Υποχώρησαν τα ξύλα της γέφυρας ανάμεσα στις σιδηροτροχιές, την ώρα που περνούσε ο πρώτος από τους δύο μοτοσικλετιστές. Ο οποίος ήταν τυχερός μέσα στην ατυχία του, για δύο λόγους:
Πρώτον, διότι οι αποσκευές που μετέφερε στη σχάρα σφήνωσαν και δεν άφησαν αυτόν και τη μοτοσικλέτα του να πέσουν στο κενό. Και δεύτερον, διότι δεν ταξίδευε μόνος του, αφού αλλιώς δεν θα είχε κάποιον να τον βοηθήσει, να δέσει τη μοτοσικλέτα στις ράγες ώστε να μπορέσει αυτός να ελευθερωθεί.
Η περιπέτεια βέβαια δεν έληξε εκεί, αφού έπρεπε στη συνέχεια να λύσουν το τιμόνι και να «μαϊνάρουν μαλακά τη μηχανή μέχρι το έδαφος» ώστε να μπορέσουν να την οδηγήσουν ξανά στο δρόμο.
Ευτυχώς δεν περνούσαν τρένα, αφού η γραμμή είχε πάθει ζημιά από πλημμύρα και είχε εγκαταλειφθεί. Γι’ αυτό άλλωστε ήταν η γέφυρα ετοιμόρροπη.