Σάββατο 10 Οκτωβρίου 2020

ΤΑΞΙΔΙ ΜΕ ΤΟ IMPERIAL EXPRESS: Ο φαντομάς των τρένων.



Στις ράγες του παρελθόντος μια μυστική ως πριν από λίγα χρόνια αμαξοστοιχία πολυτελείας ενώνει δύο ιστορικές πρωτεύουσες της Ευρώπης: τη Βουδαπέστη με την Πράγα  
Το τρένο βρισκόταν ήδη στον σταθμό Nyugati. Η αγέρωχη μαύρη ατμομηχανή 424009 του 1945 που στεκόταν μπροστά πλημμυρισμένη στους καπνούς αγκομαχούσε στην προθέρμανση. Ο διαπεραστικός ήχος της αναχώρησης στις 8.15 ακριβώς το πρωί έδωσε την ευκαιρία στις φωτογραφικές μηχανές να ανάψουν. Το πιο μυστικό τρένο του κόσμου ξεκινούσε για το ταξίδι του στις ουγγρικές επαρχίες, στη λίμνη Μπάλατον και στις πόλεις Εστεργκόμ και Εγκερ.
Το Imperial Express ξεκίνησε ακριβώς στις 8.15 ενός φωτεινού πρωινού με αργές κινήσεις, πολύ θόρυβο και μέσα σε ένα πέπλο καπνού για το ταξίδι του στις επαρχίες της Ουγγαρίας. Η γεύση ενός έντονου αρωματικού τσαγιού υπήρχε ακόμη στους 54 επιβάτες, σε όλους μας δηλαδή, που είχαμε γευτεί μια βασιλική υποδοχή στην περίφημη αίθουσα της αυτοκράτειρας Σίσσυ και του αυτοκράτορα Φραγκίσκου Ιωσήφ στον σταθμό Nyugati.
Αφήσαμε πίσω την Πέστη. Σαν το παραμύθι που γεμίζει αργά και σταθερά τη δράση με λέξεις, το ρυθμικό κούνημα της αναχώρησης από την πλατφόρμα Νο. 10 με οδηγό μια μηχανή από τις ελάχιστες που υπάρχουν ακόμη στον κόσμο γέμιζε τις καρδιές μας με συγκίνηση.
Υστερα από δύο ώρες το τρένο σταμάτησε στον σταθμό Szekesfeharvaz για να ανεφοδιασθεί με νερό. Περιμένοντας την ατμομηχανή να γεμίσει, μπορούμε να μιλήσουμε για την ιστορία αυτού του ειδικού τρένου, την ύπαρξη του οποίου γνώριζαν μόνο η μυστική αστυνομία και οι λίγοι εκλεκτοί του καθεστώτος για σχεδόν μισό αιώνα.
Αυτό το ιδιαίτερο τρένο είναι φτιαγμένο από σίδερο, ατσάλι και γυαλισμένο ελεφαντόδοντο, αλλά το κύριο συστατικό του στην έναρξη και στην προβολή του ήταν η ιστορία.
Τον Μάιο του 1945 ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος ήταν στο τέλος του. Υστερα από χρόνια άγριων μαχών και τρομερής φρίκης, δύο μεγάλες συμμαχικές δυνάμεις βρίσκονταν αντιμέτωπες πάνω από τα ερείπια της Γερμανίας.
Στα δυτικά ήταν οι αμερικανικές, καναδικές και βρετανικές συμμαχικές δυνάμεις. Στα ανατολικά ήταν ο ρωσικός Κόκκινος Στρατός. Τα καινούργια σύνορα ανάμεσα στην Ανατολή και στη Δύση χαράχθηκαν εκεί όπου οι στρατιές βρίσκονταν όταν σταμάτησε ο πόλεμος.
Πίσω από το «σιδηρούν παραπέτασμα» ή μάλλον πίσω από ένα αδιαπέραστο συμπαγές αγκαθωτό συρματόπλεγμα με ναρκοπέδια, φρουρούς και την πολιτική να σκοτώνουν οποιονδήποτε επικίνδυνο ­ υπήρχε και ένα πολιτικό σύστημα που ήλεγχε κάθε στιγμή την προσωπική και την επαγγελματική ζωή ­ βρίσκονταν οι μεγάλες πόλεις της Πράγας και της Βουδαπέστης (και της Βιέννης, ώσπου να πεισθούν οι Ρώσοι να την εγκαταλείψουν).
Το «σιδηρούν παραπέτασμα» ήταν η εκδήλωση αυτού που αργότερα ονομάστηκε «Ψυχρός Πόλεμος». Δύο διαφορετικά και ασυμβίβαστα κοινωνικά συστήματα, ο κομμουνισμός και ο καπιταλισμός, ήταν αντιμέτωπα για τέσσερις δεκαετίες.
Η Πράγα και η Βουδαπέστη περνούσαν μαύρους καιρούς. Οι άνθρωποι δεν μπορούσαν να απολαύσουν καμία πολυτέλεια και πολλές φορές δεν είχαν ούτε τα βασικά. Το χαμηλό επίπεδο ζωής όμως δεν επηρέασε μια πολύ μικρή ομάδα ανθρώπων: τους κυβερνητικούς. Διοικούσαν μεγάλο μέρος της Αυστροουγγρικής αυτοκρατορίας και το επίπεδο της ζωής τους και η πολυτέλεια στα κτίριά τους ταίριαζαν σε παλαιότερες εποχές μεγαλείων. Οι σημαντικοί αξιωματούχοι δεν μπορούν να περιμένουν στην ουρά για ψωμί, και αυτή η πολιτική δεν ήταν δυνατόν να αλλάξει. Σε μια κοινωνία που χρησιμοποιούσε τους σιδηροδρόμους ως μέσο συγκοινωνίας έπρεπε και αυτοί να έχουν ένα μυστικό τρένο προς δική τους χρήση.
Και έτσι επιβίωσαν τα βαγόνια του Imperial Express. Ενώ οι άλλοι κάτοικοι της Ουγγαρίας χρησιμοποιούσαν στοιχειώδη τρένα, κυβερνητικοί και αξιωματούχοι κάθονταν σε δερμάτινα καθίσματα με γυαλιστερό ελεφαντόδοντο καθώς ταξίδευαν σε διαφορετικά μέρη, μακριά από την πραγματική ζωή. Το σέρβις ήταν άψογο, σε τέτοιο βαθμό που πολύ λίγα τρένα είχαν ποτέ. Προς μεγάλη ειρωνεία, η χρυσή εποχή των σιδηροδρόμων άρχισε σε μια χώρα όπου η πολυτέλεια ήταν για το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού «πολυτέλεια».
Μετά από χρόνια, ενώ το «σιδηρούν παραπέτασμα» κατέρρεε και οι μυστικοί αστυνομικοί είχαν φύγει, το τρένο υπήρχε. Τα βαγόνια ήταν πολύ μεγάλα σε ηλικία για να εκσυγχρονίσουν τον κρατικό σιδηρόδρομο της Ουγγαρίας και βρίσκονταν εκεί χωρίς να χρησιμοποιούνται. Ενα από αυτά πήγε στο Πανεπιστήμιο της Βουδαπέστης για να γίνει καφετέρια (είχε ανακαινισθεί ως βαγόνι-τραπεζαρία Νο. 230). Τα υπόλοιπα έμειναν ξεχασμένα και περίμεναν ένα αβέβαιο μέλλον.
Ετσι γεννήθηκε το σημερινό Imperial Express. Σε μια συνεργασία του Αυτοκρατορικού Σιδηροδρόμου στο Λονδίνο με το Τμήμα Νοσταλγίας της Ουγγαρίας, τα βαγόνια επέστρεψαν στην κυκλοφορία έχοντας έναν καινούργιο ρόλο: να μεταφέρουν ταξιδιώτες στις πόλεις της Πράγας, της Βουδαπέστης και της Βιέννης. Κράτησαν το στυλ του πολύ ξεχωριστού τρένου και τους ίδιους αφοσιωμένους μηχανικούς και τεχνίτες για μια καινούργια πελατεία.
Πολλά πράγματα έχουν μείνει ίδια. Το σέρβις πάνω στο τρένο είναι από την ίδια ομάδα που εξυπηρετούσε την κυβέρνηση ­ συνηθισμένη στη μυστικότητα εκείνων των ημερών για τους κυρίους τους, τους οποίους έβλεπαν να υπογράφουν το Σύμφωνο της Βαρσοβίας ή ένα σχέδιο για τη συγκομιδή πατάτας.
Ο εφοδιασμός τελείωσε και ξεκινήσαμε. Το χιονισμένο τοπίο περνούσε μπροστά από τα μάτια μας μέσα από ένα πυκνό φίλτρο καπνού. Η μυρωδιά ήταν η νοσταλγική πρώτη προσέγγιση μιας άλλης εποχής. Τότε που το κούνημα του τρένου σιγοψιθύριζε στον χρόνο ιστορίες για να περνάνε οι επιβάτες πιο ευχάριστα ως τον τελικό προορισμό τους. Τότε που το τρένο ήταν η πολυτέλεια της μεταφοράς. Ο καφές, βαρύς, ζεστός και αληθινός στη γεύση μαζί με ένα τυπικό εγγλέζικο πρωινό που είχε ήδη σερβιριστεί, συνόδευε το παιχνίδισμα του ήλιου με τις ακριβές πορσελάνες ­ λες και ήταν κρυφτό στις αντανακλάσεις.
Σε λίγο στα δεξιά μας εμφανίστηκε η παγωμένη λίμνη Μπάλατον. Εξακόσια τετραγωνικά χιλιόμετρα, με μήκος 77 χλμ. και 15 χλμ. πλάτος. Ο σιδηρόδρομος έφθασε εδώ το 1861 και έτσι δημιουργήθηκαν μικρά χωριά και πόλεις όπου κατά την περίοδο του Ψυχρού Πολέμου δυτικογερμανικές οικογένειες μπορούσαν να συναντήσουν φίλους και συγγενείς από την Ανατολική Γερμανία. Για μεγάλη περίοδο, στις όχθες της λίμνης πληθώρα νεαρών κοριτσιών από την Ανατολική Γερμανία έρχονταν εδώ για να γνωρίσουν τον «άνδρα των ονείρων» τους με σκοπό να φύγουν από το υπαρκτό όνειρο του δικού τους καθεστώτος. Σήμερα η λίμνη είναι πόλος έλξης θαλάσσιων αθλημάτων και ψαρέματος.
Γύρω στις 3.00 το μεσημέρι το Imperial Express έφθασε στον σταθμό της μικρής πόλης Kesthely. Εδώ βρίσκεται το κάστρο Festetics, κάποτε σπίτι της Δούκισσας του Χάμιλτον Μαίρης. Χτίστηκε το 1745 από τον Γεώργιο Φεστέτικ και το 1797 δημιουργήθηκε το πρώτο Κολέγιο Γεωργικών Σπουδών της Ευρώπης με μια τεράστια βιβλιοθήκη 35.000 τόμων και με πολλά ελληνικά συγγράμματα. Αργά το βράδυ το τρένο ταξίδευε κατά μήκος της βόρειας πλευράς της λίμνης. Στον σταθμό Balatontomaj δίπλα στην ατμομηχανή μας είχε στηθεί ένα μεγάλο δοκιμαστήριο τριών διαφορετικών ποικιλιών κρασιών της περιοχής. Το χιόνι, προκλητικά σιωπηλό, προκάλεσε τον χιονοπόλεμο μεταξύ του Ντέιβιντ και του Ανδρέα καθώς η Τζένυ και η Κική τουρτούριζαν δίπλα στη μεγάλη υπαίθρια φωτιά.

Την επόμενη ημέρα το πρωί η βασιλική της πόλης Εστεργκόμ, γενέτειρας του πρώτου ούγγρου βασιλιά, μονοπώλησε το ενδιαφέρον μας.

Μετά την επιστροφή μας από τον Βορρά το Imperial Express έμεινε για λίγες ώρες στον σταθμό Nyugati της Πέστης. Ηταν η ώρα της απογευματινής σιέστας. Το ρυθμικό κούνημα των βαγονιών συναρμολογούσε τις σκέψεις και τις ένωνε σε προτάσεις. Για 90 λεπτά τα δέκα βαγόνια του Imperial Express κατευθύνονταν προς το χωριό Lajosmisze, όπου φθάσαμε γύρω στις 8.30 το βράδυ και κατεβήκαμε σε ένα χιονισμένο λιβάδι με ψηλά δέντρα από τη μια μεριά να μαγνητίζουν τη φαντασία και τα άλογα με τους καβαλάρηδες από την άλλη να αφοπλίζουν την προσοχή μας: οι αναβάτες τους με τα φαρδιά μαστίγια έκαναν ένα δυνατό κρότο καθώς τα κινούσαν με δεξιοτεχνία στον παγωμένο αέρα.

Φωτιές είχαν ανάψει παντού, που μαζί με τα λίγα φώτα του τρένου σχημάτιζαν ένα ονειρικό σκηνικό. Το κρύο δυνατό, και το λευκό τοπίο στους μείον δέκα βαθμούς ανατρίχιαζε όλο το κορμί μας παρ’ όλα τα παλτά, τους σκούφους και τα γάντια. Ανεβήκαμε σε ένα κάρο που το έσερναν δύο ντόπια άλογα, φημισμένα για την αντοχή και τη χάρη τους. Για τα επόμενα 15 λεπτά ο ήχος από τις ρόδες μαζί με τις οπλές των αλόγων ήταν η μόνη συντροφιά στον γρήγορο ρυθμό της αναπνοής μας. Φθάσαμε στον υπαίθριο χώρο μιας μεγάλης αγροτικής κατοικίας. Ζεστό κρασί με αλμυρό ψωμί ήταν τα πρώτα δώρα του ερχομού μας. Μετά άρχισε στο ύπαιθρο η επίδειξη δεξιοτεχνίας των ντόπιων καβαλάρηδων, με πιο εντυπωσιακό το ξάπλωμα των αλόγων καταγής. Ενα έθιμο από τον προηγούμενο αιώνα, όταν έτσι προστάτευαν οι χωρικοί τα άλογά τους μέσα στα ψηλά καλλιεργημένα λιβάδια από τους επιδρομείς. Μετά, η πιο δύσκολη σκηνή: το πρόσταγμα των αλόγων να καθήσουν στα πίσω πόδια τους! Ενα σπάνιο θέαμα που μόνο σ’ αυτή την περιοχή μπορεί να δει κανείς. Αυθεντικός τσιγγάνικος χορός καθώς η φωτιά σιγόκαιγε το παρόν και καταλάγιαζε την έξαρση στο πιο ακίνδυνο σημείο της, εκείνο της απλής συμμετοχής. Το κρύο, εξουσιαστικό, νίκησε την αντοχή μας. Σε λίγο, στη μεγάλη σάλα του διπλανού εστιατορίου άρχισε το πρωτοχρονιάτικο πάρτι του 1999.

Στο στόμα μου όταν άρχισαν να ανοίγουν τις σαμπάνιες είχα τις λέξεις του Προυστ: «Ο χρόνος που διαθέτουμε κάθε μέρα είναι ελαστικός. Τα πάθη που ζούμε μπορούν μόνο να τον επιμηκύνουν!».

ΓΙΑΝΝΗΣ Α. ΣΠΑΒΕΡΑΣ
tovima.gr