Στο παλιό μηχανοστάσιο της Ροτόντας στον Πειραιά, στεγάζεται πλέον το Εθνικό Σιδηροδρομικό Μουσείο.
Ο σιδηρόδρομος στην Ελλάδα έχει συνδεθεί άμεσα με την πορεία του σύγχρονου κράτους. Αποτέλεσε ένα μέσο ανάπτυξης και ήταν ο φορέας της φλόγας της εκβιομηχάνισης και οικονομικής άνθισης που είχε ανάγκη η χώρα τον 19ο αιώνα. Ο σιδηρόδρομος για όλα τα ανεπτυγμένα κράτη του δυτικού κόσμου αποτελεί την ραχοκοκαλιά της οικονομίας και του εμπορίου, όντας το σημαντικότερο χερσαίο μέσο μεταφοράς με πολλές δυνατότητες κι οφέλη. Το μεγάλο όραμα του Χαριλάου Τρικούπη, μεγάλο μέρος του οποίου – ευτυχώς – κατάφερε να υλοποιηθεί ήταν μεταξύ άλλων και η σιδηροδρομική σύνδεση του Πειραιά και της πρωτεύουσας με την επαρχία.
Η σιδηροδρομική κληρονομιά παραμένει ζωντανή. Στις 29 Μαΐου 2019, πραγματοποιήθηκαν τα εγκαίνια του νέου Σιδηροδρομικού Μουσείου του ΟΣΕ στο μηχανοστάσιο του Πειραιά και συγκεκριμένα, στο διατηρητέο και ιστορικό κτίριο, γνωστό ως «Ροτόντα», κατασκευασμένο το 1905. Το νέο Σιδηροδρομικό Μουσείο, το οποίο – ουσιαστικά – μετεγκαταστάθηκε από τα Σεπόλια, λόγω των έργων υπογειοποίησης της σιδηροδρομικής γραμμής, φιλοξενεί την… ιστορία του ελληνικού σιδηροδρόμου.
Η ιστορία του Μηχανοστασίου Πειραιά (Μ.ΠΡ.) ξεκινάει το 1886, λίγα μόλις χρόνια μετά την εκκίνηση των έργων της πρώτης εθνικής γραμμής των Σιδηροδρόμων Πειραιώς-Αθηνών- Πελοποννήσου (ΣΠΑΠ). Στο σημείο όπου οι δύο γραμμές των Συνόρων και της Πελοποννήσου διαχωρίζονται, κατασκευάστηκε ένα από τα μεγαλύτερα συμπλέγματα υποστήριξης του δικτύου, σε μία έκταση 106 στρεμμάτων.
Το σύμπλεγμα χωρίζονταν σε δύο ανεξάρτητα συγκροτήματα, τα οποία ανήκαν στις δύο διαφορετικές εταιρείες σιδηροδρόμων, ΣΠΑΠ και ΣΕΚ (Σιδηρόδρομοι Ελληνικού Κράτους). Η πρώτη φάση της κατασκευής του συμπλέγματος χρονολογείται από το 1886 έως το 1912. Περιλάμβανε το μηχανοστάσιο ημικυκλικής κάτοψης -γνωστό και ως Ροτόντα- με την περιστροφική πλάκα, το κύριο συγκρότημα επισκευών, το καμινευτήριο, το χυτήριο, το σύμπλεγμα των κτιρίων που στέγαζε εργασίες επισκευής οχημάτων, το λεβητοποιείο και την κατοικία του επιστάτη.
Μεταπολεμικά συντελέστηκαν πολλές αλλαγές λόγω των μεγάλων βομβαρδισμών του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου αλλά και τον εκσυγχρονισμό του τροχαίου υλικού. Σταδιακά, οι εγκαταστάσεις επεκτάθηκαν και αναβαθμίστηκαν. Όλες οι φάσεις κατασκευής, από το 1886 έως τις τελευταίες της δεκαετίας του 1960, παραμένουν διακριτές.
Το 1971 με τη δημιουργία του ΟΣΕ και τη συγχώνευση των δύο εταιρειών, το σύμπλεγμα χωρίστηκε διοικητικά σε δύο τμήματα:
-το Μηχανοστάσιο, το οποίο περιλαμβάνει τους χώρους συντήρησης και συγκρότησης συρμών των πρώην ΣΠΑΠ και
-το Κεντρικό Εργοστάσιο Πειραιά, που περιλαμβάνει τους χώρους επισκευών των πρώην ΣΕΚ και ΣΠΑΠ.
Μετά από 120 χρόνια λειτουργίας, το συγκρότημα των κτιρίων που εξυπηρετούσε της ανάγκες των τ. ΣΠΑΠ με την πολυπληθή εργατική δύναμη, έκλεισε το καλοκαίρι του 2005.
Στην περίοδο ακμής του το συγκρότημα απασχολούσε πάνω από 350 ανθρώπους, δυναμικό που κάλυπτε όλες τις δραστηριότητες της σιδηροδρομικής εκμετάλλευσης: κυκλοφορία, συντήρηση και διοικητική υποστήριξη. Μηχανοδηγοί, θερμαστές, λεβητοποιοί, τεχνίτες, εφαρμοστές, ηλεκτρολόγοι, μηχανικοί, λαδάδες, χυτευτές, συνέθεταν μία καλοκουρδισμένη μηχανή που δούλευε αφανώς για την ασφαλή και αξιόπιστη μεταφορά ανθρώπων και αγαθών.
Δεν ήταν δε λίγες οι φορές, που οι περιορισμένοι πόροι και η τεχνολογική υστέρηση σε σχέση με τη σιδηροδρομική Εσπερία, οδήγησαν τους ανθρώπους του Μ.ΠΡ. σε ευρεσιτεχνίες που ακόμα και σήμερα παρουσιάζουν ιδιαίτερο τεχνικό ενδιαφέρον.
Η Ροτόντα και η περιστροφική πλάκα
Το κτίριο της Ροτόντας σχεδιάστηκε τον Ιανουάριο του 1912 για τη στέγαση των κινητήριων μονάδων των τ. ΣΠΑΠ/ΣΕΚ. Αποτελεί μια σπάνια για τα ελληνικά δεδομένα, νεοκλασική κατασκευή ιδιαίτερου αρχιτεκτονικού κάλλους και διαθέτει 12 εισόδους/τροχιές, γνωστές ως μπούκες, οι οποίες εκτείνονται εντός του. Κατά τη λειτουργία της, η Ροτόντα χρησιμοποιούνταν για την εναπόθεση, επιθεώρηση και προετοιμασία των κινητηρίων μονάδων καθώς και για τον υποδαπέδιο έλεγχο εξαρτημάτων πλαισίου και φορείων, μέσω των λάκκων επιθεώρησης.
Η αρχική μηχανοκίνητη περιστροφική πλάκα, διαμέτρου 13,60 μέτρων κατασκευάστηκε μαζί με τη Ροτόντα. Στα τέλη της δεκαετίας του 30, με την παραλαβή μεγαλύτερων ατμαμαξών, διευρύνθηκε στα 20 μέτρα παίρνοντας τη μορφή στην οποία διατηρείται σήμερα.
Μετά το κλείσιμο του Μηχανοστασίου Πειραιά το 2005, οι εγκαταστάσεις του παραδόθηκαν στη λήθη για πάνω από μια δεκαετία. Οι ήχοι των μηχανών σταμάτησαν, οι φωνές των εργατών σιώπησαν και το συγκρότημα βουβό αφέθηκε στη φθορά του χρόνου.
Το 2018, με αφορμή την ανάγκη μεταστέγασης του υπάρχοντος σιδηροδρομικού μουσείου Αθηνών, η αποκατάσταση και επανάχρηση του Μ.ΠΡ. ήρθε στο προσκήνιο. Το Φθινόπωρο της ίδιας χρονιάς το κτίριο της Ροτόντας επιλέχθηκε για την στέγαση του σιδηροδρομικού μουσείου.
Η ιστορική και αρχιτεκτονική του αξία, τα τεχνικά του χαρακτηριστικά, το μέγεθος αλλά και η συνάφεια της ιστορικής του χρήσης με το αντικείμενο του μουσείου, καθιστούν το κτίριο ως την ιδανικότερη επιλογή για τη συγκεκριμένη μουσειακή χρήση.
Με την αρωγή επιστημονικής ομάδας του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου και του Συλλόγου Φίλων Σιδηροδρόμου, καταρτίστηκε πλάνο ανάσχεσης της φθοράς του συγκροτήματος από τον ΟΣΕ και προωθήθηκαν τα πρώτα σωστικά έργα.
Αυτά περιλάμβαναν κυρίως μη επεμβατικές εργασίες, επισκευές, καθαρισμούς, την ενίσχυση της ασφάλειας του συγκροτήματος και την αποκατάσταση του προαυλίου χώρου. Την ολοκλήρωση των έργων, διαδέχθηκε η ασφαλής μεταφορά και τοποθέτηση του μουσειακού υλικού του υφιστάμενου Σιδηροδρομικού Μουσείου Αθηνών στις εγκαταστάσεις του Μ.ΠΡ.
Μέσα σε λίγους μήνες, το αποτέλεσμα αυτής της προσπάθειας καρποφόρησε. Το Μ.ΠΡ. διατηρώντας το σύνολο της υλικής και άυλης ιστορικής, αρχιτεκτονικής και τεχνολογικής του κληρονομιάς, υποδέχθηκε την πλούσια συλλογή του Σιδηροδρομικού Μουσείου Αθηνών. Το πρώτο βήμα για την υλοποίηση του Εθνικού Σιδηροδρομικού Μουσείου έχει ήδη συντελεστεί.
Η μετεγκατάσταση του Σιδηροδρομικού Μουσείου Αθηνών σε έναν χώρο συνυφασμένο με την ιστορία του σιδηροδρόμου στην Ελλάδα, αποτελεί το πρώτο βήμα ενός μακρόπνοου σχεδιασμού ανάδειξης και εκμετάλλευσης του σιδηροδρομικού πλούτου της χώρας, σύμφωνα με τον ΟΣΕ.
Αυτό το πρώτο στάδιο περιλαμβάνει την επανέκθεση της ιστορικής μουσειακής συλλογής του παλαιού Σιδηροδρομικού Μουσείου Αθηνών.
Επιλεγμένο τροχαίο υλικό από διάφορα δίκτυα της χώρας, βιομηχανικός και τεχνικός εξοπλισμός καθώς και τμήματα του πλούσιου ιστορικού αρχείου των ελληνικών σιδηροδρόμων, καθίστανται εκ νέου επισκέψιμα στο Μηχανοστάσιο Πειραιά το οποίο ξυπνά έτσι από την πολυετή λήθη του για να στεγάσει ξανά μία σιδηροδρομική λειτουργία. Η δημιουργία πλέον ενός «Εθνικού Μουσείου Σιδηροδρόμων» θέτει σε κίνηση όλες τις διεργασίες για την συνακόλουθη ανάδειξη μικρότερων ανάλογων χώρων στην υπόλοιπη Ελλάδα. Σιδηροδρομικά Μουσεία, Σιδηροδρομικά Πάρκα αλλά και ένα πλήθος μικρών εκθετηρίων που υπάρχουν ανά την χώρα σε ενεργούς ή μη σιδηροδρομικούς Σταθμούς του ΟΣΕ, θα διασυνδεθούν οργανικά με το νέο κεντρικό μουσείο.
Η διασύνδεση αυτή θα ολοκληρωθεί λαμβάνοντας και χωρικό χαρακτήρα μέσω της ανάδειξης ιστορικών σιδηροδρομικών διαδρομών ιδιαιτέρου κάλλους: Στα στενά του Νέστου και στο ορεινό πέρασμα του Μπράλου, στο Τρένο του Πηλίου και στον Οδοντωτό Σιδηρόδρομο, στην ορεινή Σιδηροδρομική Γραμμή της Πελοποννήσου, το αφήγημα των μουσειακών χώρων λαμβάνει πνοή και νόημα μέσα από το βίωμα διαδρομών που αποτελούν πλέον σύνθετα έργα του ανθρώπου και της φύσης.
thetoc.gr