Έτρεξε να χωθεί στο βαγόνι του τρένου. Μόλις που πρόλαβε. Της έφυγε ένας αναστεναγμός, καθώς βρήκε και κάθισε. Ενιωθε μια κούραση… Ακόμη και η ίδια η τσάντα της, αυτή που έπαιρνε κάθε μέρα στη δουλειά, ήταν πολύ βαριά απόψε.
Αρχοντία Κάτσουρα
Γύρω της κόσμος πολύς. Αν και όλα έμοιαζαν ίδια, κάτι φαινόταν να έχει αλλάξει. Ηταν οι μέρες. Η χρονιά τελείωνε και όλοι με τον έναν ή τον άλλο τρόπο είχαν μπει στο πνεύμα των γιορτών. Tο κρύο, η κίνηση στους δρόμους, οι τσάντες με τα ψώνια –κάποιες φώναζαν από μακριά ότι περιείχαν δώρα–, κάτι κουβέντες που έπιανε αριστερά και δεξιά. «Θα είναι πολύ ωραία εκεί. Καλά να περάσεις» ή «Δεν έχουμε ακόμη αποφασίσει αν θα πάμε στο χωριό, μπορεί να έχει πολύ κρύο». Tέτοια, που όλο και πιο συχνά ακούγονται τις τελευταίες ημέρες του Δεκέμβρη.
Σφίχτηκε μέσα στο χοντρό μπουφάν της, ανέβασε ώς τα αυτιά το κασκόλ της. Είχε τόσο κρύο εκείνο το βράδυ, τα παράθυρα του ηλεκτρικού ήταν ανοιχτά – η πανδημία δεν άφηνε περιθώρια πολλά. Και αφέθηκε να παρατηρεί έξω από το παράθυρο.
Σκοτεινοί δρόμοι και φωτισμένα παράθυρα. Αστικές γειτονιές και παλιά νεοκλασικά, εγκαταλειμμένα εργοστάσια και παλιές δισκογραφικές εταιρείες. Ημιβιομηχανικές περιοχές τόσο κοντά στο κέντρο της πόλης και γήπεδα ποδοσφαίρου. Πόσο γνωστά ήταν όλα αυτά… Κάποια με τα χρόνια άλλαζαν, άλλα παρέμεναν ίδια, απαράλλακτα.
Μερικές φορές νόμιζε ότι όλη η ζωή της ήταν μια διαδρομή με τον ηλεκτρικό αρχικά, Κηφισιά-Ομόνοια-Πειραιάς και οι ενδιάμεσοι σταθμοί. Κι ύστερα με το μετρό: Μοναστηράκι-Σύνταγμα-Κατεχάκη, ή Αττική-Δάφνη-Ελληνικό. Ή ένας συνδυασμός όλων. Σταθμοί, πλατφόρμες, άνθρωποι που μπαίνουν και βγαίνουν στα βαγόνια, άγνωστοι μεταξύ αγνώστων, που ίσως κάποια στιγμή ανταλλάξουν μια φιλική ή μια όχι και τόσο ευγενική κουβέντα.
Πάντα ονειρευόταν ένα μεγάλο ταξίδι με τρένο, αλλά τις χειμωνιάτικες μέρες αυτό το λαχταρούσε πιο πολύ. Οπως το καλοκαίρι θεωρούσε αδιανόητο να μην μπει σε πλοίο για να βρεθεί σε ένα νησί.
Της φαινόταν πολύ οικείο το τρένο, όσες φορές ταξίδεψε αλλού, προσπάθησε να κάνει έστω μια διαδρομή με σιδηρόδρομο. Το νανουριστικό τουκ-τουκ της διαδρομής, τα μεγάλα παράθυρα που σε αφήνουν να δεις το περιβάλλον. Αν τη ρωτούσες, θυμόταν από κάθε ταξίδι ένα περιστατικό μέσα σε τρένο ή μετρό: το κάθισμα που έχασε ενώ ήταν κατάκοπη και φορτωμένη με βαλίτσες στο Λονδίνο, όταν από την πολλή ευγένεια με έναν άλλο συνταξιδιώτη, τελικά κάθισε κάποιος άλλος.
Ή στις Βρυξέλλες, που παραλίγο να χάσει τον σταθμό της, γιατί δεν καταλάβαινε λέξη από τον τρόπο εκφοράς των γαλλικών της υπαλλήλου που έλεγχε τα εισιτήρια. Αλλά και πόσο είχε συγκινηθεί όταν είδε για πρώτη φορά τον σταθμό του τρένου στη Χαλκίδα, δίπλα στη θάλασσα. Σε τι ηλικία; Ισως και έξι ετών. Εκείνο το πέτρινο κτίριο, με τα κεραμίδια και τις σιδερένιες ταμπέλες στην καθαρεύουσα, όπως όλοι οι παλιοί σταθμοί του ελληνικού δικτύου.
Τις σκέψεις της έκοψε ένας πλανόδιος μουσικός που έπαιζε στο ακορντεόν ένα γαλλικό τραγούδι. Τις γιορτές αυξάνονταν οι μουσικοί στο τρένο, μαζί με όλους τους άλλους που απαιτούσαν λίγη από την προσοχή των επιβατών και «μια μικρή βοήθεια». Ούτε αυτό άλλαζε με τα χρόνια. Οι καρδιές των ανθρώπων άνοιγαν λίγο παραπάνω και όλο και κάποιος κάτι έδινε. Είτε από τύψη είτε από πραγματική μεγαθυμία.
Φτάνοντας στο τέλος της διαδρομής, ένα ρίγος έτρεξε στην πλάτη της. Το κρύο ήταν τσουχτερό, ήταν αργά και είχε βγει μόνη της στον σταθμό. Το μόνο φως στους δρόμους ήταν από τους στύλους της ΔΕΗ και από τα λαμπάκια που είχε τυλίξει ο δήμος γύρω από τα δέντρα. Δυο στενά πιο πέρα την περίμενε το αυτοκίνητό της για να την πάει σπίτι.
Μέχρι να ζεσταθεί η μηχανή και να ξεθολώσουν τα τζάμια, έβαλε να παίξει ένα cd που πήρε τυχαία από τη θήκη. Και ω του θαύματος, ήταν το «Τρένο» του Σιγκέρου Ουμεμπαγιάσι.
efsyn.gr
sidirodromikanea.blogspot.com