Τι «φωτογραφίζει» η γνωμοδότηση του Ελεγκτικού Συνεδρίου, εν αναμονή και της κατάθεσης της αναλογιστικής μελέτης του υπ. Εργασίας. Πώς κοστολογούνται για το 2020 οι προωθούμενες αλλαγές. Τι προβλέπει η έκθεση επάρκειας συντάξεων.
Ψαλιδίζονται οι μεγάλες προσδοκίες για σημαντικές αυξήσεις σε εκατοντάδες χιλιάδες συνταξιούχους, λόγω των νέων ποσοστών αναπλήρωσης, αλλά και τα επιχειρήματα των επικριτών της μεταρρύθμισης Βρούτση, ότι αυξάνει υπέρογκα τις συνταξιοδοτικές δαπάνες.
Το νέο τοπίο στις συντάξεις και τις εισφορές που διαμορφώνει το νέο ασφαλιστικό νομοσχέδιο του υπουργείου Εργασίας, όπως αυτό κατατέθηκε χθες στη Βουλή, περιλαμβάνει μεταξύ των σημαντικών αλλαγών τις αυξήσεις στα ποσοστά αναπλήρωσης για όσους έχουν πάνω από 30 έτη ασφάλισης. Κι όπως φαίνεται, όχι από την έκθεση του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους αλλά από τη γνωμοδότηση του Ελεγκτικού Συνεδρίου, το κόστος για το πρώτο έτος εφαρμογής δεν ξεπερνά τα 80 εκατ. ευρώ. Το κόστος αυτό αυξάνεται στα 220 εκατ. ευρώ το 2023.
Ουδέτερες δημοσιονομικά εκτιμώνται οι αλλαγές στις εισφορές των 1,44 εκατ. μη μισθωτών. Παράλληλα, βέβαια, προβλέπεται η μείωση των ασφαλιστικών εισφορών στη μισθωτή, πλήρη απασχόληση, από τον Ιούνιο του 2020 κατά 0,90 της μονάδας, με πρόβλεψη για μείωση του μη μισθολογικού κόστους κατά 123 εκατ. ευρώ για το β’ εξάμηνο του έτους.
Να σημειωθεί ότι κατά την παρουσίαση του νομοσχεδίου στην αρμόδια επιτροπή της Βουλής, ο υπουργός Εργασίας αναμένεται να καταθέσει δύο εκθέσεις, την αναγκαία αναλογιστική μελέτη που σύμφωνα με τον κ. Βρούτση θα αποδεικνύει τη μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης, καθώς και την έκθεση επάρκειας των συντάξεων, που δείχνει ότι το το μέσο βιοτικό επίπεδο των συνταξιούχων παραμένει ελαφρά υψηλότερο του εθνικού μέσου όρου και μετά τις παρεμβάσεις.
Σύμφωνα με πληροφορίες, η αναλογιστική μελέτη θα δείχνει ότι το 2070 η συνταξιοδοτική δαπάνη ως ποσοστό του ΑΕΠ θα προσεγγίζει το 12%, στο ίδιο περίπου ύψος που εκτιμάται ότι θα κινείται και ο ευρωπαϊκός μέσος όρος. Αλλά και η έκθεση επάρκειας δείχνει ότι το 2020, μετά τις παρεμβάσεις, το μέσο βιοτικό επίπεδο των συνταξιούχων και των μελών των νοικοκυριών τους θα είναι ελαφρά υψηλότερο του εθνικού μέσου όρου, ενώ τα ποσοστά των συνταξιούχων και των μελών των νοικοκυριών τους που βρίσκονται κάτω από το όριο επαρκούς βιοτικού επιπέδου θα είναι αρκετά χαμηλότερα του εθνικού μέσου όρου. Ακόμη και συγκριτικά με τα περισσότερα από τα άλλα κράτη-μέλη της ΕΕ, η σχετική θέση των Ελλήνων συνταξιούχων σε σύγκριση με τον εθνικό μέσο όρο δείχνει να είναι περισσότερο ευνοϊκή.
Στην έκθεση του ελεγκτικού συνεδρίου βέβαια, φωτογραφίζεται το κόστος αύξησης των κύριων συντάξεων μέσω της εφαρμογής των νέων ποσοστών αναπλήρωσης, κατά τα δύο πρώτα χρόνια εφαρμογής τους.
Συγκεκριμένα, αναφέρεται ότι για το τρέχον έτος, το κόστος ανέρχεται σε μόλις 79 εκατ. ευρώ. Το 2023, το κόστος εκτιμάται σε 222 εκατ. ευρώ και προφανώς μεγαλώνει με την πάροδο των ετών, όσο αυξάνονται και οι ασφαλισμένοι που συνταξιοδοτούνται με περισσότερα από 30 έτη ασφάλισης. Η πλήρης εικόνα βέβαια θα φανεί με τη δημοσιοποίηση και της αναλογιστικής μελέτης.
Βάσει των προβλέψεων πάντως, τα ποσοστά αναπλήρωσης των κύριων συντάξεων για παλιούς και νέους ασφαλισμένους και για τα έτη ασφάλισης από 30,1 και πάνω αυξάνονται. Οι αλλαγές έρχονται αναδρομικά από 1η Οκτωβρίου 2019 και καταλαμβάνουν όλες τις συντάξεις, παλαιές και νέες, πριν και μετά τον νόμο Κατρούγκαλου, όπως και μετά τον νέο νόμο που αναμένεται να ψηφιστεί τις επόμενες ημέρες.
Στα 30 έτη ασφάλισης, το ποσοστό αναπλήρωσης παραμένει 26,37%, όπως ισχύει και σήμερα, και για κάθε επιπλέον ημέρα ασφάλισης αυξάνεται, καθώς ο συντελεστής από 1,42% διαμορφώνεται στο 1,98%. Στα 33 έτη ασφάλισης το ποσοστό αναπλήρωσης από 30,63% με τον νόμο Κατρούγκαλου, θα φτάσει το 32,31%, ενώ στα 35 έτη θα διαμορφωθεί σε 37,31% από 33,81% σήμερα. Στα 36 έτη ασφάλισης, το ποσοστό αναπλήρωσης σήμερα είναι 35,40%, ενώ με το σχέδιο νόμου θα φτάσει 39,81%.
Στα 40 έτη ασφάλισης, η αναπλήρωση της ανταποδοτικής σύνταξης είναι 42,80% και θα διαμορφωθεί σε 50,01%, ενώ θα συνεχίσει να αυξάνεται για ασφάλιση 42 ετών, με το ποσοστό αναπλήρωσης να φτάνει το 51,01% από 46,80% που είναι σήμερα. Για κάθε επιπλέον έτος πέρα των 40 ετών υπάρχει προσαύξηση στο ποσοστό αναπλήρωσης 0,50% κατ' έτος.
Οι αυξήσεις, που αναμένεται να δοθούν τον Ιούνιο εφάπαξ μαζί με τα αναδρομικά από την 1η Οκτωβρίου 2019, αφορούν όλους όσοι συνταξιοδοτήθηκαν από τις 13 Μαΐου 2016 και μετά, έχοντας πάνω από 30 έτη ασφάλισης.
Όσοι παλαιοί συνταξιούχοι είχαν συνταξιοδοτηθεί πριν τον νόμο Κατρούγκαλου και έχουν στην κύρια σύνταξή τους αρνητική προσωπική διαφορά ή πολύ μικρή θετική προσωπική διαφορά θα λάβουν αυξήσεις, οι οποίες όμως θα δοθούν σε 5 δόσεις (από φέτος έως το 2024). Και βέβαια, όλοι οι υπόλοιποι παλαιοί συνταξιούχοι, που έχουν πάνω από 30 έτη ασφάλισης και προσωπική διαφορά, θα δουν την προσωπική τους διαφορά να μειώνεται και τις μελλοντικές αυξήσεις συντάξεων να έρχονται πιο κοντά.
Αναδρομικά, από 1η Οκτωβρίου 2019 θα δοθούν και στους περίπου 250.000 συνταξιούχους του ΕΤΕΑΕΠ οι αυξήσεις στις επικουρικές συντάξεις. Στην πράξη, τα ποσά θα επανέλθουν στο ύψος που ήταν τον Ιούνιο του 2016.
Στο πεδίο των εισφορών, έως τις 12 Μαρτίου, οι 1,44 εκατ. ελεύθεροι επαγγελματίες, αυτοαπασχολούμενοι και αγρότες θα πρέπει να πληρώσουν τις εισφορές Ιανουαρίου, έχοντας επιλέξει μεταξύ των 6+1 κατηγοριών που προβλέπονται στο νομοσχέδιο.
Ρούλα Σαλούρου
euro2day.gr