Ότι και αν έχεις ακούσει για την Ειδομένη, ότι και αν έχεις διαβάσει, δει στις ειδήσεις, σε εικόνες που ανεβάζουν διάφοροι άνθρωποι δεν μπορεί να περιγράψει το συναίσθημα μιας επιτόπιας επίσκεψης.
Φθάσαμε στο σιδηροδρομικό σταθμό του χωριού νωρίς το απόγευμα. Στον ίδιο το σταθμό και σε ένα διπλανό κτίριο εκατοντάδες άνθρωποι καθόταν κατάχαμα. Μερικές εκατοντάδες μέτρα έξω από το χωριό, σε ένα χωράφι, μια νταλίκα από τη Θράκη έχει ξεφορτώσει σε ένα χωράφι ρούχα παντός είδους. Καλοκαιρινά, χειμωνιάτικα, γυναικείες τσάντες, ζώνες στρας. Ένα τσούρμο άνθρωποι μέσα στο χωράφι διαλέγουν ότι μπορούν. Οι λουστρίν τσάντες κείτονται στο έδαφος, το ίδιο και τα κοντομάνικα. Ο φορτηγατζής μου λέει πως κάνεις δεν τον καθοδήγησε, ήρθε από τη Θράκη ως εκεί με ένα φορτηγό γεμάτο ρούχα αλλά δεν υπήρχε χώρος να τα ξεφορτώσει και σταμάτησε έξω από το χωριό. Η αστυνομία του δίνει κλήσεις. Βλασφημάει την ώρα και τη στιγμή, θέλει να βοηθήσει, δεν υπάρχει υποδομή υποδοχής. Δεκάδες άνθρωποι φορτωμένοι με ότι ρούχο πήραν προχωράνε δυο χιλιόμετρα μέχρι τον καταυλισμό.
Ο καταυλισμός έχει στηθεί πάνω και εκατέρωθεν των γραμμών. Τραίνα δεν περνούν πια. Ο καταυλισμός είναι μια ολόκληρη πολιτεία. Αυτό το κυριακάτικο απόγευμα ήταν εκεί 2000 άνθρωποι. Ο Βαρδάρης φύσαγε δαιμονισμένα, το θερμόμετρο έδειχνε 5 βαθμούς. Η παγωνιά ξυρίζει. Τις πολύχρωμες σκηνές των προσφύγων, η μια δίπλα στην άλλη σε ένα παράξενο κάμπινγκ στην ερημιά διαδέχονται οι σκηνές των ανθρωπιστικών οργανώσεων, των Ηνωμένων Εθνών, οι κλούβες της αστυνομίας. Οι αστυνομικοί μπαίνουν κάθε τόσο στις κλούβες να ζεσταθούν, οι κλούβες βγάζουν καυσαέριο, πλάι τους σκηνές γεμάτες παιδιά. Ο Ντέρεκ, ο άνδρας της Μαρίας λέει πως την εξαθλίωση τη μυρίζεις συνήθως. Σε χτυπά στη μύτη. Έτσι την καταλαβαίνεις. Έχει δίκιο. Ο τόπος μυρίζει ούρα, καμένο και αποφάγια. Άνθρωποι περπατούν στους αγροτικούς δρόμους τριγύρω. Κουβαλούν κλαδιά, βατσινιές, κοπριές ζώων ξεραμένες. Ότι καίγεται το καίνε για να ζεσταθούν. Όσο σουρουπώνει οι άνθρωποι μοιάζουν με σκιές. Μόνο οι φωτιές διακρίνονται στον ορίζοντα. Έξω από τις σκηνές παιδικά παπούτσια, μακαρόνια, χαρτιά κουζίνας λερωμένα, σκουπίδια και ρούχα μαζί.
Νυχτώνει. Το κρύο δυναμώνει στην Ειδομένη. Μια νεαρή Αφρικάνα θηλάζει ένα μωρό στην παγωνιά. Μια άλλη γυναίκα αγκαλιάζει δυο παιδιά που κρυώνουν. Παρέες ανδρών προχωρούν προς τα πίσω. Έχουν πάρει τη σιδηροδρομική γραμμή ανάποδα και φεύγουν, ποιος ξέρει για που. Εκατόν πενήντα άνθρωποι ξεκίνησαν σήμερα για την Αθήνα, απελπισμένοι μου λέει οι εθελοντής που πήρε τις σακούλες με τα τρόφιμα που φέραμε. Δεν βλέπουν φως. Ένα φορτηγό με σκοπιανούς εθελοντές περνά τα σύνορα. Στο βάθος σκοπιανή αστυνομία και συρματοπλέγματα. Και εθελοντές. Αυτοί οι υπεράνθρωποι του καιρού μας.
Στην Ειδομένη δεν είχα ξαναπάει. Στο γυρισμό στο αυτοκίνητο μιλήσαμε ελάχιστα με την Κατερίνα. Η μυρωδιά ήταν ακόμα στα ρουθούνια μας. Οι εικόνες. Η απόγνωση. Μερικές φορές το πιο μακρινό γίνεται κοντινό σε ένα πεντάλεπτο. Ότι έχεις δει σε προσφυγικούς καταυλισμούς στην Αφρική ή τη Μέση Ανατολή ζωντανεύει εβδομήντα χιλιόμετρα από τη Θεσσαλονίκη. Με τον πιο ακραίο τρόπο. Φτάνοντας σπίτι μου μου φάνηκαν όλα πολύτιμα. Ακόμα και τα πιο αυτονόητα. Στην Ειδομένη, από ατσάλι να είσαι, λυγάς.
Συντάκτης: Γιώργος Τούλας
parallaximag.gr