Είτε ως «Ζ 100» για τους σιδηροδρόμους του Λουξεμβούργου, είτε ως «X 3700» για την γαλλική SNCF, το autorail της De Dietrich είναι ένα από τα πιο σημαντικά που κυκλοφόρησαν στην μεταπολεμική Ευρώπη.
Το 1947 η Εθνική Εταιρεία Σιδηροδρόμων του Λουξεμβούργου («Societe Nationale des Chemins de Fer Luxembourgeois», CFL), που ιδρύθηκε στις 17 Απριλίου του προηγούμενου χρόνου ενοποιώντας τους παλαιότερους σιδηροδρομικούς σχηματισμούς της μικρής σε μέγεθος δυτικο-ευρωπαϊκής χώρας, αποφάσισε να ξεκινήσει την σταδιακή αντικατάσταση των ατμομηχανών της με πιο σύγχρονα τραίνα.
Ξεκινώντας αυτή τη διαδικασία, παρήγγειλε δέκα ντιζελοκίνητες αυτοκινητάμαξες από την αλσατική εταιρεία «De Dietrich». Στις 11 Αυγούστου 1949 τα νέα autorails πραγματοποίησαν το πρώτο τους δρομολόγιο στη χώρα, λαμβάνοντας την κωδική ονομασία «Ζ 100» και με αρίθμηση από το «Ζ 101 έως το «Ζ 110». Με το πέρασμα του χρόνου αποδείχτηκαν ιδιαίτερα πρακτικά για τις επιβατικές υπηρεσίες που προσέφεραν, διαθέτοντας 81 καθίσματα (τα 5 πτυσσόμενα) δεύτερης και τρίτης θέσης, ταχυδρομικό διαμέρισμα, ξεχωριστό χώρο αποσκευών και έναν λέβητα από χυτοσίδηρο για τη θέρμανση των ταξιδιωτών. Στην καλή τους φήμη συνέβαλε και το γεγονός ότι σπάνια παρουσίαζαν βλάβες, λόγω του απλού και στιβαρού σχεδιασμού τους, σε συνδυασμό με τις δοκιμασμένες τεχνικές λύσεις που υιοθετούσαν.
Με την αξιοπιστία τους δεδομένη, παρέμειναν σε υπηρεσιακή λειτουργία για περισσότερα από 25 χρόνια, μέχρι την εμφάνιση της ηλεκτροκίνητης σειράς «250». Από τότε άρχισε και η συνταξιοδότησή τους, με καταληκτική ημερομηνία την 23η Ιανουαρίου 1978, με την οριστική απόσυρση των τριών τελευταίων μονάδων («Ζ 104», «Ζ 105» και «Ζ 110»). Στη συνέχεια οδηγήθηκαν όλες στο διαλυτήριο, εκτός από την «Ζ 105», που κρίθηκε διατηρητέα από την Υπηρεσία Εθνικών Μνημείων («Service des Sites et Μonuments Νationaux», SSMN) και σήμερα βρίσκεται σε κατάσταση λειτουργίας.
Στην υπηρεσία της SNCF
Η αυτοκινητάμαξα της «De Dietrich» υπηρέτησε και στο γαλλικό σιδηροδρομικό δίκτυο, υπό την δικαιοδοσία της SNCF που παρήγγειλε 20 μονάδες της στην αλσατική εταιρεία, οι οποίες παρελήφθησαν στο χρονικό διάστημα από 27 Σεπτεμβρίου 1949 έως 6 Ιουλίου 1950. Κατόπιν τέθηκε σε λειτουργία κωδικοποιημένη ως «X 3700» και με αρίθμηση από «Χ 3701» μέχρι «Χ 3720».
Λόγω του μειωμένου αριθμού της, περιορίστηκε στα δρομολόγια των γραμμών Αλσατίας και Λωρραίνης, παρέχοντας περιστασιακά ορισμένες υπηρεσίες στη Dijon και φτάνοντας ως το Saarbrücken. Μερικές φορές συνδεόταν και με άλλη αυτοκινητάμαξα του ίδιου τύπου ή με ένα «Χ 4300», ενώ μπορούσε να ρυμουλκήσει ένα επιβατικό βαγόνι. Κατά τη διάρκεια της σταδιοδρομίας της, επωφελήθηκε από διάφορες τεχνικές τροποποιήσεις που στόχευαν στη βελτίωση της άνεσης του οδηγού και των επιβατών, αλλά και στη διευκόλυνση της συντήρησης.
Από το 1963 η άφιξη του πιο αποδοτικού και άνετου «X 4300», καθώς και η ενίσχυση του εξοπλισμού του «X 2400», οδήγησε σε πτώση της δραστηριότητας της «X 3700». Πέντε χρόνια αργότερα η σειρά υποβλήθηκε σε αισθητική ανανέωση, με νέους χρωματισμούς, συνεχίζοντας να προσφέρει υπηρεσίες μέχρι την περίοδο 1974-1975. Τον Δεκέμβριο του 1976 αποσύρθηκε οριστικά, με τη μονάδα «Χ 3705» να αναδεικνύεται η πιο «περπατημένη» όλης της σειράς, με 2.224.488 συνολικά χιλιόμετρα. Στις ημέρες μας έχει διατηρηθεί σε λειτουργία για ιστορικούς λόγους η «X 3710», η οποία ανήκει στο «Train Thur Doller Alsace».
De Dietrich Ferroviaire
Η «De Dietrich Ferroviaire» (DDF) είναι ένας διακεκριμένος κατασκευαστής σιδηροδρομικού τροχαίου υλικού, που εδρεύει στο Reichshoffen της Γαλλίας. Η ιστορία της είναι πολύ μεγάλη, καθώς ξεκίνησε το μακρινό 1684 και εγκαταστάθηκε στη σημερινή της έδρα το 1767, με βασιλικό διάταγμα.
Κατά τη διάρκεια των τριών και πλέον αιώνων της δραστηριότητάς τoυ, ο όμιλος De Dietrich ασχολήθηκε με πολλά ακόμη βιομηχανικά προϊόντα (ο σιδηρόδρομος είναι μόνο ένα από αυτά). Ήταν παρών και στην αυγή της Αυτοκίνησης, με ποιοτικά μοντέλα παραγωγής και ξεχωριστά τετράτροχα που κέρδιζαν σημαντικούς διεθνείς αγώνες. Το 1935 αποσύρθηκε από τον κλάδο του αυτοκινήτου, έχοντας ήδη εμπλακεί στην κατασκευή σιδηροδρομικών οχημάτων. Η περίοδος εκείνη χαρακτηριζόταν από την άνθηση των autorails με κινητήρες εσωτερικής καύσης, στα οποία είχαν δραστηριοποιηθεί και αυτοκινητοβιομηχανίες, όπως η Bugatti και η Renault.
Με την τελευταία η De Dietrich είχε ισχυρό ανταγωνισμό, σε μια σειρά από σιδηροδρομικά μοντέλα αυτής της κατηγορίας, με τη Renault να παρατάσσει προηγμένη και πιο σύνθετη τεχνολογία και το εργοστάσιο του Reichshoffen να απαντά με πιο απλά και ευκολοσυντήρητα μοτέρ (ήταν ο πρώτος βιομηχανικός όμιλος που εγκατέστησε δύο κινητήρες diesel σε autorail). Οι αυτοκινητάμαξες της De Dietrich ήρθαν και στην Ελλάδα, με μια από αυτές μάλιστα να φωτογραφίζεται (ίσως για ύστατη φορά) στην Τρίπολη το 1988.
Aπό τα τέλη της δεκαετίας του '50 τα railcars με θερμικούς κινητήρες ξεπεράστηκαν και η εταιρεία έδωσε το βάρος της σε πιο μεγάλα τραίνα, πάλι με επιτυχία. Μεταξύ άλλων, η DDF ήταν μέλος της κοινοπραξίας που κατασκεύασε το τροχαίο υλικό του Eurostar για τη διαδρομή από το Λονδίνο στο Παρίσι, μέσω της σήραγγας της Μάγχης. Τη δεκαετία του '90, το πλειοψηφικό μερίδιο της «De Dietrich Ferroviaire» εξαγοράστηκε από την Alstom και η εταιρεία λειτουργεί πλέον με την επωνυμία «Alstom-DDF».
Τεχνική περιγραφή
Με καμπίνα μηχανοδήγησης και στα δύο άκρα, το autorail της De Dietrich είναι εξοπλισμένο με δύο κινητήρες diesel «Saurer BXDS» σε διάταξη V, ισχύος 160 ίππων στις 1.500 στροφές ανά λεπτό έκαστος.
Τα συγκεκριμένα μηχανικά σύνολα συνδυάζονται με συγχρονισμένο κιβώτιο ταχυτήτων «Mylius» των τεσσάρων σχέσεων (1η 25 χλμ./ώρα, 2η 46 χλμ./ώρα, 3η 78 χλμ./ώρα, 4η 120 χλμ./ώρα). Έχοντας δύο δεξαμενές καυσίμων, χωρητικότητας 150 λίτρων εκάστη, η γαλλική αυτοκινητάμαξα ανέπτυσσε μέγιστη ταχύτητα 120 χιλιομέτρων την ώρα. Το μικτό βάρος της ανερχόταν στους 37,5 τόνους, ενώ το μήκος της μαζί με τον προσκρουστήρα άγγιζε τα 26 μέτρα (25,91 μ.).
Videos
Το autorail που αγαπούν οι μοντελιστές
Σπύρος Χατήρας
Φωτογραφίες: bahnbilder.de (Niklas Eimers, Hans & Jeanny De Rond, Dennis Jaroschek), blog.ferrovissime.com, wikipedia