Παρασκευή 5 Ιουνίου 2020

Το τρένο στην Πάτρα και το ελληνικό πολιτικό «χόμπι» της κολακείας ακροατηρίων.


Της Γιώτας Κοντογεωργοπούλου

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ξεκινάει από πολύ παλιά, από την εποχή που άρχισαν να χτίζονται καριέρες πολιτικών και συνδικαλιστών στη χώρα, με υλικά κατεδάφισης κάθε ειλικρίνειας και συνέπειας μεταξύ λόγων και έργων.
Ήταν η εποχή που τα μεγάλα λόγια αποκτούσαν τη δύναμη του κομήτη και καταναλώνονταν με βουλιμία από τους πολίτες που ήταν έτοιμοι να πιστέψουν οτιδήποτε μεταφραζόταν σε ευκολία μέσω της παροχής μιας υπόσχεσης που πλησίαζε σε αυτό που είχαμε φανταστεί στον ονειρικό κόσμο του «όλα θα γίνουν».

ΚΑΠΟΥ ΕΚΕΙ στο «όλα θα γίνουν», πολιτικών και συνδικαλιστών μεταφορέων έργων στις καλένδες, οικοδομήθηκε και η σύγχρονη ιστορία της περιοχής της Αχαΐας, νομού που διέθετε το προνόμιο να έχει γεννήσει πολιτικούς πρώτης γραμμής, πρωθυπουργούς, προέδρους, βουλευτές και πολλούς παρατρεχάμενους. Οι τελευταίοι μάλιστα μεσουράνησαν και κάποιοι εξακολουθούν να μεσουρανούν στο στερέωμα του νταραβεριτζή ενδιάμεσου, αυτού που μπορεί να τάξει εις το όνομα του υψηλού του φίλου, από διορισμό, έως κατασκευή λιμανιού στα ορεινά Καλάβρυτα.

ΤΟ ΨΕΜΑ στην πολιτική έγινε δεύτερη φύση. Ο ψηφοφόρος δεν έπρεπε σε καμία περίπτωση να δυσαρεστηθεί, η αλήθεια άλλωστε δεν ωφέλησε ποτέ κανένα πολιτευόμενο, μιας και η αλήθεια περί του πρακτικώς αδύνατου, άρχισε να «μεταφράζεται» από το εθισμένο στην αερολογία εκλογικό σώμα ως ανικανότητα. Δίπλα σε όποιον κατέθετε ειλικρινή και τεκμηριωμένο λόγο, βρισκόταν ο καμπόσος που όλα τα μπορεί. Δίπλα σε κάθε προσπάθεια ουσιαστικής ενημέρωσης του πολίτη για το τι μπορεί να γίνει και τι όχι, βρισκόταν ο «θα» της εποχής του, έτοιμος να βγάλει το μαγικό ραβδί, να το χτυπήσει πάνω στην επιπολαιότητα και να οδηγήσει τα πλήθη στην κάλπη. Και μέχρι εκεί.

ΔΙΠΛΑ ΤΟΥ ορδές συνδικαλιστών, επαγγελματιών κουμανταδόρων που αντάλλασσαν με την πολιτική φασόλια εντός μεγάλων τσουβαλιών, ως «πλάτη» ο ένας του άλλου.

Η κολακεία ακροατηρίων έγινε κάτι σαν εθνικό σύμβολο που θα μπορούσε άριστα, αν γινόταν γλυπτό, να στηθεί δίπλα στον Παρθενώνα. 

ΜΕ ΤΟΝ ΚΑΙΡΟ, αυτή η κατάσταση έγινε ένα σχεδόν συνομολογημένο παιχνίδι εξουσίας. Κάθε κυβέρνηση έταζε το αδύνατο εν γνώση της, διαβεβαίωνε για την επίσπευση ή ολοκλήρωση έργων που ήξερε ότι ποτέ δεν θα γίνουν με τον τρόπο που θα έταζε, κέρδιζε χρόνο και στη συνέχεια τα έστελνε στις καλένδες για να τα παραλάβει η επόμενη. 

Η ΕΠΟΜΕΝΗ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗ με τη χαρακτηριστική φράση «παραλάβαμε αέρα» (σε παλιότερες εποχές «καμένη γη»), δήλωνε ότι όλα πρέπει να αρχίσουν από την αρχή, ότι τα περιθώρια να κινηθεί είναι πολύ λίγα εξαιτίας του χρόνου που σπατάλησαν οι προηγούμενοι και έναν περίπου χρόνο ή κάτι μήνες πριν από τις εκλογές ανακάλυπτε τη μηχανή της επίσπευσης, έβγαζε από το σάκο του Άη Βασίλη τα χρονοδιαγράμματα και τα ανέμιζε σε μπαλκόνια, καφενεία και τηλεοπτικές εκπομπές. 

ΑΝ ΣΥΝΕΒΑΙΝΕ να έχουμε επανεκλογή της ίδιας κυβέρνησης, τότε γινόμασταν μάρτυρες του- σε κοινή θέα- αλληλοφαγώματος του τέως και του νυν υπουργού, με τον νυν να κατηγορεί τον τέως για την εξέλιξη του ζητήματος και τους όλους χειρισμούς του προκαλώντας εσωκομματικούς κραδασμούς, λίγο πριν βγουν για δείπνο στο Κολωνάκι με τις συζύγους τους. 

ΣΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ και οι κατά τόπους φορείς. Η πολιτική παρωδία είναι μίμηση πράξεως σπουδαίας και τελείας. Αν η κυβέρνηση οφείλει να υλοποιεί, οι φορείς οφείλουν να διεκδικούν. Δεν έχει σημασία αν αυτό που διεκδικούν μπορεί π.χ. να μοιάζει με αίτημα ανάβασης τροφίμου γηροκομείου στα Ιμαλάϊα. Σημασία έχει να κατατεθεί η πρόταση. Να γίνει διαγωνισμός αγωνιστικών προθέσεων και αντήχησης ντουντούκας. Άλλωστε, ποιος πληρώνει για να διεκδικεί το αδύνατο; Τσάμπα είναι η διαδικασία. 

ΚΑΠΩΣ ΕΤΣΙ, καταλήξαμε να γίνουμε μια χώρα ονειρώξεων, μια περιοχή υστερήσεων, ένας νομός με έργα- γεφύρια της Άρτας τα οποία μετεωρίζονται ημιθανή επί δεκαετίες και μαζί τους μετεωρίζεται και η ανάπτυξη, ως λέξη -κουκούτσι στο στόμα κάθε πολιτικού και κάθε πολιτικάντη που θέλει κάτι να υποσχεθεί.

ΚΑΝΕΙΣ ΔΕΝ ΚΟΙΤΑΞΕ στα μάτια τον πολίτη και αν κάποιος τόλμησε να το κάνει και να του πει τα πράγματα ως έχουν, κατέληξε αποδιοπομπαίος, ως ύποπτος ή άσχετος με το αντικείμενο. Ο ίδιος πολίτης που απαιτεί αλήθειες είναι αυτός που ρίχνει πρώτος τη λίθο σε όποιον κάνει το λάθος να του τις πει.

Και ας λέει ότι οι πολιτικοί τον εμπαίζουν. Τον έχει κάνει φύση του και αυτός τον εμπαιγμό. Τον έχει αποδεχθεί, τον έχει επικυρώσει.

ΚΑΙ ΈΠΕΙΤΑ ΕΡΧΕΤΑΙ ο προβληματισμός του κάθε πολιτευόμενου, του κάθε φορέα… «Γιατί να είμαι αυτός που θα πει την αλήθεια, αφού θα την πληρώσω;». Στον αγώνα κι εγώ. Στη διεκδίκηση του αδύνατου. Τόσους σταρ συντήρησε αυτή η διαδικασία. 

ΕΤΣΙ ΑΚΡΙΒΩΣ ΣΥΜΒΑΙΝΕΙ και με την υπόθεση τρένο στην Πάτρα. Ζούμε εδώ και χρόνια το ακατάληπτο πινγκ πονγκ κυβερνήσεων και φορέων πάνω από τις ράγες που εξαιρούν την Πάτρα εν έτει 2020, την ώρα που το τρένο είναι βασικό μέσο μεταφοράς σε όλες τις χώρες του σύγχρονου κόσμου. Οι μεν ρίχνουν το μπαλάκι στους δε και έπειτα το παραλαμβάνουν οι ντόπιοι και το επιστρέφουν ξανά πίσω σε ένα αδιέξοδο παιχνίδι με τον κίνδυνο να πέσει κάτω το μπαλάκι και να χαθεί. Και περνάει ο καιρός, με την περιοχή καταδικασμένη στο σημειωτόν των ονειρώξεων, στο διεκδικητικό πλαίσιο ανέφικτων λύσεων, στους μονολόγους των κυβερνώντων και των τοπικών φορέων που ανταλλάσσουν με τους πολίτες ευχολόγια και έπειτα καταλήγουν στα τάματα… 

ΚΑΙ ΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΠΕΡΝΑΝΕ και θα περάσουν και άλλα τόσα και το τρένο θα σφυρίζει αλλού ενώ εμείς ακόμη θα διαβουλευόμαστε και θα ξιφουλκούμε σχεδιάζοντας ένα τρένο που θα περνάει- γιατί όχι;- έξω από το σπίτι μας και θα μας παραλαμβάνει, δίχως όμως να το βλέπουμε ή να το ακούμε να σφυρίζει. 


Ο ΣΥΓΚΟΙΝΩΛΙΟΛΟΓΟΣ ΝΙΚΟΣ ΜΗΛΙΩΝΗΣ ήταν ένας από τους ανθρώπους που δεν κολάκευαν ακροατήρια. Ο λόγος είναι προφανής. Ήταν επιστήμονας, όχι πολιτικός. Θα κλείσω με μια τοποθέτησή του στις «7 Μέρες» η οποία είχε γίνει λίγες μέρες πριν φύγει από τη ζωή, τον περασμένο Οκτώβριο, για όσους τυχόν θέλουν να ακούσουν την πικρή αλήθεια.

«Ο ΣΙΔΗΡΟΔΡΟΜΙΚΟΣ ΑΞΟΝΑΣ Κορίνθου – Πάτρας είναι το πιο κραυγαλέο παράδειγμα υπερ-διαστασιολογημένου έργου τα τελευταία χρόνια στη χώρα» σημείωνε ο Νίκος Μηλιώνης. «Κατασκευάστηκε με προδιαγραφές που αντιστοιχούν σε πολλαπλάσια τάξη διακίνησης από αυτήν που λογικά μπορούμε να περιμένουμε (μια μονή γραμμή με σύγχρονο σύστημα διαχείρισης κυκλοφορίας μπορεί να εξυπηρετήσει πάνω από 100 διελεύσεις το 24ωρο). Δεν χρειαζόταν καν διπλή γραμμή. Έχει στοιχίσει ήδη 1 δις. ευρώ, πολύ περισσότερα από όσο θα μπορούσε αν γινόταν μια ρεαλιστική σχεδίαση. Στοίχισε ακόμα περισσότερο γιατί η ΕΡΓΟΣΕ ήταν πρόθυμη να ικανοποιήσει κάθε λογική και παράλογη απαίτηση των οικισμών από όπου περνούσε το τρένο. Και ακόμα εκκρεμεί η διέλευση της Πάτρας και η σύνδεση με το νέο λιμάνι».

«ΘΑ ΠΡΕΠΕΙ σε κάθε περίπτωση- το έργο της σύνδεσης του νέου λιμανιού να ολοκληρωθεί» συνέχιζε ο έμπειρος συγκοινωνιολόγος. «Θα ολοκληρωθεί με τους πόρους που θα είναι διαθέσιμοι. Οι φαντασιώσεις θα πάνε στον κάλαθο. Οποίος θεωρεί ότι μπορεί, ή ότι έχει το δικαίωμα να διακόψει τη συνέχεια του δικτύου γιατί τον ενοχλεί το τρένο όπως περνάει από την «αυλή» του, χάνει την ουσία: το ζητούμενο για την πόλη μας πρέπει να είναι να διασφαλιστεί η ένταξη του σιδηροδρομικού διαδρόμου στο αστικό περιβάλλον, η ανάδειξή του σε στοιχείο συνέχειας και όχι σε τομή και στοιχείο διαχωρισμού. Να δοθούν τα χρήματα – όσα περισσότερα μπορούμε να διεκδικήσουμε – σε αστικές αναπλάσεις κατά μήκος της γραμμής και όχι σε σκάμματα και μπετά για να το κρύψουμε.

Να δούμε λίγο παραπέρα. Σε όλη την Ευρώπη – τον παράδεισο των τρένων – τα δίκτυα εντάσσονται στις πόλεις με πρακτικούς και φτηνούς τρόπους, για να τις εξυπηρετούν. Αυτό είναι το τρένο: εξυπηρέτηση και όχι όχληση.

Οι Πατρινοί περιμένουν να τους δοθεί η δυνατότητα να ταξιδέψουν άνετα, οικονομικά και με ασφάλεια σε 2 ώρες στην Αθήνα. Είναι κρίμα η άγνοια, ο λαϊκισμός ή η ευθυνοφοβία των υπευθύνων να τους στερούν για τόσα χρόνια αυτή τη δυνατότητα» κατέληγε ο Νίκος Μηλιώνης, που... στην Ελλάδα ζούσε κι αυτός και είχε ακούσει πολλά για αυτά που έλεγε.


Από την στήλη "Η ΠΡΟΚΑ" από την εφημερίδα "7 Μέρες Ενημέρωση"

dete.gr