Ποτέ δεν θα συνηθίσω να γράφω τη λέξη τρένο με «ε» αντί με «αι», όπως γραφόταν παλιά. Ανήκω σε μια οικογένεια σιδηροδρομικών. Ο λατρεμένος μου πατέρας και ο παππούς μου, ο πατέρας του πατέρα μου, ήταν μηχανοδηγοί.
Τα λατρεύω τα τρένα, τους σιδηροδρομικούς σταθμούς, τα αμέτρητα ταξίδια με τρένο που έχω κάνει και που κανένα ταξίδι δεν μου αρέσει περισσότερο από όσο το ταξίδι με το τρένο! Το σπίτι μας ήταν κοντά στο σιδηροδρομικό σταθμό, ακούγαμε τα σφυρίγματα των τρένων και ποιο τρένο ερχόταν ή έφευγε, αυτοκινητάμαξα, σεμπλόν, πόστα, εμπορικά.
Ο πατέρας μου ταξίδευε συνεχώς. Τον θυμάμαι, μονίμως, με εκείνα τα ταξιδιάρικα μπλε ρούχα, τον μαύρο μπερέ στο κεφάλι, με καντάρια μουτζούρα επάνω του, διότι τότε τα τρένα ήταν οι γνωστοί μουτζούρηδες, πάντα χαμογελαστός, να γυρίζει στο σπίτι από ταξίδι και η μανούλα μου να του λέει «Γαβριήλ, μην αγκαλιάσεις τα παιδιά πριν πλυθείς!», επειδή μετά έπρεπε να κάνουμε όλοι μαζί μπάνιο!
Ταξιδεύαμε αποκλειστικά με τρένο. Όλοι εκείνοι οι αγροί που τρέχανε έξω από το παράθυρο, τα γαλάζια βουνά, ο άσπρος καπνός, το σφύριγμα του τρένου, οι γαλαρίες που περνούσαμε και ξαφνικά γινόταν σκοτάδι και πάλι φως. Οι κλινάμαξες και κυρίως τα «κουπέ», με ποιους θα τύχει να συνταξιδέψεις, εκείνα τα μαγικά κουπέ, που παλιά είχαν εκρού καλύμματα, τα τραπεζάκια, οι μεταλλικές μικρές επιγραφές στο παράθυρο «ΜΗΝ ΚΥΠΤΕΤΕ ΕΞΩ», οι διάδρομοι, έξω από τα κουπέ με τις συρταρωτές πόρτες και παράθυρα να χαζεύεις τη φύση έξω, τα τριαντάφυλλα, τις παπαρούνες, τα ποτάμια, τις πηγές, τα χωριουδάκια σκαρφαλωμένα στα βουνά, απέραντα χωράφια με σιτάρι που χόρευαν στον άνεμο, αγρότες σκυμμένους στη δουλειά, που τις περισσότερες φορές σήκωναν το χέρι και χαιρετούσαν το τρένο, μικρά παιδιά που ξεφωνίζανε, στύλοι, τηλεγραφόξυλα, φωλιές πελαργών, χελιδόνια. Πρέπει να πω ότι ο πελαργός ήταν, δεν ξέρω αν είναι ακόμη, το πουλί, σχεδόν σύμβολο, των σιδηροδρομικών. Είχαμε και στο σπίτι έναν «εκ χειροτεχνίας συναδέλφου», έλεγε ο μπαμπάς και στη μαμά θυμάμαι δεν άρεζε καθόλου!
Περιττό να σας πω ότι τραγούδι της οικογένειάς μας ήταν «Τα τρένα που φύγαν»! Το τραγουδούσε η μαμά μου, που είχε ωραία φωνή. Φυσικά και οι ταινίες με τρένα στην τηλεόραση ήταν ο,τι καλύτερο για τον πατέρα, τον πολυαγαπημένο μου, και η μαμά να λέει «δεν τα χόρτασες τα τρένα, Γαβριήλ;»!
Εδώ θα σας πω ότι μια φορά, όταν ήμουν πολύ μικρή και ο πατέρας μου οδηγούσε το τρένο με το οποίο ταξιδεύαμε, με πήρε για λίγο στη μηχανή μαζί του, παρόλο που απαγορευόταν, και μαγεύτηκα από τις ράγες και τα τρένα και αιχμαλωτίστηκα μια για πάντα!
Τώρα, που είμαι μεγάλη, σκέφτομαι την υπομονή της αναμονής της μητέρας μου σε κάθε του ταξίδι, τα υπέροχα εκείνα μπλε ρούχα, τη χαρά του γυρισμού, το ταίριασμα και την αγάπη τους, που είναι οδηγός στη ζωή μου! Κοιμηθείτε, λατρεμένοι μου, γλυκά.
*Δημοσιεύθηκε στη "ΜτΚ" στις 9/10 Μαρτίου 2019
Μένη Κυριάκογλου
makthes.gr