Κυριακή 9 Ιανουαρίου 2022

Τα τρένα «Ακρόπολις Εξπρές» και «Ελλάς Εξπρές» στα εφηβικά μου χρόνια.

Μόνον όμορφες μπορεί να είναι οι αναμνήσεις μου από αυτά τα τρένα που δυο φορές το χρόνο τα αντάμωνα, τον χειμώνα μου έφερναν τον πατέρα μου, τα καλοκαίρια με πήγαιναν σ΄ αυτόν.

Η Δεκαετία του ΄60 σημαδεύτηκε από τη μαζική μετανάστευση των αδύναμων οικονομικά Ελλήνων στη Δυτική τότε Γερμανία. Η Γερμανία, η οποία είχε καταστραφεί οικονομικά μετά το τέλος του Β΄ παγκοσμίου πολέμου, πολύ γρήγορα άρχισε να ανακάμπτει οικονομικά και χρειαζόταν φτηνά εργατικά χέρια.


Η Ελλάδα του ΄50 και του ΄60 έβγαινε και αυτή δειλά – δειλά από μια πολύ δύσκολη περίοδο ενός πολέμου και μιας εμφύλιας διαμάχης, η οποία άφησε πίσω της πολλά προβλήματα και μεγάλη φτώχεια. Έτσι ξεκίνησε το μεταναστευτικό ρεύμα από τα χωριά της Μακεδονίας, της Θράκης και των φτωχών νησιών στη Δ. Γερμανία.
Αρχές του 60 το χωριό μου άδειασε από τους νέους της εποχής εκείνης. Ο πατέρας μου έγινε και αυτός μετανάστης, μετά από μια αποτυχημένη προσπάθεια να γίνει μυλωνάς στο χωριό μας. Ήτανε χειμώνας του 63, όταν ένα παγωμένο πρωινό ξεκίνησε από το χωριό με μια ξύλινη βαλίτσα και πολλά όνειρα να μας προσφέρει μια καλύτερη ζωή. Αν και σε νηπιακή ηλικία, θυμάμαι πολύ αμυδρά την εικόνα του αποχαιρετισμού.
Πολύ σύντομα οι γονείς μου πήραν την απόφαση να εγκατασταθούμε στη Θεσσαλονίκη για να έχουμε καλές σπουδές. Και κάπως έτσι μπήκε για τα καλά στη ζωή μας το περίφημο τρένο «Ακρόπολις Εξπρές». Με αυτό το τρένο ερχόταν ο πατέρας μου κάθε Χριστούγεννα, τέτοιες μέρες ακριβώς, και με το ίδιο τρένο ξανάφευγε τέλη Ιανουαρίου. Ο χειμώνας περνούσε σχετικά γρήγορα με την προσμονή του καλοκαιριού. Μόλις έκλειναν τα σχολεία η μάνα μου και εγώ παίρναμε το τρένο για Γερμανία και επιστρέφαμε με το άνοιγμα των σχολείων, τέλη Σεπτεμβρίου.
Το Ακρόπολις Εξπρές ξεκινούσε από Αθήνα με τελικό προορισμό το Μόναχο. Η γραμμή υποστηριζόταν από τους γερμανικούς, αυστριακούς, γιουγκοσλαβικούς και ελληνικούς σιδηροδρόμους.
Τα δρομολόγια της γραμμής είχαν ξεκινήσει το 1967, σε μια προϋπάρχουσα γραμμή από το 1963 Αθήνα – Ντόρτμουντ.
Το Ελλάς Εξπρές ξεκινούσε από Αθήνα με τελικό προορισμό το Ντόρτμουντ. Το δρομολόγιο ήταν το εξής: Ντόρτμουντ – Ντούισμπουργκ – Κολωνία – Μάιντς – Μανχάϊμ – Στουτγκάρδη – Μόναχο – Σάλτσμπουργκ – Βίλαχ – Λουμπλιάνα – Ζάγκρεπ – Βελιγράδι – Νις – Σκόπια – Θεσσαλονίκη –Αθήνα.
Στο σιδηροδρομικό σταθμό Θεσσαλονίκης επιβιβάζονταν οι μετανάστες από Μακεδονία και Θράκη. Η διαδρομή την οποία κάλυπτε φαντάζει ακόμα και σήμερα πολύ εντυπωσιακή. Το μήκος της διαδρομής του ήταν περίπου 3 χιλιάδες χιλιόμετρα και οι ώρες 53.
Τα τρένα αυτά δεν απέκτησαν ποτέ ούτε τη λάμψη ούτε την πολυτέλεια του περίφημου Οριάν Εξπρές, γιατί εξυπηρετούσαν εντελώς διαφορετικές ανάγκες, ανάγκες μιας εποχής με κύριο χαρακτηριστικό τη φτώχεια των ανθρώπων που τα χρησιμοποιούσαν. Το Οριάν Εξπρές ήταν ένα σύμβολο ενός πολιτισμού και μιας εποχής, της Μπέλ Επόκ, και το χρησιμοποιούσαν άνθρωποι άλλου επιπέδου, για διαφορετικές ανάγκες.
Τα τρένα της ξενιτιάς είχαν συνδεθεί με τα όνειρα, τις ελπίδες, τους καημούς μιας γενιάς που αποζητούσε μια καλύτερη ζωή στις φάμπρικες της Γερμανίας και στις στοές του Βελγίου.
Έξι ήταν τα ταξίδια που έκανα με αυτά τα τρένα, 4 με το Ελλάς και 2 με το Ακρόπολις. Πάντα με τη μάνα μου πηγαίνοντας να συναντήσουμε τον πατέρα μου πότε στο Μόναχο και πότε στην Κολωνία. Φεύγαμε Ιούνιο και επιστρέφαμε τέλη Σεπτεμβρίου, καθώς τα σχολεία τότε άνοιγαν 1η Οκτωβρίου.
Το ταξίδι μου φαινόταν ατελείωτο, 40 ώρες Θεσσαλονίκη – Κολωνία. Η αλήθεια όμως είναι ότι δεν έπληττες ποτέ σε αυτά τα τόσο μακρινά ταξίδια. Από πολύ νωρίς βρισκόμασταν στον σιδηροδρομικό σταθμό της Θεσσαλονίκης και περιμέναμε τη άφιξη του τρένου από Αθήνα, μιας και λόγω πολύωρων καθυστερήσεων, το τρένο δεν έφτανε ποτέ στην καθορισμένη του ώρα.
Πλήθος ενός πολύβουου κόσμου μετανάστες, φοιτητές και οι συγγενείς που τους συνόδευαν δημιουργούσαν ένα κλίμα ενός παράξενου πανηγυριού με κλάματα, χαρές και φωνές. Τεράστιες βαλίτσες πάνινες και ξύλινες, τενεκέδες με λάδια, καφάσια με φρούτα, μόνον οι δεμένες κότες έλειπαν από το σκηνικό, ήταν εικόνες που αντίκρισα πολλές φορές.
Κρατούσα σφιχτά το φόρεμα της μάνας μου νιώθοντας φόβο και ανασφάλεια για ένα τόσο μακρινό ταξίδι. Μετά από την πολύωρη αναμονή ευτυχώς βρίσκαμε λίγη ξεκούραση στα μικρά κουπέ των έξι ατόμων ή οκτώ, δεν το θυμάμαι καλά. Και κάπως έτσι ξεκινούσε ο καρβουνιάρης. Πρώτος σταθμός η Ειδομένη. Εκεί γινόταν αλλαγή φρουράς, το τρένο παρελάμβαναν οι Γιουγκοσλάβοι. Το μεγαλύτερο κομμάτι της διαδρομής ήταν στο έδαφός τους. Άνοιγαν ξαφνικά τις πόρτες πολλές φορές στη διάρκεια του ταξιδιού ζητώντας διαβατήρια και βίζες συνεχώς, σε βαθμό ενοχλητικό.
Μετά τις πρώτες 20 ώρες ένιωθες τη βαθιά ενόχληση από τα άπλυτα σώματα, τις βαριές ανάσες και τα φαγητά που κουβαλούσαν μαζί τους: κεφτεδάκια που μύριζαν σκορδίλα, τουρσιά, μουρταδέλες, σκορδάτα σαλάμια. Νομίζω πως αυτό ήταν το πιο δύσκολο κομμάτι του ταξιδιού και ο λόγος που γκρίνιαζα συνεχώς στη μάνα μου για το πότε θα φτάσουμε επιτέλους. Πάντα έπαιρνα την ίδια στερεότυπη απάντηση, μέτρα 40 ώρες.
Εξουθενωμένοι σωματικά φτάναμε στον πολιτισμό. Για μένα άρχιζε μια όμορφη περίοδος 3 μηνών με καλοπέραση, ψώνια, αγάπη από τους γονείς μου και βέβαια μουσεία, εκθέσεις και διάβασμα, επαφή με άλλη κουλτούρα.
Το τρένο του γυρισμού είχε πάντα μια άλλη γλύκα. Οι επιβάτες ήταν πιο χαρούμενοι, καθώς επέστρεφαν στα πάτρια εδάφη, οι βαλίτσες ήταν γεμάτες με δώρα και οι καρδιές με χαρά και προσμονή.
Μόνον όμορφες μπορεί να είναι οι αναμνήσεις μου από αυτά τα τρένα που δυο φορές το χρόνο τα αντάμωνα, τον χειμώνα μου έφερναν τον πατέρα μου, τα καλοκαίρια με πήγαιναν σ΄ αυτόν.

Γιώτα Ιωακειμίδου
Φιλόλογος
bavariagr.de

sidirodromikanea.blogspot.com