H δουλειά στην Αθήνα τελείωσε λίγο νωρίτερα από το πρόγραμμα. Δεν είχα διάθεση να ξαναπεράσω την πρωινή διαδικασία. Μετρό για το αεροδρόμιο, στην ουρά για κάρτα επιβίβασης, έλεγχος χειραποσκευών, σήκω, κάτσε, ξανασήκω, φυσούνα, επιβίβαση και μετά πάλι τα ίδια αντιστρόφως. Με λίγη τύχη, προλάβαινα το 502. «Με τρένο στη Θεσσαλονίκη; Εχω να μπω στο τρένο από τότε που ήμουν στρατιώτης», είπε παραξενεμένος ο ταξιτζής. Με μερικές σφήνες, που πάντως δεν τον εμπόδισαν να μου εξηγεί ποιο ξενοδοχείο προσφέρει ποιες υπηρεσίες στην Αγίου Κωνσταντίνου και στην πλατεία Καραϊσκάκη, φτάσαμε στην ώρα μας. Ο κόσμος ήταν λιγότερος απ΄ όσο συνήθως. Εκτός από την πρωτόγονη διαδικασία έκδοσης εισιτηρίων που εφαρμόζει ο ΟΣΕ, προσπαθώντας να διώχνει επιβάτες, αυτόν τον καιρό υπάρχουν και οι «κυλιόμενες» κινητοποιήσεις. Τι να προγραμματίσεις; Τα βαγόνια, πάντως, ήταν καθαρά, κλιματιζόμενα και τα παράθυρα δεν είχαν γίνει στόχος «καλλιτεχνών» του γκράφιτι -πράγμα μάλλον ασυνήθιστο. Στα διαμερίσματα της πρώτης θέσης υπάρχει και πρίζα για τον υπολογιστή. Ακριβώς απέναντι, εγκατάλειψη. Τα έργα για τις καινούργιες αποβάθρες του σταθμού Λαρίσης έχουν σταματήσει εδώ και χρόνια. Είναι η εικόνα που σ΄ ακολουθεί σ΄ όλο το ταξίδι μέχρι τη Θεσσαλονίκη. Αφίδνες, Οινόη, Δαύλεια, Τιθορέα, Λιλαία, οι σταθμοί καταρρέουν και πνίγονται στα χόρτα. Στο μηχανοστάσιο της Αμφίκλειας σκουριάζουν οι Ganz - Mavag, oι Caterpillar, οι Alco. Ακόμη και η ιστορική A-308. Αν επισκευαζόταν, θα έφερνε στην Ελλάδα εκατοντάδες φίλους του σιδηροδρόμου απ΄ όλη την Ευρώπη που θέλουν να δουν από κοντά ένα σπάνιο δείγμα της αμερικανικής τεχνολογίας στην πετρελαιοκίνηση. Αλλά όσο καταθλίβει η εγκατάλειψη του σιδηροδρόμου, τόσο παρηγορεί η διαδρομή. Το Καλλίδρομο ήταν λουσμένο στο απογευματινό φως, ένα ρυάκι κυλούσε ανάμεσα στα πλατάνια παράλληλα με τη γραμμή στον Μπράλο, απέναντι από τη γέφυρα της Παπαδιάς το δάσος έχει αρχίσει να φθινοπωριάζει και από τις πέτρινες γέφυρες της Τραχίνας απλώνεται η θέα της κοιλάδας του Σπερχειού. Πιο πέρα ο Μαλιακός. Μετά το Λιανοκλάδι, νέα ανάβαση. Αυτήν τη φορά στην Οθρυ, με τους χαμηλούς θάμνους. Το τραχύ τοπίο του Κούρνοβου «σπάζουν» οι σιδερένιες γέφυρες στις ρεματιές, οι πέτρινες είσοδοι των τούνελ και τα τοιχία αντιστήριξης, θαύματα της σιδηροδρομικής μηχανικής του 19ου αιώνα. Το τελευταίο φως της ημέρας ζεσταίνει το θεσσαλικό κάμπο -μέχρι πριν από δύο μήνες προλαβαίναμε και τη θάλασσα της Πιερίας. «Φτάσαμε;», ρώτησε απορημένη η συνταξιδιώτισσα. «Είδα δύο ταινίες στον υπολογιστή».
Μάκης Βοϊτσίδης