που μόλις νάχη φύγει το τραίνο.
Ούτε στιγμή, μόλις που εδώ
στις ράγιες του βαριά σταματημένο
και πηγαινόρχονταν γοργά,
Κι όσοι που μείνανε κι αυτοί
δεν έχουνε την όψη τους σαν τότες.
Η άδεια θέση κ’ η σιωπή
μεσ’ στο Σταθμό που τούφυγε το τραίνο.
Κι αυτοί που μείνανε σκορπούν
κ’ έχουν το βήμα το αποφασισμένο
όσων τη μοίρα ακολουθούν.
Κάθε φορά τους φεύγει κι από κάτι
και κείνοι μένουν στο Σταθμό
λυγίζοντας το θολωμένο μάτι.
Στρέφουν στα ίδια θαρρετοί
δήθεν κ’ η πλάτη τους κυρτώνει πίσω.
-Καταραμένε χωρισμέ,
όμως και σένα απόψε θα αγαπήσω.
Γιατί το “χαίρε” ήταν γλυκό
καθώς το χέρι σειόταν στον αέρα,
απ’ το μαντίλι πιο λευκό
κι απ’ τον ανθό, σα φως που έφευγε πέρα,
που δεν το είχα δει ποτέ,
τόσο γαλήνια ωραίο τ’ όραμά σου.
Καταραμένε χωρισμέ,
μου τρέμουν τα χείλη στ’ όνομά σου.»
(Μαρία Πολυδούρη, Τα ποιήματα, εκδ. γράμματα)