φτιάξει αυτοκινητόδρομο ως την Αριδαία. Για την δουλειά αυτή είχε χρησιμοποιηθεί το μεγαλύτερο τμήμα του 2ου bis γαλλικού συντάγματος των Ζουάβων, δηλαδή στρατιωτών από τις γαλλικές τότε αποικίες του Μαρόκου, της Αλγερίας και της Τυνησίας όπως μας πληροφορούν οι εκθέσεις (Comptes rendus des opérations) της 16ης Μαΐου και 17ης Ιουνίου 1916 προς το γενικό αρχηγείο στο Παρίσι.
Η κατασκευή του δρόμου Αψάλου – Αριδαίας τον Ιούνιο του 1916 από τους Ζουάβους
Έλειπε όμως η απαραίτητη σιδηροδρομική σύνδεση. Με εντολή του στρατηγού Σαράιγ αποφασίστηκε η κατασκευή ενός στενού σιδηροδρόμου 60 εκατοστών, γνωστού ως ντεκωβίλ (decauville) από το όνομα του Γάλλου εφευρέτη της, συνδέοντας τον σιδηροδρομικό σταθμό της Σκύδρας με την Άψαλο και την Ξιφιανή. Στην Άψαλο θα εγκαθίσταντο το αρχηγείο της 2ης σερβικής στρατιάς καθώς επίσης και το μεγάλο σερβικό νοσοκομείο 1.500 κλινών. Η κατασκευή ανατέθηκε στον αντισυνταγματάρχη Πρέμοβιτς, διοικητή των σκαπανέων του σερβικού στρατού, με σχέδια και επίβλεψη από γάλλους μηχανικούς (les sapeurs des chemins de fer). Οι εργασίες ξεκίνησαν το πρώτο δεκαπενθήμερο του Ιουλίου (Compte rendu της 18/7/1916) και ήδη στις 12 Αυγούστου η γραμμή Σκύδρας – Νέας Ζωής ήταν έτοιμη (Rapport de renseignements no20 178-2 της 2/9/1916). Με την κατασκευή του τμήματος Αψάλου – Ξιφιανής στις 10 Σεπτεμβρίου το σύνολο της γραμμής Σκύδρας – Ξιφιανής ήταν έτοιμο (Compte-rendu 18/9/1916: achèvement de la voie de 0m60 de Kosturian à Dragomanci, ouverte à l’exploitation le 10 Septembre). Δυό μέρες νωρίτερα, στις 8 Σεπτεμβρίου, αποφασίστηκε η επέκταση της γραμμής προς Αριδαία, έδρα της μεραρχίας Σουμαδιά. Στη δεκαπενθήμερη έκθεση της 16ης Οκτωβρίου, ο Σαράιγ ανακοινώνει την έναρξη των εργασιών της επέκτασης αυτής (on commence également le prolongement de la voie de 0m60 vers Subotsko), επέκταση που ολοκληρώθηκε κατά τις πρώτες μέρες του Δεκεμβρίου (“Rapport de Novembre 1367/4 du 3 décembre 1916”). Ετσι σε πέντε μήνες το ντεκωβίλ Σκύδρας – Αριδαίας ήταν σε πλήρη λειτουργία!
Η γραμμή περνούσε πλάϊ από το γαλλικό αεροδρόμιο στο Μαυροβούνι. Στο βάθος φαίνεται αμυδρά η Σκύδρα και δεξιά η κατεύθυνση της γραμμής προς Νέα Ζωή και Άψαλο
Στο 6ο χιλιόμετρο Σκύδρας – Αψάλου κατασκευάστηκε η πρώτη μεγάλη γέφυρα….
Στο ίδιο σημείο σήμερα βρίσκεται η γέφυρα του αυτοκινητοδρόμου Σκύδρας – Αριδαίας
Η γραμμή ακολουθούσε τον αυτοκινητόδρομο που είχαν φτιάξει οι Ζουάβοι λίγες εβδομάδες νωρίτερα, τον Μάιο του 1916. Εδώ η στροφή πριν από τον ‘Τρύπιο Βράχο’ πηγαίνοντας προς Νέα Ζωή
Βγαίνοντας από τη Νέα Ζωή κατασκευάστηκε μια μικρότερη γέφυρα. Ο Γάλλος αξιωματικός αριστερά επιβλέπει τις εργασίες κατασκευής
Στο ίδιο σημείο ένα χρόνο αργότερα Σενεγαλέζοι στρατιώτες της 17ης αποικιακής μεραρχίας πεζικού ψαρεύουν στο ποτάμι
Η γέφυρα στη Νέα Ζωή αποτελεί σήμερα μέρος αγροτικού δρόμου
Η μεταλλική βάση παραμένει η ίδια από το 1916. Απλά από πάνω έριξαν αργότερα μπετόν για να περνούν αγροτικά οχήματα
Το κτίριο του σταθμού της Αψάλου διατηρείται ακόμη και σήμερα όπως και μερικά άλλα στη περιοχή. Εδώ διατηρείται μάλιστα και ένα κομμάτι της γραμμής με μερικά βαγονέτα. Στο βάθος ο Βόρας
Λίγο πιο πίσω από τον σταθμό είχε εγκατασταθεί και το μεγάλο χειρουργικό νοσοκομείο της 2ης σερβικής στρατιάς 1.500 κλινών. Στην Άψαλο βρισκόταν επίσης το αρχηγείο της 2ης σερβικής στρατιάς. Στη φωτογραφία η περιοχή του νοσοκομείου όπως ήταν τότε και όπως είναι σήμερα
Ο ανταποκριτής της New York Tribune που πέρασε από την Άψαλο το 1916 γράφει: κανείς φτάνοντας στο Δραγομάνσι δεν θα μπορούσε ποτέ να φανταστεί ότι το μικρό ειρηνικό χωριό ήταν κέντρο πολεμικών δραστηριοτήτων. Οι περίπου εξακόσια κάτοικοί του ήταν κυρίως Τούρκοι. Όλη την ημέρα από το σχολείο του χωριού ακουγόταν ένα γλυκό βούϊσμα από τις φωνές των παιδιών, που καθισμένα σταυροπόδι γύρω από τον δάσκαλο τους, επαναλάμβαναν όλα μαζί το μάθημα. Το μόνο σημάδι στρατιωτικής δραστηριότητας ήταν όταν κάποιο αυτοκίνητο περνούσε με θόρυβο στο δρόμο κουβαλώντας αξιωματικούς από ή προς το μέτωπο. Η μόνη άλλη ένδειξη ήταν η συνεχής βοή των βαρέων κανονιών που αντηχούσαν από τα μακρινά βουνά. Σε ένα λιβάδι κοντά στην έξοδο του χωριού υπήρχαν αρκετές σκηνές. Ένα στενό ρέμα περνούσε παρα δίπλα με μια σανιδένια γέφυρα. Από την άλλη πλευρά ήταν στημένη μια μοναχική σκηνή. Ήταν το σπίτι του ατρατηγού Στεπάνοβιτς, διοικητή της 2ης σερβικής στρατιάς, του πιο ολιγόλογου στρατιώτη στην υπηρεσία του βασιλιά Πέτρου. Όταν δεν ήταν στη σκηνή του, βυθισμένος σε χάρτες και σχέδια, περιπλανιόταν μόνος του. Τα μόνα πρόσωπα με τα οποία συνομιλούσε ήταν τα μικρά παιδιά του χωριού.
Το τουρκικό σχολείο της Αψάλου το 1916: “όλη την ημέρα από το σχολείο του χωριού ακουγόταν ένα γλυκό βούϊσμα από τις φωνές των παιδιών”
Η σανιδένια γέφυρα στο ρέμα που περνούσε από την Άψαλο
Μετά την Άψαλο το τρενάκι πήγαινε στη Ξιφιανή όπου διάβαινε άλλη μεγάλη γέφυρα
Στη Αριδαία τέλειωνε η γραμμή του 1916. Εδώ ήταν το αρχηγείο της μεραρχίας Σουμαδιά. Στη φωτογραφία γίνεται η φόρτωση στον σταθμό της Αριδαίας ενός χαλασμένου πυροβόλου 155 χιλ. μετά από αεροπορικό χτύπημα
Ο ίδιος ξένος ανταποκριτής φτάνοντας στην Αριδαία παρατηρεί: “το χωριό παρουσίαζε μιαν ειρηνική εικόνα που θα χαροποιούσε την καρδιά κάθε ειρηνιστή. Οι δύο δρόμοι του χωριού, ο ένας κάθετος στον άλλο, είχαν κατά μήκος μερικά φτωχικά καταστήματα που πωλούσαν σαπούνι, πετρέλαιο, ζάχαρη και μερικά άλλα απολύτως απαραίτητα είδη. Δεν υπήρχαν πολυτελή είδη, εκτός αν κάποιος λογάριαζε σαν τέτοια τα κουτιά συμπυκνωμένου γάλακτος και μερικές πλατιές κονσέρβες σαρδέλας. Στη γωνία, όπου οι δρόμοι συναντιόντουσαν, βρισκόταν το μοναχικό τζαμί του χωριού, καθώς και ένα μαρμάρινο συντριβάνι με μια τουρκική επιγραφή, τελευταία αναμνηστικά του καθεστώτος του Σουλτάνου. Εδώ, μία φορά την εβδομάδα, οι κάτοικοι της γύρω περιοχής έρχονταν με τα πόδια και με γαϊδουράκια για το παζάρι. Τα προϊόντα που πωλούνταν δεν είχαν, ωστόσο, συνολική αξία πάνω από μερικές εκατοντάδες φράγκα και αποτελούνταν κυρίως από κρεμμύδια, κάστανα, κόκκινες πιπεριές και μερικές καρφίτσες, βελόνες και νήματα. Είδα έναν έμπορα με κόκκινο τουρμπάνι να περνά όλη τη μέρα σταυροπόδι μπροστά από δυο δεκάδες κουτιά σπίρτων. Όπως η τιμή ήταν ένα λεπτό το κουτί ακόμα και αν πουλούσε το σύνολο της πραμάτειας του (που σίγουρα όχι), οι ακαθάριστες εισπράξεις του δεν θα ήταν παρά εικοσιπέντε λεπτά. Από καιρό σε καιρό ένας άνδρας με γκρίζα γενειάδαμε και κόκκινο φέσι ανέβαινε πάνω στο μαρμάρινο σιντριβάνι και έλεγε κάτι. Στην αρχή νόμιζα ότι ήταν πολιτικός γιατί μιλούσε με εμφανή ευγλωττία και αυτοπεποίθηση, αλλά ανακάλυψα ότι ήταν μόνο ο τελάλης που ανήγγειλε τις τελευταίες δημοτικές ανακοινώσεις. Από την ψυχρή υποδοχή των ανακοινώσεων, φαντάζομαι ότι επρόκειτο για νέους φόρους ή κάτι τέτοιο.
Κάθε πρωί κατά τις 9 η ώρα, εκατοντάδες αγρότες ντυμένοι τούρκικα έρχονταν στο χωριό, οι άνδρες πάνω σε γαϊδούρια και οι γυναίκες με τα πόδια. Ακόμη και μικρά αγόρια ήταν πάνω σε γαϊδούρια ενώ οι μητέρες τους περπατούσαν από πίσω, σύμβολο της αρσενικής κυριαρχίας. Το φεμινιστικό κίνημα έχει πολύ δρόμο να κάνει στη Μακεδονία. Η κύρια δουλειά του άνδρα φαίνεται ότι ήταν να κάθεται σταυροπόδι στο έδαφος σε διάφορα καφενεία (ξύλινα υπόστεγα με πατημένα γήϊνα δάπεδα ανοιχτά στους δρόμους) και να καταναλώνει ατελείωτα μικροσκοπικά φλιτζάνια καφέ. Δεδομένου ότι η τεράστια πλειοψηφία του λαού είναι Μωαμεθανοί, το 90 τοις εκατό από αυτούς φορούσαν είτε φέσια είτε τουρμπάνια”.
Η επίσκεψη του βασιλιά Αλέξανδρου
Στις 7 Φεβρουαρίου 1918 ο νέος βασιλιάς Αλέξανδρος, που ανέβηκε στο θρόνο μετά την αποπομπή του πατέρα του Κωνσταντίνου τον Ιούνιο του ‘17, έφτασε στη Θεσσαλονίκη για μεγάλη επιθεώρηση των συμμαχικών στρατευμάτων. Τον συνόδευε στην επιθεώρηση ο αρχηγός του στρατού της Αντάντ, στρατηγός Γκιγιωμά, που είχε αναλάβει καθήκοντα στις 22 του προηγούμενου Δεκεμβρίου. Για τις μετακινήσεις τους χρησιμοποίησαν το τρένο και το ντεκωβίλ. Ο νεαρός βασιλιάς επισκέφτηκε την Άψαλο στις 12 Φεβρουαρίου όπου στο αρχηγείο της 2ης σερβικής στρατιάς τον υποδέχτηκε ο πρίγκηπας και διάδοχος του σερβικού θρόνου – και συνονόματος του – Αλέξανδρος που τον ενημέρωσε για την κατάσταση στη μεθοριακή γραμμή του Βόρα.
Ο βασιλιάς Αλέξανδρος και αριστερά του ο στρατηγός Γκιγιωμά σε βαγόνι ντεκωβίλ
Μετά κατευθύνθηκε σιδηροδρομικώς στην Έδεσσα και ενδιαφέρθηκε για τα έργα που γίνονταν από τους Γάλλους στρατιώτες στη πόλη. Χαρακτηριστικό είναι ένα επεισόδιο κατά την επίσκεψη αυτή που αναμεταδόθηκε από τον γαλλικό τύπο. Στην Έδεσσα ήταν η έδρα των εφεδρικών στρατευμάτων με διοικητή τον Γάλλο αντισυνταγματάρχη Βικ (Vicq). Ο Γάλλος διοικητής χρησιμοποιούσε τον στρατό για λιθόστρωση παλιών και χάραξη νέων δρόμων στην πόλη. Τότε χτίστηκε και το γαλλικό διοικητήριο που βρίσκεται ακόμη στον προαύλειο χώρο του εργοστασίου Σεφερτζή. Ο βασιλιάς ήταν απορροφημένος από τις εργασίες των στρατιωτών και ο αντισυνταγματάρχης τον ρώτησε ευγενικά γιατί ενδιαφέρεται τόσο πολύ για την δραστηριότητα των ανδρών του. Ο νεαρός βασιλιάς του έδωσε μια σιβυλλική απάντηση: μαθαίνω την δουλειά του βασιλιά! Μετά την Έδεσσα ο Αλέξανδρος κατευθύνθηκε στη Φλώρινα και το Μοναστήρι όπου επιθεώρησε γαλλικές και ιταλικές μονάδες. Επέστρεψε στη Θεσσαλονίκη το βράδυ της 13ης Φεβρουαρίου.
Οι επεκτάσεις του 1918
Στο τέλος της άνοιξης του 1918 η στρατιωτική κατάσταση στο Μακεδονικό Μέτωπο είχε διαφοροποιηθεί ριζικά. Η πρώτη διαφοροποίηση αφορούσε την γραμμή του μετώπου. Μετά την επιτυχημένη εκστρατεία της Αντάντ τα προηγούμενα δυο χρόνια, η δυτική πλευρά του μετώπου είχε μετακινηθεί προς βορρά. Περνούσε βορείως των Πρεσπών και του Μοναστηρίου, έφτανε στο Μάκοβο (ΠΓΔΜ) και στη συνέχεια περνούσε νοτίως της Γκραντέσνιτσα (ΠΓΔΜ) και συνέχιζε νότια κάτω από την κορυφή Σοκόλ (Γεράκι) και το πλάτωμα Ντομπροπόλιε (Καλό Λιβάδι) στα ελληνοσερβικά σύνορα. Η δεύτερη και σημαντικότερη διαφοροποίηση αφορούσε την είσοδο της Ελλάδας στο πόλεμο στο πλευρό της Αντάντ. Εννέα ελληνικές μεραρχίες είχαν προστεθεί στις δυνάμεις της Αντάντ δημιουργώντας ισορροπία δυνάμεων στο μέτωπο. Ο στρατηγός Λουί Φρανσέ ντ’Εσπεραί (Louis Franchet d’Espèrey), ο οποίος αντικατέστησε στις 18 Ιουνίου 1918 τον στρατηγό Γκιγιωμά (Guillaumat) ως διοικητή των δυνάμεων της Αντάντ, είπε σε μια ραδιοφωνική συνέντευξη την δεκαετία του 30:
“Μετά την άφιξή μου (στη Θεσσαλονίκη), πήγα να δω τον πρίγκιπα Αλέξανδρο ο οποίος ήταν ο αρχηγός του σερβικού στρατού (ήταν 28 Ιουνίου, επέτειο της δολοφονίας του Φερδινάνδου στο Σεράγεβο). Πήγα στην έδρα του στο Γιέλακα (Yelac – ΠΓΔΜ) σε μια ξύλινη καλύβα. Δεν του άρεσαν οι διασκεδάσεις της πόλης και προτιμούσε να ζει σε μια καλύβα χτισμένη σε σερβικό έδαφος που κατακτήθηκε τα προηγούμενα χρόνια. Την επόμενη μέρα (29 Ιουνίου)ανεβήκαμε με άλογα στην κορυφή Φλόκα (Άσπρος Σβώλος). Είχα τη χαρά να συναντήσω εκεί έναν παλιό φίλο, τον ταγματάρχη Κλεμάν (Claemens), διοικητή των δύο πυροβολαρχιών υποστήριξης των Σέρβων. Ήταν αυτός που μου εξήγησε με πολύ σαφή τρόπο την τακτική κατάσταση. Ήταν έξι το απόγευμα. Παρά το γεγονός ότι ήταν Ιούνιος ο ήλιος είχε αρχίσει να δύει και οι λοξές ακτίνες του φώτιζαν τις βουλγαρικές θέσεις: με νότιο προσανατολισμό ήταν δυνατό να δούμε όχι μόνο τις πρώτες βουλγαρικές γραμμές – ήμασταν στα 2400 μέτρα και αυτοί στα 1800 – αλλά και τις άλλες γραμμές μέχρι την τελευταία στο Κόζιακα. Ήταν μια μοναδική ευκαιρία. Οι Σέρβοι ήταν ενθουσιώδεις και έτοιμοι να βαδίσουν, ήταν ορεσίβιοι, αλλά τους έλειπαν οι μέθοδοι του σύγχρονου πολέμου. Αποφάσισα να τους δώσω δύο μεραρχίες: η πρώτη που την ήξερα καλά, γιατί την είχα σχηματίσει και εκπαιδεύσει εγώ το 1915, ήταν η 122η μεραρχία πεζικού και η άλλη είχε ως διοικητή έναν παλιό φίλο τον οποίο είχα γνωρίσει και εκτιμήσει στην Κίνα κατά τη διάρκεια του πολέμου των Μπόξερ, τον στρατηγό Πρινώ (Pruneau) της 17ης αποικιακής μεραρχίας πεζικού. Αποφάσισα ότι αυτές οι δύο μεραρχίες θα έσπαγαν την «κρούστα» των πρώτων βουλγαρικών γραμμών και πίσω τους οι Σέρβοι θα εφορμούσαν …. Ο συμμαχικός στρατός αποτελούνταν από ανθρώπους όλων των φυλών και θρησκειών πράγμα που ήταν ιστορικά πρωτοφανές. Είχα τον βρετανικό στρατό που αποτελείτο από Άγγλους, Σκωτσέζους, Ιρλανδούς, Κύπριους και Ινδούς. Είχα τον γαλλικό στρατό που αποτελείτο από Γάλλους, Αλγερινούς, Τυνήσιους, Μαροκινούς, Ανναμίτες (Βιετναμέζους), Καμποτζιανούς, Σενεγαλέζους, Μαλγάσιους. Είχα Αλβανούς, Ρώσους, Ιταλούς και φυσικά Έλληνες που μου πρόσφεραν μια πολύ μεγάλη υπηρεσία γιατί χάρις στους Έλληνες ήμουν σε θέση να σχηματίσω την απαραίτητη κριτική μάζα για τους ελιγμούς. Χάρις στον Βενιζέλο ήμουν σε θέση να δώσω δύο μεραρχίες στους Σέρβους, καθώς και πολλά βαρέα πυροβόλα “.
Αριστερά: o πρίγκιπας Αλέξανδρος με τον Φρανσέ ντ’ Εσπεραί στο Γιέλακα, δίπλα στην ξύλινη καλύβα στις 28 Ιουνίου 1918. Δεξιά: ο πρίγκιπας Αλέξανδρος, ο Φρανσέ ντ’ Εσπεραί και ο στρατάρχης Μίσιτς στη κορυφή του Φλόκα (Άσπρος Σβώλος) στα 2.370 μέτρα στις 29 Ιουνίου 1918
Η αλήθεια βέβαια είναι ότι ήδη από το τέλος του 1916, ο διοικητής της μεραρχίας Σουμαδιά Πάβλοβιτς και ο στρατηγός της 2ης στρατιάς Στεπάνοβιτς πίστευαν ότι οι πιθανότητες επιτυχίας μιας επίθεσης από το Ντομπροπόλιε ήταν μεγάλες. Έμενε όμως να πεισθούν για αυτό και οι Γάλλοι. Ο Σαράιγ και ο διάδοχος του Γκιγιωμά δεν είχαν δώσει μεγάλη σημασία σ αυτές τις σκέψεις. Ο Φρανσέ ντ’Εσπεραί όμως όχι μόνο πίστεψε αλλά μετά το διήμερο ταξίδι στο Γιέλακα άλλαξε ριζικά τα σχέδια της επίθεσης. Σύμφωνα με το προηγούμενο σχέδιο του στρατηγού Γκιγιωμά, η οροσειρά του Βόρα και γενικότερα η Αλμωπία θα έπαιζαν μόνο ένα δευτερεύοντα, έναν αμυντικό ρόλο. Αλλά με τα νέα σχέδια, η Αλμωπία γινόταν το κεντρικό θέατρο της μάχης με τις δύο γαλλικές μεραρχίες να είναι η αιχμή του δόρατος! Ποιός θα μπορούσε στα σοβαρά να πιστέψει ότι μια επίθεση σε ύψος 1.800 μέτρων ήταν δυνατή και είχε πιθανότητες επιτυχίας; Σίγουρα όχι ο Γερμανός γενικός διοικητής του γερμανο-βουλγαρικού στρατού, στρατηγός φον Σχόλτς (von Scholtz), που βρισκόταν αρκετά χιλιόμετρα βορειότερα. Ήταν σίγουρος ότι η τοποθεσία τους ευνούσε τόσο πολύ που θα μπορούσαν εύκολα να αμυνθούν σε περίπτωση επίθεσης έστω και αν οι αντίπαλοι είχαν μεγαλύτερες δυνάμεις. Την ίδια άποψη φαίνεται ότι συμμεριζόταν και ο διοικητής της 11ης γερμανικής στρατιάς, στρατηγός φον Στόϋμπεν (von Steuben) που φύλαγε τον τομέα βόρεια του Μοναστηρίου και περίμενε εκεί την κύρια επίθεση. Ο διοικητής της 2ης βουλγαρικής μεραρχίας, στρατηγός Ρούσεφ, που φρουρούσε τις κορυφές του Βόρα από την άλλη πλευρά περίμενε ότι ενδεχόμενη επίθεση εκεί θα ήταν απλά μια κίνηση αντιπερισπασμού, όχι η κύρια επίθεση της Αντάντ.
Η αλλαγή των σχεδίων σήμανε αλλαγή των προπαρασκευαστικών προτεραιοτήτων. Ήταν απαραίτητο τώρα να βελτιωθούν όλοι οι δρόμοι στη πεδιάδα της Αλμωπίας και να διευρυνθούν τα μονοπάτια στις πλαγιές του ορεινού όγκου. Και πιο σημαντικό, ήταν η επείγουσα επέκταση της στενής γραμμής ντεκωβίλ προς δύο κατευθύνσεις: από Αριδαία προς Σωσάνδρα και Προμάχους κοντά στους πρόποδες του βουνού και από Άψαλο προς Όρμα δίπλα στο Λουτράκι, στην αρχή της ανάβασης προς Σοκόλ και Ντομπροπόλιε. Η ικανότητα μεταφοράς του ελαφριού σιδηροδρόμου έπρεπε να αυξηθεί από 200 τόνους / μέρα σε περισσότερους από 600 τόνους / μέρα, αποκτώντας νέες μηχανές και πολλά περισσότερα βαγόνια για τον ανεφοδιασμό των 600 πυροβόλων, το ένα τρίτο του συνόλου των πυροβόλων του στρατού της Ανατολής, και των 85.000 στρατιωτών σε ένα μέτωπο μόλις 30 χιλιομέτρων! Στη κατασκευή των δρόμων και της σιδηροδρομικής γραμμής χρησιμοποιήθηκαν, εκτός των Γάλλων και Ιταλών σκαπανέων, Βούλγαροι αιχμάλωτοι, ως επί το πλείστον αυτόμολοι, και Ρώσσοι στρατιώτες υποστηρικτές των μπολσεβίκων που αρνήθηκαν να συνεχίσουν τον πόλεμο μετά την απόσυρση της νέας ρωσικής κυβέρνησης από την παγκόσμια σύρραξη. Χρησιμοποιήθηκαν επίσης επι πληρωμή και πολλοί ντόπιοι κάτοικοι από τα χωριά της Αλμωπίας.
Το μέτωπο τον Σεπτέμβριο του 1918. Η 122η γαλλική μεραρχία κάτω από την κορυφή Σοκόλ (S) και η 17η γαλλική αποικιακή μεραρχία κάτω από το Ντομπροπόλιε (D). Δεξιά της η σερβική μεραρχία Σουμαδιά (SH) με στόχο το Βέτερνικ (τον Βράχο του Αίματος όπως τον αποκαλούσαν οι Σέρβοι) και την κορυφή του Κότζιακα (ΚΟ). Πίσω από την 122η, η Γιουγκοσλαβική μεραρχία (YU) και πίσω από την 17η, η μεραρχία Τιμόκ (TI). Δεξιότερα η 1η ομάδα μεραρχιών υπό τον γάλλο στρατηγό ντ’Ανσέλμ (d’Anselme) στην οποία συμμετέχουν και δυο ελληνικές μεραρχίες (F+GR). Αριστερά από την 122η μεραρχία βρίσκονται οι σερβικές μεραρχίες της 1ης στρατιάς, Ντρίνα (DR), Δούναβη (DA) και Μοράβα (MO) ενώ αριστερότερα η 3η ομάδα μεραρχιών υπό τον Γάλλο στρατηγό Ανρύς (Henrys) όπου συμμετέχει κι εκεί μια ελληνική μεραρχία. Η κορυφή Φλόκα (F) είναι το βασικό παρατηρητήριο του σερβικού στρατού που δεσπόζει σε όλες τις υπό βουλγαρική κατοχή κορυφές ανατολικά. Στο Γιέλακα (Y) έχει την έδρα του το αρχηγείο του Σέρβου πρίγκηπα και αντιβασιλέα Αλεξάνδρου, στα 1.600 μέτρα. Ο Φρανσέ ντ Εσπεραί αποφάσισε να μεταφέρει βαρύ γαλλικό πυροβολικό στη κορυφή Φλόκα, στα 2.300 μέτρα!! Η μεταφορά έγινε με το τρένο ντεκωβίλ από το χωριό Μαρίνα της Φλώρινας και πλάϊ απο τον ποταμό Εριγώνα (Τσέρνα) μέχρι το Σκότσιβιρ (ΠΓΔΜ), από εκεί με φορτηγά μέχρι το Πετάλινο (ΠΓΔΜ), με μικρότερα αυτοκίνητα μέχρι το Γιέλακα (ΠΓΔΜ) και με ζώα μέχρι το Φλόκα. Ίσως είναι το υψηλότερο σημείο από όπου έχουν γίνει βολές πυροβολικού στη παγκόσμια ιστορία! Η μεταφορά των ελαφρύτερων φορτίων έγινε οδικώς από Άρνισσα, Πάτημα, Τουρκολίβαδο και Φλόκα. Ο εφοδιασμός των μεραρχιών 122, 17, Γιουγκοσλαβικής, Σουμαδιά και Τίμοκ έγινε με τις νέες γραμμές ντεκωβίλ Όρμας και Σωσάνδρας – Προμάχων. Με χρώμα καφέ είναι το ντεκωβίλ του 1916 και με μαύρο οι επεκτάσεις του 1918
Φρανσέ ντ Εσπεραί προς στρατηγό Μίσιτς στις 13 Ιουλίου 1918: “…. σε απάντηση της επιστολή σας της 11ης Ιουλίου, έχω την τιμή να σας ανακοινώσω ότι συμφωνώ με τη δημιουργία μιας γραμμής 0,60 μέτρων από Δραγομάνσι προς Πόλιανη και Τρεσίνα όπως προτείνατε επειγόντως να φτιάξετε … οι παραγγελίες έχουν ήδη δοθεί για τη μεταφορά των απαραίτητων υλικών για 16 χλμ γραμμής 0,60 μέτρων στο σταθμό Βέρτεκοπ ….Σύμφωνα με την επιθυμία σας θέτω στη διάθεση σας τον 3ο λόχο των σκαπανέων των σιδηροδρόμων (sapeurs des chemins de fer)”
Οι εργασίες κατασκευής της γραμμής προς Όρμα άρχισαν στις 20 Ιουλίου (Compte-rendu 5/8/1918). Στις 28 Αυγούστου είχε αποδοθεί το τμήμα Άψαλος – Μεγαπλάτανος ( Compte-rendu του μήνα Σεπτεμβρίου) και λίγες μέρες αργότερα το υπόλοιπο μικρό τμήμα μέχρι την Όρμα. Δεν βρήκαμε αναφορά σχετικά με την ημερομηνία ολοκλήρωσης του τμήματος Αριδαίας – Σωσάνδρας – Προμάχων. Υπάρχει αίτημα του στρατηγού Μίσιτς για αύξηση της μεταφορικής ικανότητας προς Προμάχους στους 400 τόννους/μέρα στα μέσα Αυγούστου, πράγμα που οδηγεί στο συμπέρασμα ότι πιθανόν η γραμμή να ήταν έτοιμη νωρίτερα. (le voïvode Michitch insistait-il pour obtenir de la ligne Vértékop – Dragomanci et de ses embranchements sur Bahovo et Trésina un rendement quotidien de 600 tonnes). Τα εφόδια έρχονταν με την κανονική γραμμή μέχρι την Σκύδρα και από εκεί με το ντεκωβίλ διανέμονταν στις αποθήκες που είχαν δημιουργηθεί στους σταθμούς της Αλμωπίας.
Η σύνδεση του ντεκωβίλ (δεξιά) με το κανονικό τρένο (αριστερά) στον σταθμό της Σκύδρας. Τα εφόδια έρχονταν από το λιμάνι της Θεσσαλονίκης με τον κανονικό σιδηρόδρομο και στη Σκύδρα γινόταν η μεταφόρτωση στα ντεκωβίλ.
Πυρομαχικά της 2ης σερβικής στρατιάς στο σταθμό της Σκύδρας για μεταφόρτωση και διανομή στην Αλμωπία με το ντεκωβίλ
Η Σκύδρα ήταν επίσης το κέντρο μετεπιβίβασης του προσωπικού από το κανονικό τρένο στο ντεκωβίλ
Σαν συμπέρασμα, το σιδηροδρομικό δίκτυο στενού σιδηροδρόμου Αλμωπίας κατασκευάστηκε σε δύο περιόδους. Η πρώτη γραμμή Σκύδρας – Αριδαίας έγινε μεταξύ Ιουλίου και Δεκεμβρίου 1916 για τον ανεφοδιασμό των σερβικών μεραρχιών που τοποθετήθηκαν στην Αλμωπία το καλοκαίρι της χρονιάς εκείνης. Τα υλικά που χρησιμοποιήθηκαν ήταν γαλλικά, ο σχεδιασμός γαλλικός και η εκτέλεση σερβική. Οι επεκτάσεις από Άψαλο προς Όρμα και από Αριδαία προς Σωσάνδρα και Προμάχους κατασκευάστηκαν το καλοκαίρι του 1918 ενόψει των σχεδίων του ντ’Εσπεραί για κύρια επίθεση από τις κορυφές του Βόρα. Οι επεκτάσεις χρησιμοποιήθηκαν για πολύ μικρό χρονικό διάστημα αφού οι νέες γραμμές ήταν έτοιμες λίγες μόνο μέρες ή εβδομάδες πριν την γενική επίθεση. Ηταν όμως απαραίτητες για τον γρήγορο εφοδιασμό μιας μεγάλης μάζας δεκάδων χιλιάδων στρατιωτών και εκατοντάδων κανονιών.
Το παράτολμο σχέδιο του ντ’Εσπεραί τελικά είχε επιτυχία. Αν και δεν είναι του παρόντος η παρουσίαση της μεγάλης μάχης στο Ντομπροπόλιε, της μεγαλύτερης μάχης στα Βαλκάνια κατά τη διάρκεια του Α’ ΠΠ, ας αναφέρουμε ενδεικτικά τα κύρια σημεία.
Στις 14 Σεπτεμβρίου 1918 άρχισε ο συμμαχικός κανονιοβολισμός σε όλο το μήκος του μετώπου από Πρέσπα μέχρι τον Στρυμώνα. Στις κορυφές του Βόρα, που είχαν γίνει στόχος της μεγαλύτερης δύναμης πυρός της Αντάντ, η γη έτρεμε. Ενας Βούλγαρος θυμάται οτι “οι θέσεις μάχης είχαν καταστραφεί κάτω από τον έντονο κανονιοβολισμό. Το μεγαλύτερο μέρος των χαρακωμάτων εξαφανίστηκε και στη θέση τους δημιουργήθηκαν τεράστιες τρύπες που δυσκόλευαν κάθε κίνηση”. Στις 5:30 το πρωί της 15ης Σεπτεμβρίου άρχισε η επίθεση. Το κύριο βάρος το είχε η 122η γαλλική μεραρχία που επιχείρησε να διεμβολίσει τους Βούλγαρους στο πιο δύσκολο μέρος μεταξύ Σοκόλ και Ντομπροπόλιε κάτω από έντονο βουλγαρικό πυρ. Χρειάστηκε να χρησιμοποιήσουν ακόμη και σκάλες για να σκαρφαλώσουν στις απόκρημνες πλαγιές του Σοκόλ. Οι απώλειες ήταν τεράστιες αλλά το πείσμα για τη νίκη μεγαλύτερο. Η 17η γαλλική μεραρχία με τους Σενεγαλέζους εφόρμησε στο Βέτερνικ από δυτικά και η σερβική Σουμαδιά από ανατολικά. Δίπλα στη σερβική μεραρχία μαχόταν το 35ο ελληνικό σύνταγμα της 4ης μεραρχίας με διοικητή τον συνταγματάρχη Παναγιώτη Γαργαλίδη. Στις 8 η ώρα η 122η κατόρθωσε να καταλάβει το ψηλό σημείο του Ντομπροπόλιε, την Πυραμίδα (1875 μ), ενώ το βράδυ της ίδιας μέρας μετά από μεγάλη αιματοχυσία καταλήφθηκαν και οι τρεις στόχοι της Αντάντ: το Σοκόλ (Γεράκι), το Ντομπροπόλιε (Καλό Λιβάδι) και το Βέτερνικ (Άννα). Το βουλγαρικό μέτωπο είχε σπάσει σε ένα μήκος 11 χιλιομέτρων. Την επόμενη μέρα έπεσε και ο Κόζιακας και η διαρραγή του μετώπου είχε φτάσει τα 25 χιλιόμετρα.
Οι κορυφές του Βόρα ανατολικά του Καϊμακτσαλάν: (1) Καϊμακτσαλάν (Προφ. Ηλίας) 2524μ , (2) Κουτσούμπεης 2440μ, (3) Φλόκα (Ασπρος Σβώλος) 2370μ , (4) Σοκόλ (Γεράκι) 1827μ , (5) Ντόμπρο Πόλιε (Καλό Λιβάδι) 1750μ , (6) Κράβιτσα (Αγελαδίτσα) 1772μ , (7) Βέτερνικ (Άννα) 1755μ , (8) Κόζιακας 1817μ, (9) Πίνοβο 2156μ, (10) Τζένα 2182μ
Στις 17 Σεπτεμβρίου η βουλγαρική υποχώρηση έφτασε σε βάθος τα δέκα χιλιόμετρα και σε μήκος τα 30 χιλιομέτρα ενώ τις επόμενες μέρες έλαβε δραματικότερες διαστάσεις. Οι γερμανικές ενισχύσεις του στρατηγού φον Ρώϋτερ δεν μπόρεσαν να βοηθήσουν. Στις 25 Σεπτεμβρίου η Βουλγαρία αποφασίζει να ζητήσει κατάπαυση πυρός. Στις 29 Σεπτεμβρίου υπογράφεται ανακωχή στη Θεσσαλονίκη μεταξύ Βουλγαρίας και Αντάντ με τους όρους που θέτει ο ντ’Εσπεραί. Η είδηση πέφτει σαν βόμβα στο Δυτικό Μέτωπο. Ο ευρισκόμενος στο Παρίσι Τσώρτσιλ αναφέρει “καταλάβαμε αμέσως ότι το τέλος είχε έρθει”. Στις 3 Οκτωβρίου ο γερμανός αρχιστράτηγος Χίντεμπουργκ γράφει στον Κάϊζερ ότι “σαν αποτέλεσμα της κατάρρευσης του Μακεδονικού Μετώπου…δεν υπάρχει πλέον προοπτική επιβολής ειρήνης στον εχθρό”. Ο ντ’Εσπεραί, παρακούοντας τις οδηγίες του Κλεμανσώ, που είχε ζητήσει μόνο μια τοπική μάχη γιατί όπως έλεγε ο πόλεμος θα κερδιζόταν στη Δύση, έσπασε το πρώτο μεγάλο καμμάτι του βάθρου στο οποίο στέκονταν ο υπερόπτης και μιλιταριστής Κάϊζερ. Στη συνέχεια υπογράφει ανακωχή και η Τουρκία αφήνοντας Γερμανία και Αυστροουγγαρία να συνεχίσουν μόνες τον πόλεμο. Ο ντ’Εσπεραί φτάνοντας στις όχθες του Δούναβη στο Βελιγράδι ζητά την άδεια να εισέλθει θριαμβευτικά στη Βουδαπέστη και μετά στη Βιέννη αλλά ο Κλεμανσώ τον διατάζει να επιστρέψει αμέσως πίσω στη Θεσσαλονίκη. Το Βαλκανικό μέτωπο σύμφωνα με το αρχηγείο των Βερσαλλιών, σταματούσε στον Δούναβη, ούτε μέτρο πιο πέρα!
Το σπάσιμο των γερμανο-βουλγαρικών γραμμών στον Βόρα τον Σεπεμβριο του 1918
Τι απέγινε όμως ο μικρός σιδηρόδρομος της Αλμωπίας μετά τον πόλεμο; Οι Γάλλοι τον προσέφεραν στην ελληνική κυβέρνηση η οποία τον παρεχώρησε το 1923 σε έναν ιδιώτη, τον επιχειρηματία και τραπεζίτη Επαμεινώνδα Χαρίλαο, που σαν ιδιοκτήτης και οικοδομικής εταιρείας είχε κτίσει ολόκληρο συνοικισμό στη Θεσσαλονίκη, τον συνοικισμό Χαριλάου. Λειτούργησε με την επωνυμία “Τοπικοί Σιδηρόδρομοι Μακεδονίας” μέχρι το 1931 αλλά με την τότε κρίση αναγκάστηκε να διακόψει προσωρινά τη λειτουργία και οριστικά το 1936. Αμέσως μετά άρχισε η αποξίλωση των γραμμών και η διασπορά των ατμομηχανών και βαγονιών σε άλλα στενά δίκτυα. Η μόνη ατμομηχανή του δικτύου Αλμωπίας που έχει απομείνει φαίνεται ότι βρίσκεται σήμερα στο Σιδηροδρομικό Μουσείο Αθηνών. Έτσι έκλεισε άδοξα μια ιστορική περίοδος για την περιοχή μέσα στη λήθη και την γενική αδιαφορία.
Άρθρο του Νικηφόρου Σιβένα
This entry was posted in Non classé by Nikiforos Sivenas. Bookmark the permalink.
tastv.gr