Γράφει ο Σάββας Ρομπόλης*
Tο κοινωνικο-ασφαλιστικό ζήτημα στην Ελλάδα και οι συσσωρευμένες διαρθρωτικές παθογένειες του κατανοούνται τα τελευταία οκτώ χρόνια (2010-2017) από τους δανειστές, ιδιαίτερα από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ), ως δημοσιονομικό πρόβλημα, εξομοιώνοντας λανθασμένα από επιστημονική και τεχνική άποψη τον μη ανταποδοτικό χαρακτήρα των φόρων με τον ανταποδοτικό χαρακτήρα των ασφαλιστικών εισφορών (οι οποίες θεωρούνται ως οιονεί φόροι). Ως εκ τούτου αντιμετωπίζονται με παρεμβάσεις διαδοχικών δημοσιονομικών περικοπών των κύριων και των επικουρικών συντάξεων, του εφάπαξ και των λοιπών παροχών.
Μάλιστα, επιβεβαίωση αυτής της παρατήρησης αποτελεί η σημερινή (2017) σκληρή πραγματικότητα του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης (ΣΚΑ), των ασφαλισμένων και των συνταξιούχων, οι οποίοι, παρά τις δώδεκα μειώσεις (50% περίπου) που έχουν υποστεί οι συντάξεις τους, δοκιμάζονται σοβαρά και ανησυχητικά όσον αφορά τη δυνατότητα εκπλήρωσης από το ΣΚΑ, των στοιχειωδών, πλέον, υποχρεώσεων του, τα αμέσως επόμενα χρόνια.
Παρ’ όλα αυτά, οι δανειστές και ιδιαίτερα το ΔΝΤ, παραγνωρίζοντας τα διαρθρωτικά αίτια των προβλημάτων και τη δική του συμβολή, μεταξύ των άλλων, σε αυτά, με την εφαρμογή των πολιτικών της εσωτερικής υποτίμησης και της λιτότητας κατά την περίοδο 2010-2017, θεωρούν ότι το συνταξιοδοτικό σύστημα στην Ελλάδα δεν είναι βιώσιμο επειδή είναι σπάταλο (17,5% του ΑΕΠ, 2015). Ως εκ τούτου κατά τους ισχυρισμούς του ΔΝΤ χρειάζεται περαιτέρω μείωση των συντάξεων, μείωση της κρατικής επιχορήγησης στο ΣΚΑ, καθώς και περαιτέρω μείωση των συνταξιοδοτικών δαπανών (επίπεδο συνταξιοδοτικών δαπανών κύριων και επικουρικών συντάξεων ίσο με 16% του ΑΕΠ).
Κατά συνέπεια, η ένταξη του ΣΚΑ, κατά τους εκπροσώπους των δανειστών και ιδιαίτερα του ΔΝΤ, στην συνολική δημοσιονομική διαχείριση του προβλήματος της Ελλάδας, έχει ως αποτέλεσμα να θεωρείται η κοινωνική ασφάλιση υπεύθυνη της κρίσης χρέους στην οποία έχει περιέλθει κατά τα τελευταία χρόνια η χώρας μας. Έτσι, οι εκπρόσωποι των δανειστών και πιο συγκεκριμένα το ΔΝΤ ισχυρίζονται λανθασμένα, μεταξύ των άλλων, ότι στην Ελλάδα ο κρατικός προϋπολογισμός χρηματοδοτεί το ΣΚΑ με ετήσιους πόρους που αντιστοιχούν στο 10% του ΑΕΠ, ενώ στις βόρειες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης το ποσοστό αυτό, κατά μέσο όρο, αντιστοιχεί στο 2% του ΑΕΠ. Από αυτό το ποσοστό, το 4,5% του ΑΕΠ (8,9 δις ευρώ) χορηγείται ως τριμερής χρηματοδότηση και ως ασφαλιστικές εισφορές του κράτους και το υπόλοιπο 5,5% του ΑΕΠ (9,1 δις ευρώ) καλύπτει τα ελλείμματα του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης.
Στη Γερμανία για παράδειγμα, ο κρατικός προϋπολογισμός χρηματοδοτεί το σύστημα κοινωνικής ασφάλισης με συνολικούς πόρους που αντιστοιχούν στο 6,9% του ΑΕΠ (3,9% του ΑΕΠ ως τριμερής χρηματοδότηση και 3% του ΑΕΠ για κάλυψη των ελλειμμάτων). Επομένως, σχετικά με τη συνολική κρατική χρηματοδότηση της κοινωνικής ασφάλισης δεν είναι 8, αλλά 3,1 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ, δεδομένου ότι η Ελλάδα διαθέτει το 10% του ΑΕΠ και η Γερμανία το 6,9% του ΑΕΠ.
Το αντίστοιχο συμβαίνει και στο επίπεδο της κάλυψης των ελλειμμάτων, αφού η διαφορά είναι 2,5 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ, δεδομένου ότι η Ελλάδα διαθέτει 5,5% και η Γερμανία 3% του ΑΕΠ. Τα δεδομένα αυτά αποδεικνύουν με τον πιο εύληπτο τρόπο ότι η κοινωνική ασφάλιση με τα ελλείμματα της δεν προκάλεσε την οικονομική κρίση και ύφεση στην Ελλάδα. Αντίθετα, η εφαρμογή (2010-2017) των πολιτικών εσωτερικής υποτίμησης και λιτότητας επιδείνωσε τις συνθήκες βιωσιμότητας τόσο του κοινωνικο-ασφαλιστικού συστήματος, όσο και του συνταξιοδοτικού πληθυσμού. Κατά συνέπεια, η εμμονή του ΔΝΤ ότι το έλλειμμα του ΣΚΑ στην Ελλάδα σήμερα είναι 10% του ΑΕΠ και χρηματοδοτείται από τον κρατικό προϋπολογισμό, είναι σε ευρωπαϊκούς όρους, απολύτως λανθασμένη. Και τούτο, γιατί, ιστορικά, στα κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης το έλλειμμα της κοινωνικής ασφάλισης υπολογίζεται από την διαφορά των εσόδων (εισφορές εργαζομένων, εισφορές εργοδοτών, τριμερής χρηματοδότηση, κρατική επιχορήγηση, αποδόσεις περιουσιακών στοιχείων) και των δαπανών.
Αξίζει να σημειωθεί ότι το γεγονός αυτό αποτελεί σοβαρή παράλειψη της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και του εκπροσώπου της στην τρόϊκα των δανειστών, η κατάθεση της διαφωνίας της με την λανθασμένη άποψη του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (ΔΝΤ), σύμφωνα με την οποία το έλλειμμα του ΣΚΑ προκύπτει από τη διαφορά των εσόδων (εισφορές εργαζομένων, εισφορές εργοδοτών) και των δαπανών.
Όμως, το ερώτημα που προκύπτει είναι γιατί το ΔΝΤ επιμένει στην λανθασμένη άποψή του, σχετικά με το έλλειμμα του ΣΚΑ στην χώρα μας; Επίσης, γιατί η Ευρωπαϊκή Επιτροπή παραλείπει συστηματικά να υποστηρίξει το ευρωπαϊκό χρηματοδοτικό κεκτημένο της κοινωνικής ασφάλισης στα κράτη-μέλης της;
Η απάντηση κατά την άποψή μας, συνίσταται στη στρατηγική επιλογή της σταδιακής απόσυρσης του κράτους από την χρηματοδότηση του ΣΚΑ καθώς και στη σταδιακή εγκαθίδρυση διμερούς (εργαζόμενοι, εργοδότες) χρηματοδοτικού συστήματος των συνταξιοδοτικών δαπανών, με ό,τι αυτό αρνητικά συνεπάγεται για το επίπεδο των συντάξεων (περαιτέρω μείωση τουλάχιστον κατά 30%) και το βιοτικό επίπεδο των συνταξιούχων, δεδομένης και της σταδιακής μετάλλαξης του κράτους-πρόνοιας σε κράτος-φιλανθρωπίας στα κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
*Σάββας Γ.Ρομπόλης, Ομότ.Καθ.Παντείου Πανεπιστημίου
Βασίλειος Γ.Μπέτσης, Υποψ.Διδάκτορα Παντείου Πανεπιστημίου
Πηγή: economy365.gr