Τμήμα
από το πολυσέλιδο άρθρο που δημοσιεύει ο «Ριζοσπάστης»
Τον
Αύγουστο του 2013 έκανε το παρθενικό της ταξίδι η πρώτη εμπορική σιδηροδρομική
αμαξοστοιχία που συνδέει την κινεζική πόλη Τσεντσόου - ένα από τα κύρια
βιομηχανικά κέντρα της Κίνας - με το Αμβούργο, το τρίτο μεγαλύτερο ευρωπαϊκό
λιμάνι. Τη σιδηροδρομική γραμμή συνδιαχειρίζονται το γερμανικό μονοπώλιο «DB
Schenker» και η εταιρεία των τοπικών κινεζικών αρχών και στις ράγες της μπορούν
με τα σημερινά δεδομένα να μεταφέρονται 50 κοντέινερ από την κινεζική πόλη στη
Γερμανία μέσα σε διάστημα 15 ημερών, διασχίζοντας το Καζακστάν, τη Ρωσία, τη
Λευκορωσία και την Πολωνία.
Η
λειτουργία της εμπορικής σιδηροδρομικής γραμμής χαρακτηρίζεται ως στρατηγικής
σημασίας για τις σινο-ευρωπαϊκές σχέσεις συνολικά, καθώς αποτελεί εναλλακτικό -
έναντι των θαλάσσιων και εναέριων - δίκτυο σύνδεσης των οικονομιών. Γερμανία
και Κίνα προετοιμάζουν την αύξηση των εμπορικών συνδέσεων μέσω σιδηροδρόμου, με
στόχο τα τρία δρομολόγια την εβδομάδα να γίνουν ένα την ημέρα, καθώς έτσι
μπορούν να διακινούν εμπορεύματα με το μισό κόστος σε σχέση με τα εναέρια μέσα
και τη διπλάσια ταχύτητα σε σχέση με τα εμπορικά πλοία. Παράλληλα ένα δεύτερο
σιδηροδρομικό δίκτυο συνδέει την πόλη Τσονγκίνγκ - όπου μεγάλες πολυεθνικές
όπως η «Hewlett-Packard» η «Acer» και η «Apple» έχουν εγκατεστημένες
παραγωγικές μονάδες - με το Ντούιτσμπουργκ.
Τη
γραμμή συνδιαχειρίζεται η κοινοπραξία «Trans Eurasia Logistics» που συνέστησαν
οι γερμανικοί σιδηρόδρομοι «Deutsche Bahn» και η κρατική ρωσική σιδηροδρομική
εταιρεία. Η «Trans Eurasia» αναπτύσσει αυτό το διάστημα ειδικής
τεχνολογίας εμπορευματοκιβώτια, που θα μπορούν να μεταφέρουν εμπορεύματα
ευαίσθητα στις διακυμάνσεις της θερμοκρασίας - που είναι έντονες καθώς τα τρένα
διασχίζουν συνολική απόσταση 11.000 χλμ. - όπως τα φάρμακα ή προϊόντα υψηλής
τεχνολογίας, ενώ ανάλογο πρόγραμμα αναπτύσσει και η θυγατρική των γερμανικών
ταχυδρομείων «DHL».
H
EE ως σύνολο έχει επισήμως αποφασίσει τη σύσφιξη των οικονομικών δεσμών με την
Κίνα, ωστόσο όπως όλα δείχνουν η Γερμανία έχει αποφασίσει να «τρέξει» πιο
μπροστά, εκμεταλλευόμενη τα ισχυρά πλεονεκτήματα που διαθέτει η οικονομία της
σε σχέση με τους υπόλοιπους Ευρωπαίους εταίρους της. Το γεγονός εντοπίζεται σε
ανάλυση του «ανεξάρτητου» Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Εξωτερικών Υποθέσεων6 στην οποία χαρακτηρίζει«συμβιωτική» τη σχέση των
δύο χωρών, που μετά την εκδήλωση της κρίσης στη ζώνη του ευρώ εμβάθυνε ακόμη
περισσότερο.
Οπως
υπογραμμίζει, η αυξανόμενη ζήτηση της κινεζικής οικονομίας ήταν από τους
βασικούς παράγοντες για τη σχεδόν άμεση ανάκαμψη της γερμανικής οικονομίας,
καθώς η Κίνα επιθυμεί διακαώς υψηλή τεχνολογία, την ίδια στιγμή που η Γερμανία
«διψά» για νέες αγορές. Σημαντικά στοιχεία της σχέσης των δύο αποτελούν αφενός
η υψηλή συγκέντρωση στα κινεζικά εδάφη «σπάνιων γαιών», προϊόντος απολύτως
απαραίτητου για τις γερμανικές βιομηχανίες υψηλής τεχνολογίας, αλλά και η ανάγκη
τοποθέτησης κινεζικών συναλλαγματικών διαθεσίμων στα ασφαλή γερμανικά ομόλογα,
γεγονός που με τη σειρά του έχει βοηθήσει το Βερολίνο να μειώσει το κόστος
δανεισμού του σε ιστορικά χαμηλά επίπεδα όλα αυτά τα χρόνια.
Βασικό
συμπέρασμα απ' όλα τα παραπάνω είναι ότι αφενός η αλληλεξάρτηση των
καπιταλιστικών οικονομιών βαθαίνει, αφετέρου οι ανταγωνισμοί οξύνονται. Στην
προκειμένη περίπτωση η αποδοχή του γουάν ως διεθνούς νομίσματος δε «χτυπά» μόνο
το δολάριο, αλλά και το ευρώ. Την ίδια ώρα όμως τόσο η Κίνα, όσο και η Γερμανία
φαίνεται ότι αλληλοαξιοποιούνται στον ανταγωνισμό τους με τις ΗΠΑ. Βεβαίως, όλα
τα παραπάνω δεν έχουν κανένα όφελος για τους λαούς, αφού δεν ικανοποιούν δικές
τους ανάγκες, αλλά τα κέρδη του κεφαλαίου.