...Φτάσαμε στην Κωστάντζας. Μόλις αποβιβαστήκαμε, αναζητήσαμε την εκεί ελληνική πρεσβεία. Παρόλο που ήταν πολύ πρωί, ο πρέσβης μας καλοδέχτηκε. Μας φίλεψε ό,τι του βρέθηκε εκείνη την ώρα κι εμείς φάγαμε σαν να ήμασταν νηστικοί για χρόνια. Στη συνέχεια του διηγηθήκαμε τις περιπέτειές μας μέχρι να φτάσουμε.
Μας ρώτησε πόσα χρήματα μας είχαν απομείνει και τότε συνειδητοποιήσαμε σε πόσο αξιοθρήνητη κατάσταση βρισκόμασταν. Δεν μας είχαν απομείνει παρά ελάχιστες τουρκικές λίρες και λίγα κοσμήματα, εκτός από τις εικόνες, που δεν μπορούσαμε να διανοηθούμε να τις αποχωριστούμε. Ο Έλληνας πρέσβης προσφέρθηκε να μας εξασφαλίσει τα σιδηροδρομικά εισιτήρια μέχρι τη Θεσσαλονίκη. Από ευγνωμοσύνη ο πατέρας μου θέλησε να του δώσει τα λιγοστά κοσμήματά μας, αλλά εκείνος αντέδρασε.
– Όχι, αγαπητέ μου Γεώργιε. Αυτά θα τα κρατήσεις για την οικογένειά σου. Μην ξεχνάς ότι στην Ελλάδα που θα πας, θα σου χρειαστούν.
Έπειτα από λίγες μέρες, αφού περιμέναμε άσκοπα τους θείους μου, αποφάσισαν οι μεγάλοι να αναχωρήσουμε. Πριν φύγουμε, ο πατέρας μου παρακάλεσε τον πρέσβη να τους έχει υπ’ όψιν του και να τους στείλει στη Θεσσαλονίκη, αν τους ανταμώσει πουθενά. Ο πρέσβης τον διαβεβαίωσε πως θα έκανε ό,τι περνούσε από το χέρι του, όπως άλλωστε το είχε αποδείξει και με εμάς. Έτσι την επόμενη ημέρα ξεκινήσαμε το ταξίδι για την Θεσσαλονίκη σιδηροδρομικώς. Η διαδρομή ήταν αρκετά ωραία και εμείς τα παιδιά απολαύσαμε αυτό το πρώτο μας ταξίδι με τραίνο. Όμως οι γονείς μου ήταν αφοσιωμένοι στις έγνοιες τους και δεν πολυπρόσεχαν τα τοπία έξω. Στο τέλος του ταξιδιού μας, μας επιφυλασσόταν μια έκπληξη: Μόλις βγήκαμε από το τραίνο, είδαμε να μας περιμένει η αδερφή του παππού, η θεία Ευδοκία. Η καημένη η θεία δεν μας ρώτησε τίποτα για όσους δεν είδε μαζί μας, μη θέλοντας να ξύσει τις ανοιχτές πληγές μας.
Για να διαβάσετε όλη τη ιστορική αφήγηση με τίτλο
"Ο Πόντος θε να σβήσει όταν ο ήλιος ανατείλει από τη Δύση"
Πατήστε εδώ