Παρασκευή 4 Δεκεμβρίου 2020

Το τρένο περνά.

Τρένο της εταιρείας London, Midland and Scottish Railway. Το παρομοίαζαν με ξενοδοχείο, καθώς διέθετε lounge, bar και ιδιωτικό μπουντουάρ (1928). © Edward G. Malindine/Getty Images/Ideal Image

Τι σχέση έχουν τα τρένα με τη λογοτεχνία; Είναι τα βαγόνια τους το ιδανικό περιβάλλον για την ανάγνωση μυθιστορημάτων; Οι σταθερές τους τροχιές μάς προσφέρουν την πλοκή που τόσο λείπει από τις ζωές μας;

Ο Iσπανός συγγραφέας Ενρίκε Βίλα-Μάτας ισχυρίζεται πως η ζωή δεν έχει πλοκή, εναπόκειται σε εμάς να την προσθέσουμε. Και πως το ταξίδι έχει αποδειχθεί ιδανική πλοκή από την αρχαιότητα ήδη – κάτι με αρχή, μέση και τέλος. Οι άνθρωποι μπορεί να μην ήξεραν ακόμη τι θα μπορούσε να είναι η ιστορία, αλλά ήξεραν τι είναι το ταξίδι. Και χρησιμοποίησαν αυτή την πλοκή για να βάλουν μια σειρά στα πράγματα, να αφηγηθούν τις ιστορίες τους. «Σίγουρα γι’ αυτό η “Οδύσσεια”, το χρονικό ενός ταξιδιού, είναι μία από τις πρώτες ιστορίες που διηγήθηκαν οι άνθρωποι».*

Από τη στιγμή που άρχισε η ανθρωπότητα να βάζει σε μια σειρά τα πράγματα, πήρε φόρα και δεν ξανασταμάτησε: οι ιστορίες περιπλέκονταν, οι διαδρομές επεκτείνονταν, τα δίκτυα πύκνωναν. Η ένταση έφτασε στο απόγειό της στη Δύση στο πρώτο μισό του 19ου αιώνα. Τότε που η μανία με την ταχύτητα ανέβασε πρωτοφανείς στροφές στα πιστόνια της ιστορίας. Η εφεύρεση του σιδηροδρόμου συρρίκνωσε τον χώρο και επιτάχυνε τον χρόνο με επαναστατικό τρόπο. Για τον άνθρωπο του 1830 ο σιδηρόδρομος ήταν μια θαυμαστή και τρομακτική νεωτερικότητα, ένα εκπληκτικό τεχνολογικό επίτευγμα που μπορούσε να αποδειχθεί τρομερά ριψοκίνδυνο – δεν ήταν λίγα τα ατυχήματα, κάποια από τα οποία πολύνεκρα. Δεν ήταν αμελητέος, όμως, και ο ενθουσιασμός για τον νέο τρόπο μετακίνησης.

«Δεν μπορείτε να φανταστείτε πόσο παράξενο είναι να προχωράει κανείς έτσι, χωρίς κανένα ορατό αίτιο προώθησης εκτός από αυτή τη μαγική μηχανή, με τη λευκή ανάσα της να υπερίπταται, ρυθμική και απαράλλακτη, ανάμεσα σε αυτούς τους γρανιτένιους τοίχους, τους ήδη καλυμμένους με βρύα και μούσκλια. Όταν σκέφτομαι πως αυτοί οι τεράστιοι όγκοι πέτρας χωρίστηκαν στα δύο ώστε να επιτραπεί το πέρασμά μας στα έγκατα της γης, νιώθω πως δεν υπάρχει παραμύθι πιο θαυμαστό από αυτό που ζω. Γέφυρες ρίχτηκαν από κορυφή σε κορυφή ώστε να συνδέσουν τα άκρα των γκρεμών και οι άνθρωποι που μας κοιτούν από εκεί ψηλά να περνάμε, μοιάζουν με πυγμαίους που στέκονται στον ουρανό […] Όταν έκλεινα τα μάτια, ένιωθα να πετάω, αυτή η αίσθηση ήταν θαυμάσια και παράξενη πέρα από κάθε περιγραφή», γράφει σε μια επιστολή η νεαρή ηθοποιός Φάνι Κεμπλ, περιγράφοντας την εμπειρία της στο δοκιμαστικό ταξίδι του τρένου στο Μάντσεστερ του 1830.


Τα τρένα κατέχουν ιδιαίτερη θέση στην ιστορία της ευρωπαϊκής λογοτεχνίας. Από τον Κόναν Ντόιλ έως την Άγκαθα Κρίστι και από τον Ντίκενς έως τον Τολστόι και τον Προυστ, οι ατμομηχανές υπήρξαν ιδανικοί φορείς του μυθιστορήματος, συνδεδεμένες με τα κείμενα τόσο σταθερά όσο τα βαγόνια των συρμών μεταξύ τους. «Train of thoughts» δεν λένε εξάλλου οι Αγγλοσάξονες την ακολουθία των σκέψεων; Και αυτές οι μαυροντυμένες λέξεις που τρέχουν σφιχτοδεμένες η μία μετά την άλλη στη λευκή σελίδα, δεν θυμίζουν τρένα, συρμούς που τρέχουν σε χιονισμένα τοπία, που σταματούν προσωρινά σε σταθμούς, μέχρι να ξεκινήσει το επόμενο κεφάλαιο και το επόμενο, μέχρι τον τελικό προορισμό; «Τα παράθυρα του τρένου ξεφυλλίζονται σαν σελίδες ακριβώς πάνω από τα μάτια μας», γράφει ο James Saulter. Και τα μάτια μας μετά την ενατένιση του τοπίου δεν επιστρέφουν ευλαβικά στις τυπωμένες σελίδες που βρίσκονται στα γόνατά μας;

Χιλιάδες σελίδες έχουν χαϊδολογηθεί μέσα σε βαγόνια, χιλιάδες έχουν γραφτεί σε κουπέ, χιλιάδες ρομάντσα έχουν ξεκινήσει από κάποιον σταθμό και άλλες τόσες περιπέτειες έχουν διαδραματιστεί στον περιορισμένο –φαινομενικά– χώρο του τρένου. Φαινομενικά, γιατί ο σχεδιασμός του τρένου επιτρέπει στον επιβάτη του την ψευδαίσθηση της αυτονομίας, την κίνησή του μέσα στον ίδιο τον συρμό – είτε παράλληλα είτε ακόμη και ενάντια στην πορεία της μηχανής. Ένας χώρος που κινείται μέσα στον χώρο, ένα δωμάτιο που ταξιδεύει στο τοπίο. Ο σιδηρόδρομος κατάφερε να μας μετακινήσει με την αποφασιστικότητα και την αποτελεσματικότητα που μόνο η λογοτεχνία διέθετε έως τότε, όταν μας μετέφερε ακαριαία σε μακρινά τοπία, σε άλλες χώρες, σε άλλες εποχές.

Εμείς στην Ελλάδα δεν μοιραζόμαστε την περιπλοκότητα του ευρωπαϊκού δικτύου, τις ανεξάντλητες δυνατότητες ανταποκρίσεων, διασταυρώσεων και συνδέσεων (μήπως τελικά και η σχετική υποθρεψία του μυθιστορηματικού είδους εδώ οφείλεται στην καχεξία του σιδηροδρομικού μας δικτύου;). Περιορισμένες είναι οι μετακινήσεις μας στις ράγες, αποσπασματικές. Τίποτε καλό δεν φτάνει με το τρένο, κι όποιος φεύγει σέρνει τα λιγοστά υπάρχοντά του προς την άπονη ξενιτιά. Ίσως γι’ αυτό τα τρένα και οι σταθμοί είναι στην ελληνική λογοτεχνία σχεδόν πάντα θλιβεροί και μίζεροι: δεν την αντέχουμε την απόσταση από τη μητέρα πατρίδα.

Σε ένα διήγημα του Η. Χ. Παπαδημητρακόπουλου, ο ήρωας πάει να παραλάβει έναν φίλο του από τον σταθμό των τρένων. Ακολουθεί η εξής στιχομυθία:
«– Σε έβαλα σε φασαρία να κουβαληθείς ως εδώ με το αυτοκίνητο, μου λέει.
– Εύκολο ήταν, λέω, δεν έχει κίνηση αυτή την ώρα.
– Ήρθες περιμετρικώς; με ρωτάει.
– Όχι, ήρθα περιμητρικώς, απαντώ.
Με κοίταξε με απορία.
– Πέρασα πρώτα από τη μητέρα μου, μένει εδώ κοντά, του εξήγησα γελώντας».**


* Ενρίκε Βίλα-Μάτας, «Δόκτωρ Πασαβέντο», μτφ. Νάννα Παπανικολάου, Εκδόσεις Καστανιώτη
** Η. Χ. Παπαδημητρακόπουλος, «Ροζαμούνδη», Εκδόσεις Νεφέλη

Δημήτρης Τσουμπλέκας
kathimerini.gr