Κυριακή 16 Ιουνίου 2019

Λαθρεπιβάτης στο τρένο της ζωής.

Λαθρεπιβάτης στο τρένο της ζωής. Εγώ, εσύ, ο καθένας μας.


Λαθρεπιβάτης, άκουγα και έλεγα ότι είναι κάτι κακό, κάποιος που δεν πλήρωσε το εισιτήριο είναι βλάκας, πόσο κάνει ένα εισιτήριο κύριε; Γιατί δεν συμμορφώνεσαι με τους κανόνες; Είσαι έξυπνος εσύ και εγώ ο βλάκας που πληρώνει;
Και στο κάτω κάτω, δεν σκέφτεσαι την ντροπή που θα νιώσεις άμα σε πιάσουν; Να σου κόβουν πρόστιμο και να σου φωνάζουν μπροστά σε ολόκληρο τρένο, λεωφορείο ;

Με αυτό το σκεπτικό έφτασα μια μέρα στον σταθμό των τρένων, χωρίς κάποιο λόγο, δεν ήξερα τι με είχε ωθήσει. Ψέματα, ήξερα. Η ζωή που δεν ζούσα μου την έδινε τόσο άσχημα, η υπέρβαση έμοιαζε η λύση, λύση για λίγη ζωή, μια δόση ζωής όπως μια δόση καφέ, να «στανιάρεις», να πάρεις τα πάνω σου.

Κατευθύνθηκα στα εκδοτήρια και πίσω από το γκισέ βρισκόταν μια απίστευτα όμορφη κοπέλα, σήκωσε το βλέμμα της και χαμογέλασε με ένα χαμόγελο που της το είχε τσακίσει η ρουτίνα, η καθημερινότητα που δεν σε αφήνει να σηκώσεις κεφάλι, καμιά φορά ξεχνάς πως είναι να χαμογελάς. «Το τρένο με το όνομα ‘Τρένο της ζωής’ θα αναχωρήσει εντός 5 λεπτών, επιβιβαστείτε παρακαλώ» ακούστηκε από τα μεγάφωνα και κάποιοι έτρεξαν σαν τρελοί να προλάβουν μια θέση σε κάποιο άδειο βαγονέτο. Ένας σταθμός τρένων χωρίς στέγη, σε ένα μικρό χωριό όπου περνούσε μόνο ένα τρένο, μόνο αυτό. Η κοπέλα με κοίταξε «Δεν έχουν μείνει εισιτήρια για αυτό το τρένο, τα πρόλαβαν κάτι τρελοί. Καμιά φορά μπαίνει κανένας Λαθρεπιβάτης, δύσκολο βέβαια, θέλει κότσια»

Χαμογέλασα κάπως θλιμμένα, απομακρύνθηκα και στάθηκα μπροστά από τα βαγονέτα, μέσα ο κόσμος στις ωραίες του θέσεις, θέσεις για το τρένο της ζωής, τρένο που σε λίγα λεπτά θα έχανα. Δεν είχα αποσκευές. Δεν είχα τίποτα να με επιβαρύνει τρομερά. Μόνο ένα σακίδιο. Ένα πορτοφόλι με κάτι ψιλά, μια ταυτότητα, το «Θεός Και Κράτος« του Μπακούνιν και τον «Επόπτη» του Πασχαλίδη. Το τρένο ξεκίνησε. Σκέφτηκα τους στίχους του Παυλίδη : Αφού λοιπόν ξεχάστηκα και πέρασε σαν τρένο η ζωή από μπροστά μου με τα βλέφαρα κλεισμένα, θα κάτσω λίγο ακόμα εδώ να περιμένω, απόψε ίσως δε λείψω σε κανέναν…

Πήδηξα κάτω και άρχισα να το κυνηγάω, τα πόδια μου πήγαιναν μόνα τους, δεν τα όριζα και ούτε προσπάθησα να τα συγκρατήσω. Στο τελευταίο βαγόνι υπήρχε πόρτα και ένα κάγκελο να πιαστείς να ανέβεις. Λίγο ακόμα, μερικά μέτρα, μετά θα ανέπτυσσε τόσο μεγάλη ταχύτητα που θα χανόταν για πάντα. Ένα άλμα, η τελευταία ευκαιρία, η παλάμη μου γραπώνει το κάγκελο, βάζω το ένα πόδι πάνω, βάζω και το άλλο. Ανοίγω την πόρτα, κάθομαι ανακούρκουδα και παρατηρούσα τους υπόλοιπους. Λαθρεπιβάτης λοιπόν.

Γύρω μου άνθρωποι με κοτσίδες, απεριποίητα μαλλιά αλλά και ξυρισμένα. Πολύχρωμα ρούχα αλλά και μαύρα. Κάποιοι διάβαζαν Κατερίνα Γώγου και άλλοι άκουγαν δυνατά μουσική. Σκέφτηκα την υπάλληλο στο γκισέ : «Καμιά φορά μπαίνει κανένας Λαθρεπιβάτης, δύσκολο βέβαια, θέλει κότσια». Βρήκα τα κότσια λοιπόν. Γύρισε ένας και με κοίταξε, ηλικιωμένος ήταν. «Πόσο θα κάτσεις;» ψέλλισε. Του απάντησα με στίχους που ήξερα.

«Δεν ξέρω πόσο θα μείνω… Μπορεί τρεις μήνες… Μπορεί μια μέρα ακόμα… Μπορεί για πάντα…
Δεν έχω εισιτήριο, καλέ μου, στο τρένο της ζωής… Λαθρεπιβάτης είμαι… Δεν το κατάλαβες;»


Θανάσης Τσιώλης
maxmag.gr