Σάββατο 11 Απριλίου 2020

Η άνθιση του Σιδηροδρόμου στη Β. Ελλάδα και η πτώση του.












Ο σταθμός της Δράμας θεωρείτο η ναυαρχίδα των σιδηροδρομικών σταθμών της Jonction. Κατασκευάστηκε το 1895 και οι εγκαταστάσεις του περιλάμβαναν αποθήκες, μηχανοστάσιο, περιστροφική πλάκα, υδατόπυργο και διάφορα άλλα κτίσματα, τα οποία διασώζονται μέχρι σήμερα στην αρχική τους μορφή.
Στα τέλη του 19ου αιώνα επεκτείνεται το σιδηροδρομικό δίκτυο από τη Θεσσαλονίκη προς Ανατολική Μακεδονία και Θράκη. Ο Σιδηροδρομικός Σταθμός Δράμας εγκαινιάζεται το 1896. Αργότερα με την βουλγαρική κατοχή περνά στα χέρια των βουλγάρων οι οποίοι και τον παραδίδουν στο Ελληνικό κράτος το 1944 σε κακή κατάσταση. Ο σιδηρόδρομος τα χρόνια που ακολουθούν αποτελεί σημαντικό μέσω μεταφοράς ανθρώπων και εμπορευμάτων. Ζει εποχές μεγάλης άνθισης, αλλά δεν αργεί η φθίνουσα πορεία του, για να φτάσει στις αρχές του 21ου αιώνα ολοκληρώνοντας τον κύκλο ζωής του. Σήμερα ο Σιδηροδρομικός σταθμός της Δράμας έχει υποβαθμιστεί λόγω της συρρίκνωσης των δρομολογίων του ΟΣΕ. Ο σταθμός της Δράμας θεωρείτο η ναυαρχίδα των σιδηροδρομικών σταθμών της Jonction. Κατασκευάστηκε το 1895 και οι εγκαταστάσεις του περιλάμβαναν αποθήκες, μηχανοστάσιο, περιστροφική πλάκα, υδατόπυργο και διάφορα άλλα κτίσματα, τα οποία διασώζονται μέχρι σήμερα στην αρχική τους μορφή. Στο κτίριο των επιβατών προστέθηκε επί πλέον όροφος στις αρχές της δεκαετίας του ΄50. Στο νομό Δράμας υπάρχουν οι σταθμοί Φωτολίβους, Αδριανής, Νικηφόρου, Πλατανιάς και Παρανεστίου, ενώ ακολουθούν αυτοί που οριοθετούν κατά κάποιο τρόπο τη περίφημη κοιλάδα του Νέστου. Η αρχιτεκτονική τους κατασκευή, η γραμμολογία αλλά και οι εγκαταστάσεις τους ήταν ολόιδιες ώστε να θεωρούνται δίδυμοι σταθμοί. Διέθεταν αποθήκες εμπορευμάτων, υδατόπυργους και περιστροφικές πλάκες. Οι σταθμός όπως και οι περισσότεροι που κατασκευάστηκαν στα τέλη του 19ου αιώνα στη Βόρεια Ελλάδα, είναι εναρμονισμένοι με την επικρατούσα τάση της αρχιτεκτονικής στην Ευρώπη σύμφωνα με την αισθητική των γάλλων αρχιτεκτόνων. Τα περισσότερα κτίρια είναι χαρακτηριστικά δείγματα νεοκλασσικισμού με τοπικές επιμειξίες, βασισμένα σε πρώιμη βιομηχανική αρχιτεκτονική. Όλες οι εγκαταστάσεις σώζονται μέχρι σήμερα στην αρχική τους μορφή αν και κάποιοι δεν βρίσκονται πλέον σε πολύ καλή κατάσταση λόγω της αχρηστίας τους. Κάποιοι μισογκρεμισμένοι τοίχοι, θυμίζουν στους παλιούς πως κάποτε εδώ ήταν το κέντρο ζωής της περιοχής, αφού το πέρασμα του τρένου έδινε την ευκαιρία για επικοινωνία όχι μόνο με τα γειτονικά χωριά αλλά και με την πρωτεύουσα την Δράμα. Ούτε αυτοκίνητα, ούτε κατάλληλοι δρόμοι, παρά μόνο τα ζώα και τα κάρα, κυκλοφορούσαν με αποτέλεσμα το τρένο να θεωρείται το πολυτελέστερο μέσο μεταφοράς. Εξάλλου, δια του τρένου μεταφέρονταν και η αλληλογραφία του ταχυδρομείου. Με το που στάθμευε το τρένο, ο ταχυδρόμος μοίραζε τα γράμματα στους ήδη συγκεντρωμένους κατοίκους. Το τρένο ήταν για πολλές δεκαετίες το μοναδικό μέσω μεταφοράς ανθρώπων και εμπορευμάτων στην Ελλάδα και το εξωτερικό. Σταδιακά με την εξέλιξη της τεχνολογίας άρχισε να δίνει τη θέση του σε ποιο σύγχρονα μέσα μεταφοράς μέχρι τελικά να απαξιωθεί και να συρρικνωθεί.

Η εξέλιξη του Σιδηροδρόμου στη Βόρεια Ελλάδα

Η πρώτη κατασκευή σιδηροδρομικής γραμμής στα κατεχόμενα από την οθωμανική αυτοκρατορία εδάφη, που στη συνέχεια περιήλθαν στην Ελλάδα, άρχισε το 1871 με τη στρώση της γραμμής Θεσσαλονίκης- Σκοπίων, μήκους 243 χλμ. Η γραμμή ολοκληρώθηκε το 1873. Ένα χρόνο αργότερα δόθηκε στην εκμετάλλευση και η διακλάδωση της γραμμής Κωνσταντινούπολης=Σεράμπεϋ-Μπέλοβα, από Κούλελι-Μπουργκάζ προς το Δεδέ-αγάτς (Αλεξανδρούπολη). Η χρηματοδότηση των έργων κατασκευής εξασφαλίστηκε από την εταιρία που ίδρυσε ο Βαρόνος Maurice de Hirsch, τραπεζίτης με διεθνείς διασυνδέσεις στους οικονομικούς και πολιτικούς κύκλους της εποχής. Το μεγαλύτερο σιδηροδρομικό δίκτυο στη Μακεδονία, στα τέλη του 19ου αιώνα κατασκευάστηκε από την εταιρεία Ενωτικός Θεσσαλονίκης-Κωνσταντινούπολης (Jonction Salonique - Constantinople) στην όποια συμμετείχαν η Οθωμανική Αυτοκρατορική Τράπεζα (Banque Imperiale Ottomane) και διάφοροι βελγικοί και γαλλικοί οίκοι. Η κατασκευή και εκμετάλλευση του δικτύου, ανετέθη με σύμβαση που επεγράφη εκ μέρους της εταιρείας από το γάλλο τραπεζίτη Rene Baudouy (Κωνσταντινούπολη 10.9.1892). Το 1896 η εταιρεία εγκαινίασε τη γραμμή, συνδέοντας έτσι τη Θεσσαλονίκη με το Δεδεάγατς (Αλεξανδρούπολη) και κατεπέκταση με την Κωνσταντινούπολη. Η επίσημη εξαγορά από το ελληνικό δημόσιο των δικτύων που περιήλθαν στην κατοχή του, μετά την απελευθέρωση του βορειοελλαδικού χώρου, πραγματοποιήθηκε ως το 1925. Στα 1926 παγιώνεται νέα σιδηροδρομική πολιτική με το σχεδιασμό νέων σιδηροδρομικών γραμμών μεταξύ των οποίων η γραμμή Θεσσαλονίκης - Μυρρίνης, μέσω των νοτίων ακτών των λιμνών Αγίου Βασιλείου και Βόλβης, για τη μείωση του χρόνου διαδρομής προς την Αλεξανδρούπολη. Τα πρώτα έργα της γραμμής άρχισαν το 1937 με την ολοκλήρωση κατασκευής του τμήματος Αμφίπολης - Μυρρίνης μήκους 26 χλμ. και άλλων τεχνικών έργων, για να διακοπούν λόγω του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Η απελευθέρωση το 1944 βρήκε τους σιδηροδρόμους κατεστραμμένους. Το βάρος της εκ βάθρων ανοικοδόμησης, που σε πρώτο στάδιο τελείωσε το 1949, έπεσε στους ώμους των σιδηροδρομικών.

Επαναφορά των σιδηροδρομικών συρμών της Δράμας, από τα κατοχικά Βουλγαρικά χέρια, στα Ελληνικά

Μετά την απελευθέρωση της Δράμας από τα Βουλγαρικά στρατεύματα κατοχής στις 15 Σεπτεμβρίου του 1944 και την οριστική απομάκρυνση των Βουλγάρων από την πόλη της Δράμας τέλη Οκτωβρίου ξεκίνησε η παράδοση των διαφόρων υπηρεσιών και οργανισμών από τις Βουλγαρικές αρχές στις Ελληνικές. Η διαδικασία αυτή δεν ήταν καθόλου εύκολη. Οι Βούλγαροι φεύγοντας από τη Δράμα πήραν μαζί του όσα περισσότερα πράγματα μπορούσαν, από αντικείμενα έως έγγραφα και πολύτιμα κειμήλια. Ανάλογη είναι και η ιστορία παράδοσης των Ελληνικών σιδηροδρόμων (Σ.Ε.Κ.) την οποία και πληροφορούμαστε από τον πρώην σιδηροδρομικό υπάλληλο Ιωάννη Πάσιο ο οποίος υπηρετούσε επί σειρά ετών στους Σιδηροδρόμους Σ.Ι.Α.Σ.Ε και Σ.Ε.Κ. και σε μηχανοστάσια Θεσσαλονίκης, Δράμας, Αλεξανδρούπολης: Όπως αναφέρει στην έκθεση του ο Ιωάννης Πάσιος: «Εις τας 2 Οκτωβρίου 1944, ώραν 8.30 μμ αφίχθημεν εις την αιματοβαμμένην Δράμα, εγώ ο Ιωάννης Πάσιος, ο κ. Χαράλ. Νομίδης, ο κ. Νικόλαος Αραπάκης και ο κ. Διονύσιος Στογιάννου. Την επομένην 3 Οκτωβρίου ώραν 9.30 πμ παρουσιάσθην μόνος εις τον Βούλγαρον Αρχιμηχανικόν έλξεως Βλαδίμηρον Ποπώφ και εζήτησα παρ’αυτού την παράδοσιν των 14 ατμαμαξών και όλου του υλικού του ευρισκόμενου εις το μηχανοστάσιον Δράμας. Η απάντησις του Βουλγάρου Αρχιμηχανικού ήτο ότι το πτωχόν Κράτος του έχει να παίρνη πολλά εκτομμύρια από τους Γερμανούς και ως εκ τούτου θα τα στείλη εις την Βουλγαρίαν. Τότε εγώ τον παρακάλεσα, η μόνη ελπίδα της υπηρεσίας και του Κράτους είναι το μηχανοστάσιον Δράμας, διότι όλα τα άλλα μηχανοστάσια κατεστράφησαν και να λάβει υπ’όψιν του ότι η Ελλάδα εσφάγη, επείνασε, εκλάπη, εβομβαρδίση και πολλά κακά υπέστη. Σας παρακαλώ να μου παραχωρήσετε αυτά που υπάρχουν άθικτα». Στη συνέχεια ζήτησε να επισκεφθεί και να επιθεωρήσει το μηχανοστάσιο. Ο Βουλγαρος μηχανοστασιάρχης Σιτζήεφ του φέρθηκε ευγενικά. Βγαίνοντας όμως από το μηχανοστάσιο και προχωρώντας προς το «κανάλι» είδε να επισκευάζουν την ελληνική ατμάμαξα 837 κ.β. και να ξεμοντάρουν τους άξονες και τους τρόχους της εφοδιοφόρου. Τότε με οργή λέγει στον μηχανοστασιάρχη: «Τί είδος επισκευάς κάμνετε; Να τα σύρετε και αυτά εις την Βουλγαρίαν δεν θα σας επιτρέψω από αυτήν την στιγμήν να αφαιρεθή και να χαθή ουδέν είδος. Τότε γύρισε και με είδε στραβά... Τι με βλέπεις στραβά, δεν ήλθα να ζητήσω ελεημοσύνην με το πινάκιον. Εγώ δεν θέλω τα ιδικά σας είδη. Ζητώ είδη της πατρίδος μου. Είμαι σταλμένος από την Ελληνική Πατρίδα και από την Κυβέρνησιν του Καΐρου». Το απόγευμα της ίδιας μέρας η ομάδα των σιδηροδρομικών επισκέφθηκε τον στρατηγό Ράντεφ. (Ο Ράντεφ ήταν υπαρχηγός των βουλγάρων Παρτιζάνων και εκπρόσωπος της νέας βουλγαρικής κυβέρνησης του «Πατριωτικού Μετώπου» στην περιοχή μας). Του ζήτησαν την παραχώρηση των Σιδηροδρόμων. Τους απάντησε ότι περιμένει σχετική διαταγή «των αρμοδίων». Στη συνέχεια αναφέρει ότι: «Είς τας 4 του αυτού μηνός ώρα 10 πμ και πάλιν παρουσιασθήκαμεν εις τον Στρατηγόν Ράντεφ, ο οποίος μας επληροφόρησεν ότι θα μας παραδώση το υλικόν εις αρίστην κατάστασιν και την γραμμήν εις πληρην λειτουργίαν. Την 23 Οκτωβρίου ώρα 4.30 απογευματινή ανεχώρησε και η τελευταία αμαξοστοιχία (για την Βουλγαρία) και η πόλις της Δράμας ανέπνευσε τον ελεύθερον αέρα της. Την 24ην παρουσιασθήκαμεν εις το νεοσύστατον Ελληνικόν Κυβερνείον με κυβερνήτην τον συνταγματάρχην κ. Πρόκον. Ελάβομεν την πρώτην διαταγήν να καταρτίσωμεν προσωπικόν προς εκμετάλλευσιν των Ελληνικών Σιδηροδρόμων των εγκαταλειφθέντων υπό των Βουλγάρων. Κατηρτίσαμεν το πρσωπικόν αποτελούμενον από τους κυρίους Χαράλαμπον Νομίδην, εμέ, τον κ. Λεωνίδα Λογοθετίδην γενικόν λογιστήν, και τον κ Κακαρέλην της συντηρήσεως... Μετ’ολίγας ημέρας διωρίσθη ως διευθυντής του παραρτήματος Δράμας ο κ. Σοφιανίδης της Ε.Ο. Αλεξανδρουπόλεως των Σ.Ε.Κ.»

Η Έκθεση - η οποία έχει πολλά ακόμη στοιχεία (μερικά τελείως προσωπικά) - συντάχτηκε στις Σέρρες την 16η Οκτωβρίου 1948. Δυστυχώς δεν διασώζεται το διαβιβαστικό και η πρώτη σελίδα της. Επομένως είναι άγνωστος ο υπηρεσιακός παραλήπτης της. Ωστόσο, από σχετικό έγγραφο με αριθ. Πρωτ. 203025, Αθήναι τη 15η Φεβρουαρίου 1949, που υπογράφει ο αρχιμηχανικός έλξεως και υλικού Αλέξανδρος Λουμπιέ, εικάζεται ότι παραλήπτης της έκθεσης ήταν η Γενική Διεύθυνση (Δ.Υ.), Τμήμα Προσωπικού, (Σιδηρόδρομος Ελληνικού Κράτους με έδρα την Αθήνα).

Η έκθεση συνοδευόταν και με το εξής χαρακτηριστικό έγγραφο:

ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΗ ΔΙΟΙΚΗΣΙΣ - ΕΠΙΤΕΛΕΙΟΝ ΓΡΑΦΕΙΟΝ ΙΥ

Αριθμ. Πρωτ. (Δυσανάγνωστος)

ΓΕΝΙΚΗ ΔΙΑΤΑΓΗ

«Έχων υπ΄ όψιν τας υποβληθείσας ημίν εκθέσεις των προϊσταμένων των Σ.Ε.Κ. εν τη περιοχή της Στρ. Διοικήσεως και προσωπικήν αντίληψιν του πραγματοποιηθέντος έργου

ΕΚΦΡΑΖΩ

Την απόλυτον ευαρέσκειάν μου και της Κυβερνήσεως προς άπαντας τους υπαλλήλους και το προσωπικόν γενικώς των Σ.Ε.Κ. της Περιοχής μου, (Σερρών - Δράμας - Ξάνθης - Κομοτηνής) διότι διαπνεόμενοι από ευγενή αισθήματα και χαρακτηριστικήν ευσυνειδησίαν καθήκοντος κατόρθωσαν να θέσουν εις λειτουργίαν τους συρμούς των Σ.Ε.Κ. εντός απιστεύτου βραχέος χρονικού διαστήματος παρά την γλισχρότητα των μέσων και την αντιξοότητα των περιστάσεων.

Εν Δράμα τη 21 Νοεμβρίου 1944

Ο ΣΤΡΑΤ(ΙΩΤΙΚΟΣ) ΔΙΟΙΚΗΤΗΣ

ΠΡΟΚΟΣ ΣΤΕΦ(ΑΝΟΣ)

Συνταγματάρχης Πυροβολικού»

Πηγή: psithiri.gr