Κυριακή 15 Μαρτίου 2020

Πως ταξιδεύει κανείς εις τον μακάριο τόπον μας.

Σε πρόσφατες διακοπές μου στο Κρυονέρι, η καλή φίλη Ρίτσα Παπαδήμα μου έδειχνε ένα μεγάλο κτήμα γεμάτο από πορτοκαλιές, όταν ξαφνικά πέσαμε μέσα στα χορτάρια σε μια παλιά ξεχασμένη σιδηροδρομική γραμμή. 


Ήταν μια αναπάντεχη γνωριμία με τη γραμμή «Β.Δ.Ε.» που τόσες αναμνήσεις ξυπνά στους παλιούς κατοίκους της περιοχής. Αφορμή σήμερα να γνωρίσουμε, όλοι εμείς, τι σήμαινε εκείνα τα χρόνια ένα τέτοιο ταξίδι...
«Είναι γνωστόν –και εξηκριβωμένον εκ πείρας- ότι για να ταξιδεύση κανείς στην Ελλάδα, πρέπει να διαθέτη πολλά προσόντα, μεταξύ των οποίων, πρώτα-πρώτα, αποφασιστικότητα, παρατολμίαν, αντοχήν, ρώμην, αναίδειαν, και να έχη υποστεί και εξοικειωθή με όλας τας κακουχίας και τας στερήσεις, να έχη λάβει αρκετά μετάλλια εις διαφόρους αθλητικούς αγώνας, παιδιόθεν ασκούμενος εις το άλμα, άρσιν βαρών, πάλην, για να μπορέση να ανθέξη λόγου χάριν εις τας περιπετείας ενός ταξιδίου από το Μεσολόγγι ως τας Αθήνας.
Όταν λοιπόν την 5 και ¼ επεβιβάσθην του τραίνου Β.Δ.Ε. (βορειοδυτικώς της Ελλάδος), το οποίον είχε φθάσει από Αγρινίου εις Μεσολόγγιον με καθυστέρησιν ημισείας ημέρας... επειδή καθ΄οδόν είχε συμβή εν φρικιαστικόν δυστύχημα, δηλαδή είχε διαμελίσει μίαν αγελάδα... το κουδούνι του Σταθμού εσήμαινε επί ημίωρον εισιτήρια. Δεκάκις μέχρι τέλους εσήμανεν αναχώρησιν, αλλά και δεκάκις είχεν αναχαιτίσει την ατμήρη ορμητικότητά του της ατμομηχανής.

Χάρις εις κάποιον χωρικόν εκ του χωρίου Μούσουρα, που μόλις είχε παραγγείλει καφέ και δεν ήτο ακόμη έτοιμος μέχρις δύσεως του ηλίου, εφάγαμε ημίσειαν ακόμη ώραν αναμένοντες υπ΄ατμόν τον άνθρωπον, ο οποίος επειγόμενος να αναχωρήση ταχέως επίσης εις Ευηνοχώριον, ετεντώθη εν τω μεταξύ επί τεσσάρων καθισμάτων προχείρως... και εκάπνιζε το σιγαρέττο του εναλλάσσων εισπνοάς καπνού, φυσήματα, ροφήματα γλυκύ βραστού και αποχρέμψεις των αναπνευστικών του οργάνων κατά ισόχρονα κανονικά διαστήματα εις το υπόστεγον.

Όταν ο άνθρωπος του Θεού ετελείωσεν αισίως, ο σαλπιγκτής εκκινήσεως, μετά του μηχανικού και του κωδωνοκρούστου είχον στρωθή εις ένα παλαιόν λογαριασμόν μετά του πλανοδίου κουλουρτζή, ο οποίος ήτο σπουδαίος επίσης, ως φαίνεται, και ατελείωτος όσον η δημιουργία του κόσμου.

Επί τέλους όμως εξεκινήσαμε, χωρίς καμμίαν ευτυχώς μεγαλυτέραν καθυστέρησιν... ως συμβαίνει τακτικά εις όλους τους ελληνικούς σιδηροδρόμους, και χωρίς άλλην τινά πρόχειρον ειδοποίησιν της σάλπιγγος, του κώδωνος ή του συνθήματος τινός των εντεταλμένων, αν και, ως εκ τούτου, οι ημίσεις των επιβατών ηναγκάσθησαν να έλθουν πεζή, ημίσειαν ώραν προ του τραίνου, εις Κρυονέριον, όσοι είχον κατέβη εν τω μεταξύ εις τον κεντρικόν Σταθμόν διά διαφόρους απασχολήσεις...

***
Συν Θεώ τους επροφθάσαμε και ημείς εις τον ακραίον αυτόν Σταθμόν το αλίμενον εκείνο »κέρατον» -όπως λέγεται –έναντιο της Πελοποννήσου, όπου το εκτελούν την συγκοινωνίαν του κόλπου μονόξυλον... «Αθηνά» μας εφόρτωσε διά Πάτρας μετ΄άλλων ζώων... Εισιτήρια Α΄θέσεως δραχ. 85 –πηδάλιον! Β΄θέσις επί της αιχμής της κεραίας, κοινώς παπαφίγγος... Γ΄μεταξύ των γλουτών των αγελάδων και εις τας εξωτερικάς εκ κανάβης κλίμακας... Ηλεκτροφωτισμός άπλετος –άνευ λαμπτήρων...

Όταν ετελείωσαν τα σιγάρα μου, εδανείσθην ένα «στριφτό» από τον καμαρώτον, άνθρωπον εξησκημένον, ως εφαίνετο , εις το λαθρεμπόριον, και ο οποίος, αν δεν σφάλλω, ωμοίαζε καταπληκτικώς με τον πλοίαρχον και προς αυτόν ο πλοίαρχος. Εξετέλει δε ευόρκως απάσας τας υπηρεσίας του πλοίου μόνος και επί τε του καταστρώματος και εις το κύτος.

Διότι στο βαπόρι το σανίδι αυτό χωρίς μηχανήν και πηδάλιον, δεν υπήρχε τίποτε άλλο, ως εξηκρίβωσα κατά τον μακρόν αυτόν πλουν του κόλπου, παρά ο μοναδικός υποχρεωτικώτατος αυτός άνθρωπος, και οι συνεπιβάται μου μετά των λοιπών άλλων ζώων, που οδηγούντο μεθ΄ημάν εις την αυτήν θέσιν, με το αυτό εισιτήριον και διά τον αυτόν προορισμόν...
***
Αλλά εις τας Πάτρας εις ανακούφισιν όλων αυτών των χριστιανικών περιπετειών και ενοχλήσεων θα παίρναμε το καλύτερο βαπόρι της γραμμής. Πρώτον διότι το κάρρον «Πελοποννησιακός Σιδηρόδρομος είχεν αναχωρήσει εκείθεν προ πολλού, προ της ιδικής μας αφίξεως, δεύτερον διότι θα έπρεπε να έχουμε κάποια μικρή ανάπαυση στο νυκτερινό αυτό ταξίδι μας τουλάχιστον.

Έτσι έγινε. Ο λεμβούχος που με απεβίβασεν από το θαλάσσιον του τέρας «Αθηνά», ο τελωνοφύλαξ που μου ανεδίφησε τας αποσκευάς και οι λοιποί λόγιοι της παραλίας και των τελωνειακών αποθηκών, προς τους οποίους απηυθύνθην δι΄αξιοπίστους πληροφορίας, με διεβεβαίωσαν, επί λόγω τιμής,,, ότι δεν υπήρχε βαπόρι με περισσότερα κομφόρ από τη «Βικτώρια».

Εν τω μεταξύ επειδή το συρρεύσαν τούτο πλήθος των αριστοκρατών από στιγμής εις στιγμήν ηύξανε και καθίστατο επικίνδυνον, και ενοχλητικόν, ανεζήτησα έναν αστυφύλακα τουλάχιστον, της εκεί Αστυνομίας, να με μεταφέρη στο βαπόρι εκ του ασφαλούς...

Ως συμβαίνει συνήθως και εις κρισίμους περιστάσεις τοιαύτας, δεν υπήρχε κανείς αστυνομικός. Απεφάσισα λοιπόν, εν απελπισία ευρισκόμενος να πλησιάσω τη «Βικτώρια» μεταχειριζόμενος χείρας και πόδας ως επιχειρήματα. Καθ΄οδόν συνήντησα τυχαίως και ένα αρχιφύλακα. Ο άνθρωπος αυτός με εξέλαβε για Εγγλέζο, ως φαίνεται, και χωρίς να προσέξη και να ακούση την γλώσσαν εις την οποίαν απηυθύνθην προς αυτόν –ως συμβαίνει πάντοτε με το σύστημα αυτό της αγγλοπρεπούς αστυνομίας- μου απήντησε με ένα ακατανόητον «ΝΟ» και μου εγύρισε τα νώ...τα του! Απελπισθείς εν συνεχεία από ολόκληρον την πόλιν των Πατρών επεβιβάσθην επί τέλους εις την «Βικτώρια».
***
Όταν επέβην του πλοίου τίποτε εκεί μέσα δεν ήτο κενόν, εκτός από μίαν κουτσήν καρέκλαν. Άνθρωποι και βαλίτσες είχαν απαρτίσει μίαν περίεργον σαλάταν εις όλας τας θέσεις και τα διαμερίσματα, τας γεφύρας και το κατάστρωμα. Το πλοίον εν τούτοις εξηκολούθει να περιμένη εις τον λιμένα. Οι πράκτορες εξηκολούθουν επίσης να κόβουν εισιτήρια.
-Για πού παρακαλώ; Δεν υπάρχει άλλη θέσις από διακεκριμένην, ορίστε!

Και ο κόσμος ανεχώρει έφιππος επί του καταστρώματος επί ιδικής του ή ξένης αποσκευής, ενός μπαούλου, κάσσας ή βαλίτσας... Όλα είχον απωλεσθή εκεί μέσα, το αίσθημα της ασφάλειας, το αίσθημα της λεπτότητος, της ευγένειας και της τιμής... Κανείς δεν έλεγε παρντόν σε μια κυρία ή δεσποινίδα, όσον δήποτε σοβαρόν και αν ήτο το αμάρτημα.

Τέλος πάντων απέκτησα, κατόπιν μεγάλων προσπαθειών, αναιδείας και προκαταβολικού εις τον Α΄καμαρώτον φιλοδωρήματος την κουτσήν εκείνην καρέκλα, επί της οποίας εκάθησα, εκοιμήθην όλην την νύκτα, και δεν την εγκατέλειψα παρά κατά τα εξημερώματα, ότε αφυπνίσθην με ένα πόνον εις τα νεφρά... Είχα αρπάξει τετραπλή πνευμονία...

Δίπλα μου είχα, εις την αυτήν κατάστασιν και ένα ποιητήν, που καθ΄όλην την διαδρομήν ημέραν και νύκτα παραμιλούσε ή απήγγελλε σοννάτα! Ανεκάλυψα εν τω μεταξύ κάποιον βοηθόν καμαρώτον μεταξύ δύο μπόγων. Τον ανέσυρα με κόπον και κατόρθωσα να τον πείσω να μου χύση λίγο νερό να πλυθώ εις το μόνον διαθέσιμον ουρητήριον...

Όταν εφθάσαμε εις τον Πειραιά ήμουν πλέον αναίσθητος. Με απεβίβασαν εις την ξηράν και με ενεταφίασαν ήδη εδώ μετά πολλών τιμών... από όπου σας γράφω. Εύχομαι ταχείαν ανάστασιν νεκρών για να βγώ να σας τα πω και προφορικώς, Εν τω μεταξύ ουδέποτε θα επιτρέψω εις το φάντασμά μου να επιστρέψη διά των ιδίων μέσων εις Μεσολόγγιον».
(»Ακρόπολις»,, 1930, «Χ».)

Θωμάς Σιταράς, Αθηναιογράφος-Συγγραφέας FB: Σιταράς Θωμάς

protothema.gr