Τρίτη 11 Μαρτίου 2025

Η σύμβαση 717 και το δυστύχημα των Τεμπών



Η υπόθεση της σύμβασης 717/14 αποτελεί ένα από τα πλέον χαρακτηριστικά σκάνδαλα κακοδιαχείρισης δημοσίων έργων στην Ελλάδα, με τραγικές συνέπειες για την ασφάλεια των σιδηροδρομικών μεταφορών.

του ΠΕΤΡΟΥ ΚΟΥΣΟΥΛΟΥ
ereportaz.gr

Σύμφωνα με το κατηγορητήριο, οι εμπλεκόμενοι υπάλληλοι και στελέχη της ΕΡΓΟΣΕ ΑΕ προχώρησαν σε παράνομες παρατάσεις της σύμβασης, αλλοιώνοντας την πραγματική εικόνα της προόδου του έργου και επιτρέποντας την καταβολή κονδυλίων χωρίς ουσιαστικό αντίκρισμα.


Οι καθυστερήσεις αυτές οδήγησαν στη μη λειτουργία κρίσιμων συστημάτων ασφαλείας, γεγονός που αποδείχθηκε μοιραίο, καθώς συνδέεται άμεσα με το σιδηροδρομικό δυστύχημα που ακολούθησε. Η σύμβαση 717/14 είχε ως αντικείμενο την ανάταξη και αναβάθμιση του συστήματος σηματοδότησης και τηλεδιοίκησης στον σιδηροδρομικό άξονα Αθήνα – Θεσσαλονίκη – Προμαχώνας. Υπεγράφη το 2014, με αρχική προθεσμία ολοκλήρωσης 24 μηνών, δηλαδή έως τον Σεπτέμβριο του 2016.

Ωστόσο, το έργο ουδέποτε ολοκληρώθηκε στο συμφωνηθέν χρονοδιάγραμμα, ενώ οι παρατάσεις που δόθηκαν εκτείνονταν μέχρι και το 2023, χωρίς ποτέ να τεθεί πλήρως σε λειτουργία. Το πιο ανησυχητικό στοιχείο είναι ότι αυτές οι παρατάσεις δεν ήταν αποτέλεσμα αντικειμενικών δυσκολιών, αλλά δόθηκαν μέσω ψευδών βεβαιώσεων και κατασκευασμένων δικαιολογιών που υπέβαλαν οι υπεύθυνοι της ΕΡΓΟΣΕ προκειμένου να συνεχιστεί η χρηματοδότηση και να αποφευχθεί η κήρυξη του αναδόχου ως έκπτωτου.

Σύμφωνα με το κατηγορητήριο, η ΕΡΓΟΣΕ ενέκρινε παρατάσεις επικαλούμενη προσχηματικές καθυστερήσεις, όπως η μη παράδοση χώρων από τον ΟΣΕ, ενώ στην πραγματικότητα το έργο δεν προχωρούσε λόγω της αδυναμίας του αναδόχου να υποβάλει τις απαιτούμενες μελέτες και να εκτελέσει τις συμβατικές υποχρεώσεις του. Επιπλέον αποκαλύφθηκε ότι ο ανάδοχος διαχώρισε αυθαίρετα το έργο σε δύο τμήματα και ανέθεσε μέρος του σε εταιρεία που δεν διέθετε την απαραίτητη εξειδίκευση, γεγονός που συνιστούσε σαφή παραβίαση της σύμβασης.

Παράλληλα, οι υπεύθυνοι της ΕΡΓΟΣΕ δεν επέβαλαν τις ποινικές ρήτρες που προέβλεπε η σύμβαση για τις καθυστερήσεις, επιτρέποντας στον ανάδοχο να συνεχίζει να λαμβάνει πληρωμές παρά τις σοβαρές αποκλίσεις από το χρονοδιάγραμμα. Οι υπεύθυνοι της ΕΡΓΟΣΕ δεν περιορίστηκαν μόνο στη συγκάλυψη των καθυστερήσεων, αλλά φαίνεται πως διαδραμάτισαν ενεργό ρόλο στην παράνομη επέκταση του έργου. Με διαδοχικές αποφάσεις του Διοικητικού Συμβουλίου ενέκριναν νέες παρατάσεις με ψευδή επιχειρήματα, τα οποία διαβίβαζαν στις διαχειριστικές αρχές για να εξασφαλίσουν τη συνέχιση της χρηματοδότησης.

Σημαντικό στοιχείο είναι ότι αυτές οι παρατάσεις συνδέονταν με αυξημένες οικονομικές απαιτήσεις του αναδόχου, ο οποίος έλαβε πρόσθετες πληρωμές για αναθεωρήσεις τιμών και εργασίες που είτε καθυστερούσαν σκόπιμα είτε δεν είχαν εκτελεστεί σωστά.
Το γεγονός αυτό δημιουργεί σοβαρές υπόνοιες για εσκεμμένη κακοδιαχείριση με πιθανές οικονομικές σκοπιμότητες.

Οι κατηγορούμενοι αντιμετωπίζουν βαριές κατηγορίες, μεταξύ των οποίων η διατάραξη της ασφάλειας των συγκοινωνιών, η απιστία, η ψευδής βεβαίωση και η παράβαση καθήκοντος. Η διατάραξη της ασφάλειας των συγκοινωνιών αποτελεί το πιο σοβαρό αδίκημα, καθώς το κατηγορητήριο συνδέει τις καθυστερήσεις της σύμβασης 717/14 με τη μη λειτουργία των συστημάτων ασφαλείας στον σιδηρόδρομο, γεγονός που είχε τραγικές συνέπειες.

Η κατηγορία της απιστίας αφορά τη ζημία που υπέστη το Δημόσιο από την παράνομη διαχείριση των κονδυλίων, ενώ η ψευδής βεβαίωση σχετίζεται με τις παραποιημένες εκθέσεις προόδου του έργου που χρησιμοποιήθηκαν για τη λήψη παρατάσεων. Η σημασία της υπόθεσης ξεπερνά τη συγκεκριμένη δίκη, καθώς αναδεικνύει δομικά προβλήματα στη διαχείριση των δημοσίων έργων στην Ελλάδα. Το μοντέλο των συνεχών παρατάσεων, της μη εφαρμογής συμβατικών ρητρών και της ατιμωρησίας των υπευθύνων δημιουργεί έναν φαύλο κύκλο που επηρεάζει κρίσιμες υποδομές της χώρας. Το τραγικό σιδηροδρομικό δυστύχημα κατέστησε σαφές ότι η αδράνεια και η ατιμωρησία δεν είναι απλώς ζητήματα οικονομικής διαχείρισης, αλλά αφορούν την ίδια την ανθρώπινη ζωή.

Η Δικαιοσύνη καλείται πλέον να αποφασίσει αν θα αποδοθούν πραγματικές ευθύνες ή αν η υπόθεση θα ακολουθήσει το γνώριμο μοτίβο της συγκάλυψης και της ατιμωρησίας. Η αποκάλυψη του εύρους της διαφθοράς και της αδιαφορίας για τη δημόσια ασφάλεια δημιουργεί την ανάγκη για βαθιές μεταρρυθμίσεις στη διαχείριση των δημοσίων έργων, ώστε να αποτραπούν παρόμοιες καταστάσεις στο μέλλον. Η δίκη που θα ακολουθήσει δεν αφορά μόνο τους κατηγορουμένους, αλλά αποτελεί δοκιμασία για το κράτος δικαίου και την ικανότητα της πολιτείας να προασπίσει το δημόσιο συμφέρον και την ασφάλεια των πολιτών της.