Η μεγαλύτερη εγκληματική ενέργεια στην ιταλική ιστορία, με δεκάδες θύματα
Λίγο μετά την έκρηξη στον σιδηροδρομικό σταθμό, ταξιδιώτες ψάχνουν να βρουν τους οικείους τους, ενώ σωστικά συνεργεία αναζητούν επιζώντες.
Φωτ. ASSOCIATED PRESS
ΜΑΙΡΗ ΜΠΟΣΗ
Στις 2 Αυγούστου 1980, η ανατίναξη μιας ωρολογιακής βόμβας σε αφύλακτη βαλίτσα στον κεντρικό σιδηροδρομικό σταθμό της Μπολόνια σκότωσε 85 άτομα και τραυμάτισε 200. Η ισχυρή έκρηξη 40 κιλών εκρηκτικής ύλης που έλαβε χώρα στην αίθουσα αναμονής των επιβατών, επέφερε την κατάρρευση της στέγης και την καταστροφή του μεγαλύτερου τμήματος του κεντρικού κτιρίου, ενώ έπληξε και την αμαξοστοιχία Adria Express 13534 (Ανκόνα – Βασιλεία) που βρισκόταν εκείνη τη στιγμή στην πλατφόρμα. Η ημέρα ήταν Σάββατο και ο σταθμός ήταν γεμάτος τουρίστες που αναχωρούσαν για τις θερινές διακοπές τους.
Αρχικά η κυβέρνηση των Χριστανοδημοκρατών με επικεφαλής τον Φραντσέσκο Κοσίγκα θεώρησε ότι η έκρηξη συνέβη εξαιτίας ενός παλιού λέβητα στο υπόγειο του σταθμού. Ο πρόεδρος της Δημοκρατίας, Σάντρο Περτίνι, έφτασε την ίδια ημέρα στο σημείο της έκρηξης δηλώνοντας: «Δεν έχω λόγια, αντιμετωπίζουμε τη μεγαλύτερη εγκληματική ενέργεια που έγινε ποτέ στην Ιταλία».
5.8.1980. Η πολύνεκρη επίθεση στην Μπολόνια στην πρώτη σελίδα της «Κ».
Οι έρευνες στα ερείπια του σιδηροδρομικού σταθμού είχαν τελικό απολογισμό 85 νεκρούς και 200 τραυματίες.
Σύγχυση για την ταυτότητα των δραστών
Πολύ σύντομα τα ευρήματα έδειξαν ότι δεν ευθυνόταν ο λέβητας αλλά επρόκειτο για τρομοκρατική ενέργεια. Η εφημερίδα L’ Unita του Ιταλικού Κομμουνιστικού Κόμματος (ΙΚΚ) απέδωσε άμεσα την ευθύνη στους νεοφασίστες. Το ίδιο έκανε και ο πρωθυπουργός Κοσίγκα δηλώνοντας ότι «…η ακροαριστερή τρομοκρατία χτυπάει στην καρδιά του κράτους και στους εκπροσώπους του, η ακροδεξιά τρομοκρατία προτιμά πράξεις όπως είναι οι σφαγές γιατί αυτές οι πράξεις της εξτρεμιστικής βίας προωθούν τον πανικό και προκαλούν αντιδράσεις».
Σχετικά σύντομα υπήρξε τηλεφώνημα στην Agencia National Stampa Associate (Εθνικό Γραφείο Τύπου) όπου κάποιος δήλωσε ότι εκπροσωπούσε τη νεοφασιστική οργάνωση Επαναστατικοί Ενοπλοι Πυρήνες (NAR) αναλαμβάνοντας την ευθύνη. Το τηλεφώνημα, όμως, αποδείχθηκε ότι προήλθε από τη SISMI (Ιταλική Στρατιωτική Μυστική Υπηρεσία), η οποία στην πορεία των ερευνών κατηγορήθηκε ότι παραπλάνησε τη Δικαιοσύνη. Ακολούθησε μια σειρά από παραπλανητικά τηλεφωνήματα, στα οποία «αναλάμβανε» την ευθύνη για την έκρηξη σωρεία δραστών και οργανώσεων ετερόκλητης προέλευσης, με προφανή την αδυναμία ταυτοποίησής τους. Από Λιβανέζους που δήλωναν ότι σχετίζονται άλλοτε με τη Φατάχ και άλλοτε με τους Φαλαγγίτες, Ιταλούς εξτρεμιστές, Ελβετό δημοσιογράφο που είχε σχέση με τις ιταλικές μυστικές υπηρεσίες, την Κα Γκε Μπε (ΚGB), τη μασονική στοά P2, άλλους μασόνους, τη μαφία κ.ά. Για τη σφαγή, κατηγορήθηκαν ακόμη και οι Ερυθρές Ταξιαρχίες…
Ο πρωθυπουργός Κοσίγκα δήλωσε ότι «…εάν επιβεβαιωθεί ότι πρόκειται για έγκλημα, έχουμε να αντιμετωπίσουμε ανθρώπους που μόνο τρελούς θα μπορούσε να τους χαρακτηρίσει κανείς», ξεχώρισε δε την έκρηξη ως «…επίθεση εναντίον των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και κατά της δημοκρατίας». Αξίζει να σημειωθεί ότι η συγκεκριμένη τρομοκρατική ενέργεια υπήρξε η χειρότερη πράξη, συγκρινόμενη μόνο με τις φρικαλεότητες του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου.
Μετά τη συγκεκριμένη επίθεση υπήρξαν πολλά τηλεφωνήματα στα οποία άγνωστοι δήλωναν ότι αυτό ήταν μόνον η αρχή, καθώς σειρά είχαν οι σιδηροδρομικοί σταθμοί του Μιλάνου και της Φλωρεντίας.
Μαζικές διαδηλώσεις έγιναν όχι μόνο στην Μπολόνια αλλά και σε αρκετές πόλεις στην Ιταλία. Οι διαδηλώσεις συνδυάστηκαν με κριτική κατά της κυβέρνησης και των εκπροσώπων της. Παρ’ όλα αυτά, αναδείχτηκαν μηχανισμοί παραπλάνησης, οι οποίοι κατάφεραν να συσκοτίσουν τις έρευνες με αποτέλεσμα η υπόθεση της Μπολόνια να μην έχει μέχρι σήμερα διαλευκανθεί πλήρως, όπως επίσης δεν ολοκληρώθηκε ποτέ η διερεύνηση της τρομοκρατικής δικτύωσης των ιταλικών νεοφασιστικών κύκλων σε εθνικό και διεθνές επίπεδο. Προκύπτει ότι ένα πολύπλοκο δίκτυο από κρατικές παρεμβάσεις, όπως και η προσπάθεια να αποδοθεί η έκρηξη σε λέβητα, απέτρεψε την άμεση κινητοποίηση και τον επιχειρησιακό προσανατολισμό των Αρχών στην αναζήτηση των υπαιτίων, παρέχοντάς τους κατ’ αυτό τον τρόπο τον απαραίτητο χρόνο διαφυγής και στη συνέχεια εξαφάνισής τους και απόκρυψης των πειστηρίων. Μέσω της συσκότισης και της μεθοδευμένης παραπληροφόρησης οι έρευνες επικεντρώθηκαν σε άσχετους στόχους.
Από την ακροδεξιά οργάνωση ΝΑR (Επαναστατικοί Ενοπλοι Πυρήνες) συνελήφθησαν μόνο τρία μέλη, παρά το ότι η συγκεκριμένη οργάνωση είχε προβεί σε τρομοκρατικές ενέργειες και στο παρελθόν. Μεταξύ άλλων, είχε αναλάβει την ευθύνη για την έκρηξη βόμβας στα γραφεία του Ιταλικού Κομμουνιστικού Κόμματος στη Ρώμη με 22 τραυματίες, είχε ανατινάξει την είσοδο του δημαρχείου της Ρώμης με καταστροφικά αποτελέσματα (1979), ευθυνόταν για τη δολοφονία τεσσάρων ατόμων στοχεύοντας δικαστικό που ερευνούσε εγκλήματα νεοφασιστών, ενώ είχε επιτεθεί στο τρένο Italicus που ταξίδευε από τη Ρώμη στο Μόναχο τη στιγμή που αυτό περνούσε το τούνελ Μπολόνια – Φλωρεντία με συνέπεια τον θάνατο 12 ατόμων (4η Αυγούστου 1974). Κάποιες από τις τρομοκρατικές τους ενέργειες είχαν αποδοθεί εσφαλμένα στις Ερυθρές Ταξιαρχίες, ενώ σύντομα οι Αρχές ανακάλυπταν ότι έκαναν λάθος. Υπόψη ότι το 1969 είχε γίνει η νεοφασιστική βομβιστική επίθεση στην Αγροτική Τράπεζα στην πλατεία Φοντάνα του Μιλάνου, πράξη που είχε ως συνέχεια τη σφαγή της Μπολόνια.Λουλούδια και στεφάνια στη μνήμη των θυμάτων. Φωτ. ASSOCIATED PRESS
Εξω από το κατεστραμμένο κεντρικό κτίριο του σταθμού. Φωτ. ASSOCIATED PRESS
Οι ηθικοί αυτουργοί παραμένουν στη σκιά
Η σφαγή στην Μπολόνια έγινε την εποχή που τελείωνε η «στρατηγική της έντασης» (strategy of tension), μιας ιστορικής περιόδου με έντονη την παρουσία της ακροδεξιάς και της ακροαριστερής τρομοκρατίας στην Ιταλία. Η «στρατηγική της έντασης» ήταν δημιούργημα του κράτους με στόχο το εξαιρετικά μαζικό και πολιτικά ισχυρό εργατικό και κοινωνικό κίνημα της δεκαετίας του 1960. Από τα τέλη της δεκαετίας του 1960, η Ιταλία βίωνε με ένταση τη δράση ακραίων εξτρεμιστικών οργανώσεων σε συνδυασμό με κοινωνικές εντάσεις όπως απεργίες, διαδηλώσεις, εξεγέρσεις κ.ά. Συντριπτικά οι πράξεις τρομοκρατίας αποδίδονταν στις ακροαριστερές οργανώσεις, ενώ οι τελικές έρευνες αποδείκνυαν ότι είχαν διαπραχθεί από ακροδεξιές, οι οποίες συνεργαζόταν στενά με μηχανισμούς του κράτους. Ως αποτέλεσμα, η «μαύρη τρομοκρατία» έφερε την άμεση αντίδραση της «κόκκινης τρομοκρατίας» αναβαθμίζοντας υπέρμετρα την ένταση και τον φόβο σε κοινωνικό επίπεδο. Στην πορεία ο φόβος των πολιτών έδωσε το δικαίωμα στο κράτος να εκπονήσει νόμους στους οποίους οι Ιταλοί εκχωρούσαν τα δικαιώματά τους στο όνομα της ασφάλειας. Ο φόβος υπήρξε το εκκολαπτήριο για τη δρομολόγηση σοβαρών πολιτικών ανακατατάξεων, οι οποίες εξελίχθηκαν σε βάθος χρόνου. Ταυτόχρονα ο φόβος λειτούργησε ως έρεισμα για την ανοχή στην Ακροδεξιά.
Τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο, στην καρδιά του Ψυχρού Πολέμου, ο κύριος στόχος ήταν η ιταλική Αριστερά και το ΙΚΚ, το οποίο όμως είχε ήδη προσχωρήσει στην πολιτική του «ιστορικού συμβιβασμού» στηρίζοντας συμμαχικές κυβερνήσεις και τις νομοθετικές τους ακρότητες. Λόγω αυτών των εξελίξεων, η Ιταλία δεν βίωσε στρατιωτική δικτατορία, κάτι το οποίο έγινε στην Ελλάδα το 1967, στη Χιλή το 1973, στην Τουρκία το 1971 και το 1980. Παρ’ όλα αυτά, όμως, μέσω της τρομοκρατίας και της άκρατης βίας που βίωνε η χώρα δημιουργήθηκε ένταση και ανασφάλεια, που έδωσε το δικαίωμα να θεσπιστούν αντιτρομοκρατικοί νόμοι οι οποίοι είχαν σημαντικές επιπτώσεις στα θεμελιώδη δικαιώματα και στις ελευθερίες των πολιτών.
Η τρομοκρατική επίθεση στην Μπολόνια ακόμη δεν έχει εξιχνιαστεί. Οι τρεις που συνελήφθησαν –Βαλέριο Φιοροβάντι, Φραντσέσκα Μάμπρο και Τζιλμπέρτο Καβαλίνι– δεν ήταν παρά ένα ελάχιστο τμήμα των υπαιτίων της πολύνεκρης ενέργειας. Ο νεοφασίστας Καβαλίνι καταδικάστηκε σε ισόβια το 2020 (40 χρόνια μετά). Είχαν επίσης καταδικαστεί και μέλη της στρατιωτικής υπηρεσίας πληροφοριών, οι επονομαζόμενοι «παραστρατημένοι» κρατικοί λειτουργοί, μασόνοι, παρακρατικοί και συνεργάτες. Οι ηθικοί αυτουργοί παραμένουν στη σκιά, αν και θεωρείται ότι είναι γνωστοί οι εντολείς· ένα πολύπλοκο δίκτυο από κρατικές παρεμβάσεις, κρατικές οργανώσεις. Ατομα και οργανώσεις εντός και εκτός Ιταλίας προσπάθησαν με επιτυχία και έστρεψαν τις έρευνες σε άλλους στόχους, με σκοπό να συσκοτίσουν τους πραγματικούς εντολείς και να παραπληροφορήσουν τους πολίτες.
Το 2017 δημοσιεύτηκε μια έκθεση του ιταλικού Κοινοβουλίου κατονομάζοντας ως ηθικούς αυτουργούς μια σειρά από προσωπικότητες, αλλά η έκθεση έγινε post mortem (μετά θάνατον) και δεν ζούσε κανείς ώστε να του αποδοθούν ευθύνες. Το 2020 κατονομάστηκαν ο επικεφαλής της Στοάς Ρ2 Λίτσιο Τζέλι, ο επιχειρηματίας και μέλος της Στοάς Ρ2 Ουμπέρτο Ορτολάνι και ο πρώην έπαρχος και επικεφαλής του Γραφείου Μυστικών Υπηρεσιών του υπουργείου Εσωτερικών Φεντερίκο Ουμπέρτο ντ’ Αμάτο, ο μασόνος δημοσιογράφος Μάριο Τεντέσκι, ως ηθικοί αυτουργοί ή ως τμήμα των ηθικών αυτουργών της σφαγής της Μπολόνια.
Στον σταθμό της Μπολόνια υπάρχει ακόμη το σταματημένο ρολόι που δείχνει 10.25, τον χρόνο που σταμάτησε η ζωή για 85 ανθρώπους, ενώ οι Ιταλοί πολίτες ουδέποτε θεώρησαν ότι η Δικαιοσύνη ή οι εκλεγμένες κυβερνήσεις τους στάθηκαν στο ύψος των περιστάσεων, απέναντι στην πιο καταστροφική τρομοκρατική επίθεση που γνώρισε η χώρα τους.
Η κ. Μαίρη Μπόση είναι καθηγήτρια Διεθνούς Ασφάλειας στο Πανεπιστήμιο Πειραιώς.
Επιμέλεια: Ευάνθης Χατζηβασιλείου
kathimerini.gr
sidirodromikanea.blogspot.com