Κυριακή 21 Φεβρουαρίου 2016

Ιστορίες καθημερινής «πολυχρωμίας».

Σταθμός ΗΣΑΠ Ομόνοιας, 10.30 π.μ. Οπως το τρένο πλησιάζει, στριμωχνόμαστε όλοι μαζί, έτοιμοι να μπούμε στο βαγόνι. Ο νεαρός δίπλα μου, ένας μελαψός εικοσάρης, έχει στην πλάτη του ένα σακίδιο πιο ψηλό απ’ αυτόν και δύο φορές πιο ογκώδες. «Σιγά, ρε παλικάρι, να βγούμε πρώτα», του λέει ένας άνδρας που βγαίνει απ’ το τρένο, ο νεαρός κάπως πισωπατά, και μετά σπρώχνει πάλι, να πιάσει μία απ’ τις θέσεις που βλέπει στο βάθος αδειανές. Αλλά με το που φτάνει, σέρνοντας πίσω του το σακίδιο, μια κυρία έχει μόλις κάτσει. «Μας παίρνετε τις δουλειές, θα μας πάρετε και τις θέσεις;» την ακούω να του λέει. Ο νεαρός μάλλον δεν καταλαβαίνει, αλλά ο διπλανός της, ένας ηλικιωμένος άνδρας, δείχνει εκνευρισμένος. «Πάντως, τα μυαλά δεν μπορούν να σας τα πάρουν. Πρόλαβαν άλλοι!» της λέει, και η γυναίκα τον κοιτά φαρμακερά. Η συζήτηση για το ποιος είναι συριζαίος, ποιος ρατσιστής, ποιος χρυσαυγίτης και ποιος βολεμένος θ’ ανάψει ώς την επόμενη στάση, Βικτώρια. Eκεί ο ηλικιωμένος κύριος θα κατέβει, και ο νεαρός με το τεράστιο σακίδιο θα απομείνει όρθιος να κοιτάζει, χωρίς ακόμα να μπορεί να καταλάβει τι έγινε. Αλλά πάλι, αυτό δεν είναι κάτι σπάνιο στα τρένα των ΗΣΑΠ αυτές τις μέρες.

Ισως φταίει το βίντεο με το σεκιουριτά που προσπαθεί να βγάλει απ’ το τρένο τον μετανάστη, πάντως απ’ όταν έγινε viral, στα βαγόνια του Ηλεκτρικού μυρίζει μπαρούτι. «Πρόσεχε την τσάντα σου, είναι αυτός ο μαύρος πίσω σου», ακούω μια γυναίκα να λέει στη φίλη της. «Μη μιλάς έτσι, ντροπή», της κάνει εκείνη. «Γιατί, καλέ; Ξέρουν ελληνικά αυτοί νομίζεις;», της απαντά η γυναίκα. Ο μελαψός άνδρας πίσω τους δεν μιλάει, αλλά απ’ τον τρόπο που προσπαθεί να αφήσει χώρο ανάμεσα στον εαυτό του και στις γυναίκες, είναι προφανές πως καταλαβαίνει. Οπως και ο κύριος με το μουστάκι δίπλα στις δύο γυναίκες. «Μπορούσα να είμαι κι εγώ κλέφτης, ξέρετε», παρεμβαίνει ενώ εκείνες τον κοιτούν έκπληκτες που χώθηκε στη συζήτησή τους. «Και να σας πω κάτι;» συμπληρώνει εκείνος. «Ο νεαρός δεν ξέρω αν είναι κλέφτης. Εσείς όμως είστε σίγουρα αγενείς! Καλημέρα σας!». Οπως γυρίζει την πλάτη και κατεβαίνει απ’ το τρένο, τον βλέπω που χαμογελά με τη μικρή του νίκη. Αλλά οι δύο γυναίκες δεν ασχολούνται πια με το θέμα. Εχουν ήδη βρει κάτι άλλο να τους τραβήξει την προσοχή.

«Αμάν, άρχισαν οι ζητιάνοι», κάνει η μία, όπως κλείνει η πόρτα στον Περισσό. Ενα ταλαιπωρημένο αγόρι, το πολύ 17 χρόνων, με το ένα χέρι δεμένο μ’ επίδεσμο απ’ τον ώμο πλησιάζει έναν έναν τους επιβάτες. Κάτι λέει σε μια ακατάληπτη γλώσσα, κάτι σαν «ματζίρι αρού», ενώ με το άλλο του χέρι δείχνει πως κάποιος τον χτύπησε. «Please, food», είναι οι μόνες λέξεις που καταλαβαίνω. Ο διπλανός μου του δίνει πενήντα λεπτά, και αυτά είναι όλα κι όλα που θα μαζέψει απ’ το βαγόνι μας. Πίσω του ακολουθεί ένας Ελληνας με το χέρι απλωμένο. «Δεν είμαι ζητιάνος», λέει, «φτωχός είμαι. Οχι για μένα, για τα παιδιά μου». Η γυναίκα που φοβόταν για την τσάντα της τώρα την ανοίγει, και του βάζει στο χέρι μερικά ψιλά.

Ομως, στο βαγόνι μας, οι πιο εύγλωττες ιστορίες είναι αυτές που δεν έχουν λόγια. Ενας γραβατωμένος πενηντάρης δίπλα στο παράθυρο σχεδόν κολλάει στο τζάμι με το που κάθεται ένας νεαρός μετανάστης δίπλα του. Μια Ελληνίδα δίνει μια τσίχλα σ’ ένα παιδάκι που νομίζω πως είναι γιος της, αλλά εκείνο ζητάει απ’ τη μαμά του στο απέναντι κάθισμα άδεια για να πάρει το μικρό δώρο. Εκείνη του κάνει νεύμα, ο μικρός παίρνει την τσίχλα, και λέει στην καλή γυναίκα μια λέξη σε μια γλώσσα που δεν καταλαβαίνω, αλλά δεν μπορεί να σημαίνει τίποτε άλλο, παρά «ευχαριστώ».

Είμαστε πια στα Κάτω Πατήσια κι ένας εβδομηντάρης εξαιρετικά καλοντυμένος μπαίνει στο βαγόνι μας. Καθώς πάει προς το πίσω μέρος, ένας νεαρός με σχιστά μάτια κάνει να σηκωθεί για να του δώσει τη θέση του.

«Οχι, όχι, δεν κάθομαι! Ευχαριστώ!» λέει ο κύριος μεγαλόφωνα και του κάνει νόημα με το χέρι να ξανακάτσει. «Μου το απαγορεύει ο γιατρός. Να μην κάθομαι, να μην πίνω, να μην καπνίζω. Κακός άνθρωπος!». Σε όλα τα γύρω καθίσματα οι επιβάτες χαμογελούν. Ο μετανάστης μάλλον δεν καταλαβαίνει λέξη απ’ ό,τι είπε ο ηλικιωμένος κύριος. Ομως ο άνδρας δίπλα του, ο γραβατωμένος πενηντάρης που πριν κόλλησε στο τζάμι για να μην τον αγγίζει, τώρα χαλαρώνει. Και χαμογελά κι εκείνος, όπως και ο νεαρός μετανάστης.

ΣΥΝΤΑΚΤΗΣ: ΜΑΡΙΛΗ ΜΑΡΓΩΜΕΝΟΥ
Πηγή: kathimerini.gr