Κυριακή 14 Απριλίου 2019

Ιστορικές αναφορές. Ο ξεριζωμός και το τραίνο της φυγής.

...Φτάσαμε στην Κωστάντζας. Μόλις αποβι­βαστήκαμε, αναζητήσαμε την εκεί ελληνική πρεσβεία. Παρόλο που ήταν πολύ πρωί, ο πρέσβης μας καλοδέχτηκε. Μας φίλεψε ό,τι του βρέθηκε εκείνη την ώρα κι εμείς φάγαμε σαν να ήμασταν νηστικοί για χρόνια. Στη συ­νέχεια του διηγηθήκαμε τις περιπέτειές μας μέχρι να φτάσουμε.
Μας ρώτησε πόσα χρή­ματα μας είχαν απομείνει και τότε συνειδητο­ποιήσαμε σε πόσο αξιοθρήνητη κατάσταση βρισκόμασταν. Δεν μας είχαν απομείνει παρά ελάχιστες τουρκικές λίρες και λίγα κοσμήμα­τα, εκτός από τις εικόνες, που δεν μπορού­σαμε να διανοηθούμε να τις αποχωριστούμε. Ο Έλληνας πρέσβης προσφέρθηκε να μας εξασφαλίσει τα σιδηροδρομικά εισιτήρια μέ­χρι τη Θεσσαλονίκη. Από ευγνωμοσύνη ο πατέρας μου θέλησε να του δώσει τα λιγο­στά κοσμήματά μας, αλλά εκείνος αντέδρα­σε.

– Όχι, αγαπητέ μου Γεώργιε. Αυτά θα τα κρατήσεις για την οικογένειά σου. Μην ξε­χνάς ότι στην Ελλάδα που θα πας, θα σου χρειαστούν.

Έπειτα από λίγες μέρες, αφού περιμένα­με άσκοπα τους θείους μου, αποφάσισαν οι μεγάλοι να αναχωρή­σουμε. Πριν φύγουμε, ο πατέρας μου παρακάλεσε τον πρέσβη να τους έχει υπ’ όψιν του και να τους στείλει στη Θεσσαλονί­κη, αν τους ανταμώσει πουθενά. Ο πρέσβης τον διαβεβαίωσε πως θα έκα­νε ό,τι περνούσε από το χέρι του, όπως άλλωστε το είχε αποδείξει και με εμάς. Έτσι την επόμενη ημέρα ξεκινήσαμε το ταξίδι για την Θεσσα­λονίκη σιδηροδρομικώς. Η διαδρομή ήταν αρκετά ωραία και εμείς τα παιδιά απολαύσα­με αυτό το πρώτο μας ταξίδι με τραίνο. Όμως οι γονείς μου ήταν αφοσιωμένοι στις έγνοιες τους και δεν πολυπρόσεχαν τα τοπία έξω. Στο τέλος του ταξιδιού μας, μας επιφυλασσόταν μια έκπληξη: Μόλις βγήκαμε από το τραίνο, είδαμε να μας περιμένει η αδερφή του παπ­πού, η θεία Ευδοκία. Η καημένη η θεία δεν μας ρώτησε τίποτα για όσους δεν είδε μαζί μας, μη θέλοντας να ξύσει τις ανοιχτές πληγές μας.


Για να διαβάσετε όλη τη ιστορική αφήγηση με τίτλο 
"Ο Πόντος θε να σβήσει όταν ο ήλιος ανατείλει από τη Δύση"
Πατήστε εδώ