Δευτέρα 15 Ιουνίου 2020

Άνθρωποι δίχως πρόσωπο.

Η θερμοκρασία ανέβαινε διαρκώς τις τελευταίες ημέρες. Επιτέλους, ο καιρός είχε αρχίσει να είναι συμβατός με το ημερολόγιο. Το έβλεπες παντού, στα ρούχα των ανθρώπων, στα σανδάλια που πολλαπλασιάζονταν στα πόδια των περιπατητών… Στις διαθέσεις ήταν δύσκολο να το διαβάσεις πάντως.

Μέσα στο μετρό η εικόνα θύμιζε ταινία επιστημονικής φαντασίας, αλλά… αλλιώς. Οι άνθρωποι δεν είχαν πρόσωπο ολόκληρο, μόνο μέτωπο, μαλλιά και μάτια. Μάσκες παντού, μάσκες όταν στο βαγόνι ήταν λίγοι άνθρωποι, μάσκες και στις ώρες αιχμής, όταν ο κανόνας της απόστασης 1,5 έως δύο μέτρων ήταν εκ των πραγμάτων ανέφικτος.
Αυτό που άλλαζε μόνο ήταν το όποιο «εικαστικό» στοιχείο του πράγματος: πολλοί φορούσαν μάσκες χειρουργικές, μιας χρήσης. Από αυτές που τις φοράς και τις πετάς. Αλλοι υφασμάτινες, μονόχρωμες, λευκές ή μαύρες, ενίοτε σε κάποιο απαλό χρώμα, θαλασσί ή ροζ. Από αυτές που τις πλένεις και τις ξαναχρησιμοποιείς, αγοραστές ή και χειροποίητες. Είχε δει όμως και άλλες, περισσότερο στολισμένες ή δηλωτικές της προσωπικότητας του φέροντος.
Σε ύφασμα παραλλαγής, για όσους θαυμάζουν το στράτευμα, σε ριγέ ή καρό για εκείνους που είναι πιο μοδάτοι, ή «ασορτί» με τα χρώματα των ενδυμάτων τους. Είχε την εντύπωση ότι μια συνεπιβάτιδα την οποία συναντούσε στην ίδια διαδρομή, Κατεχάκη-Σύνταγμα, εκεί γύρω στις 2.30 κάθε μεσημέρι, είχε ολόκληρη συλλογή από μάσκες, επιτηδευμένα φροντισμένες ώστε να ταιριάζουν με την υπόλοιπη εμφάνισή της.
Νέα, μάλλον. Χωρίς ρυτίδες στα μάτια και με λαμπερά μακριά, ίσια μαλλιά, χτενισμένα στο κομμωτήριο. Καλοντυμένη σε επίπεδο λεπτομέρειας. Ταξίδευε όρθια, φροντίζοντας να στηρίζει κάπου την πλάτη της αλλά να μην αγγίζει τίποτα. Το βλέμμα της δεν σταματούσε πουθενά, δεν κοίταζε κανέναν και τίποτα. Οταν κατέβαινε από τον συρμό και έβγαινε στην πλατεία Συντάγματος χανόταν γρήγορα μέσα στο πλήθος των ανθρώπων, αλλά δεν έδειχνε να βγάζει τη μάσκα της, όπως έκαναν οι περισσότεροι επιβάτες.
Την παρατηρούσε. Ηταν τόσο απόμακρη, τόσο έξω από τον παρόντα κόσμο, ίσως και υπεράνω αυτού. Αναρωτιόταν αν πίσω από τη μάσκα της κρυβόταν κάποιο συναίσθημα: χαρά, λύπη, απογοήτευση, δυσφορία έστω που έπρεπε να φορά αυτό το αναγκαστικό αξεσουάρ, «όπλο» ενάντια στον αόρατο εχθρό.
Εκείνη έπιανε τον εαυτό της να εκνευρίζεται, ειδικά όσο αυξανόταν η ζέστη, έσφιγγε τις γροθιές της για να μην ξύσει τη μύτη της, που τη φαγούριζε περισσότερο από ποτέ μέσα στο μετρό. Εκεί την έπιαναν όλα: φταρνίσματα, ξερόβηχας, δυσφορία και δυσκολία στην αναπνοή. Και με το που πάταγε το πόδι της στην πλατεία, έβγαζε τη μάσκα της. Επαιρνε μια βαθιά αναπνοή και σχεδόν αναστέναζε από ανακούφιση. Μπορούσε να ανασάνει ξανά ελεύθερα.
Την ενοχλούσε η εικόνα των ανθρώπων χωρίς πρόσωπο, έμοιαζαν σαν ένα νέο είδος του ζωικού βασιλείου που δεν μπορείς να το διαβάσεις, ούτε να το καταλάβεις. Της φαινόταν ότι οι αγενείς είχαν γίνει περισσότεροι και ότι η μάσκα τούς το επέτρεπε αυτό: κανείς δεν θα τους αναγνώριζε την άλλη μέρα ούτε αισθάνονταν εκτεθειμένοι στα μάτια των άλλων.
Οι άλλοι, οι ευγενείς, σαν να είχαν μαζευτεί περισσότερο, πρόσεχαν πιο πολύ, κινούνταν πιο αργά, έχαναν συρμούς -ποιος ξέρει και τι άλλο στην υπόλοιπη ζωή τους- καθώς προσπαθούσαν να «προφυλαχθούν και να προφυλάξουν και τους άλλους». Σαν το πανάκριβο μήνυμα να ήταν μόνο γι’ αυτούς.
Μια μέρα, μπήκε φορτωμένη με πράγματα στο μετρό και, ενώ υπήρχε χώρος, κάποιοι την έσπρωξαν ορμώντας με φόρα στο βαγόνι. Πρόλαβε και πιάστηκε αγκαλιάζοντας με τον αγκώνα τον μεταλλικό στύλο για να μην πέσει. Ενας επιβάτης της πρόσφερε τη θέση του για να καθίσει. Αρνήθηκε ευγενικά. Μέσα από τη μάσκα της είχε χαμογελάσει. Αλλά ο καλός αυτός κύριος δεν το έμαθε ποτέ.
Το μόνο που ήλπιζε ήταν να άκουσε τη χροιά της φωνής της όταν του είπε: «Σας ευχαριστώ πολύ, θα κατεβώ σε δυο στάσεις. Να είστε καλά». Ηταν το μόνο μέσο που είχε για να δείξει συναισθήματα.

Αρχοντία Κάτσουρα
efsyn.gr