Παρασκευή 18 Οκτωβρίου 2019

Η υπερταχεία της σκέψης.


Γράφει: ο Χρήστος Αναστασόπουλος

Από παιδί το ίδιο πίστευε. Με τα χρόνια άρχισε να νιώθει και έτσι. Τώρα πια είναι σίγουρος και για τα συναισθήματά του αυτά αλλά και για τις σκέψεις που προηγούνται αλλά και έπονται αυτών.

Έτσι ένα βράδυ επιβιβάστηκε στο εξπρές του μεσονυκτίου, σε ένα εξπρές των ζωντανών νεκρών και ξεκίνησε το ταξίδι του.

Η πρώτη στάση της υπερταχείας ήταν στην πόλη του Χάλε, όχι πολύ μακριά από το Βερολίνο. Εκεί που άνθρωποι δολοφονήθηκαν, επειδή κάποιος απόγονος χιτλερίσκος αποφάσισε να παίξει πραγματικό βιντεογκέιμ, με πραγματικά όπλα, πραγματικά πυρά, σκοτώνοντας έτσι πραγματικούς ανθρώπους.

Η δεύτερη στάση, μόλις δυο ώρες αργότερα ο σιδηροδρομικός σταθμός της Μόριας στην Μυτιλήνη. Εκεί το τρένο μπήκε μέσα στο hot spot, θυμίζοντας εποχές Άουσβιτς. Πολλοί πρόσφυγες προσπάθησαν να επιβιβαστούν, κανείς σχεδόν δεν τα κατάφερε.

Η υπερταχεία σταματά στην επόμενη στάση, στην πόλη του Μπανμπίτζ στην βορειοανατολική Συρία. Εκεί επιβιβάστηκαν πολλοί στρατιώτες, Ρώσοι, Τούρκοι και Αμερικανοί μαζί με τρομοκράτες του ISIS που βρέθηκαν να συντρώγουν στο υπερπολυτελές εστιατόριο του τρένου και να συζητούν για την πολεμική σύρραξη που από καιρό είχε ξεκινήσει και στην οποία όφειλαν να πρωταγωνιστούν. Ανάμεσα τους και κάποιοι βετεράνοι επαγγελματίες δολοφόνοι, οι οποίοι και συζητώντας θυμήθηκαν παλιότερες πολεμικές και δολοφονικές συμμετοχές του σε αντίστοιχες συρράξεις στην Γιουγκοσλαβία, στο Κόσοβο, παλιότερα στον πόλεμο στον Κόλπο. Παλιές καραβάνες πολέμων και συρράξεων που τους είχαν αποφέρει αχνιστό, κατακόκκινο, γεμάτο αίμα, χρήμα.

Το τρένο είχε καθυστέρηση έξω από την Καμπούλ, στα περίχωρα, λόγω μιας έκρηξης βόμβας μάλλον από τους Ταλιμπάν, αλλά μπορεί και όχι, σκοτώνοντας όμως σίγουρα περισσότερους από 180 ανθρώπους, ανάμεσα τους και πολλά παιδιά, καλεσμένοι όλοι σε έναν γάμο.

Στον σιδηροδρομικό σταθμό της Καμπούλ αποβιβάστηκαν οι βετεράνοι επαγγελματίες δολοφόνοι μαζί και κάποιοι Αμερικανοί στρατιώτες που θα έπρεπε να διαφυλάξουν τις φυτείες της υπνοφόρου παπαρούνας έτσι ώστε το παραχθέν όπιο στην συνέχεια να μεταφερθεί αεροπορικώς με αμερικανικά πολεμικά C-150 στην Δύση και αναλόγως να πωληθεί, προσφέροντας υπέρογκα χρηματικά ποσά σε συγκεκριμένους ανθρώπους, συγκεκριμένων κυβερνήσεων.

Το τρένο συνέχισε την πορεία του, κάνοντας την επόμενη στάση του στην πρωτεύουσα της Σομαλίας, στον σιδηροδρομικό σταθμό της Μογκαντίσου. Εκεί επιβιβάστηκαν Σομαλοί τραυματίες. Πολλοί τραυματίες μαζί με τον δουλέμπορο που τους είχε αγοράσει και σκόπευε να τους πουλήσει σε συνάδελφό του Αλγερινό. Οι ιδιαιτέρως λεπτοί, βαθιά ταλαιπωρημένοι και τραυματισμένοι Σομαλοί, δεν γνώριζαν ακριβώς την πόλη που θα αποβιβάζονταν. Γιούροπ, επαναλάμβαναν διακαώς. Με τα λιγοστά αγγλικά τους ρωτούσαν τους Αμερικανούς Ράμπο, λεπτομέρειες για τα υπερμοντέρνα όπλα τους.

Επόμενη στάση παράλια της Αλγερίας. Εκεί αποβιβάστηκαν Σομαλοί, συνάδελφοι τους από την Ερυθραία και όλοι έγιναν μια ομάδα μαζί με Τυνήσιους και Μαροκινούς. Όλοι σκλάβοι του ίδιου δουλέμπορου που είχε ήδη πουλήσει τους περισσότερους σε συνάδελφο του δουλέμπορο, ο οποίος θα τους έστελνε ατμοπλοϊκώς, πρώτη θέση θάλασσα στον παράδεισο, στην γη της επαγγελίας με το όνομα Γιούροπ.

Στα παράλια της Τυνησίας το τρένο έκανε ακόμη μια στάση.

Από τα μεγάφωνα του τρένου, ακούστηκε η φωνή του μηχανοδηγού. «Λόγω βλάβης θα καθυστερήσουμε λίγο, γύρω στα διακόσια πενήντα χρόνια. Όποιος αποβιβαστεί στον σταθμό έχει σύνδεση με φουσκωτή βάρκα για Λαμπεντούζα Ιταλίας».

Από μικρό παιδί το ίδιο πίστευε. Με τα χρόνια άρχισε να νιώθει και έτσι. Τώρα πια είναι σίγουρος και για τα συναισθήματά του αυτά αλλά και για τις σκέψεις που προηγούνται αλλά και έπονται αυτών.

Αποβιβάζεται από την υπερταχεία. Επιβιβάζεται στην φουσκωτή βάρκα στα παράλια της Τυνησίας μαζί με καμιά εκατοστή σκλάβους. Δίνει το σωσίβιο του σε ένα ασυνόδευτο αγόρι από την Ερυθραία. Δίπλα του μια μάνα από την Γκάνα με το βρέφος της αγκαλιά, τον κοιτά με φόβο στα μάτια. Αυτός της χαμογελά. Γνωρίζει πια ότι αυτό που από πάντα πίστευε είναι η δύναμή του.

Ακινητοποιεί με το υπερσύχρονο, γεμάτο, αυτόματο όπλο, που κατάφερε να κλέψει από τον μεθυσμένο Ράμπο στο εξπρές, τον καπετάνιο – δουλέμπορο. Αρχίζει να μοιράζει φαγητό που με ευγενική χορηγία του εδόθη από το υπερπολυτελές εστιατόριο της υπερταχείας. Οι υπάλληλοι του ήταν αυτοί που τον βοήθησαν να δέσουν χειροπόδαρα τον επίσης δουλέμπορο – μηχανοδηγό όπου μαζί με τους εναπομείναντες Αμερικανούς, Τούρκους στρατιώτες αλλά και τρομοκράτες του ISIS και επαγγελματίες άλλους δολοφόνους πλέουν πλέον όλοι μαζί, με την φουσκωτή βάρκα πρώτη θέση για Λαμπεντούζα Ιταλίας.

Αυτός και οι συνταξιδιώτες του -όχι πια σκλάβοι αφού δεν υπάρχουν πια δουλέμποροι- ταξιδεύουν με την υπερταχεία φωτός σε ένα ταξίδι στον χρόνο και στον χώρο.

Αυτός χαμογελά.
Αυτοί χαμογελούν.
Όλοι χαμογελούν.

Επόμενη στάση γη, next station Irini.

tetartopress.gr