Παρασκευή 10 Μαρτίου 2017

Ο χρόνος των σταθμών.

Τους συνόδεψα μέχρι τον Σταθμό Λαρίσης. Φεύγουν με το τρένο «δώδεκα παρά πέντε». Ταξιδεύουν πάντα βράδυ, έχει και οικονομικό εισιτήριο. Παλιά το έλεγαν «καρβουνιάρα» γιατί οι επιβάτες ήταν μαύροι από το ντουμάνι του καπνού.

Είχαν χρόνια να πάνε πίσω στην πατρίδα κι είχα χρόνια να πάω στον σταθμό. Μα να που τώρα είμαι και πάλι εδώ, στην αποβάθρα, και κοιτώ τα τρένα με τα πολύχρωμα γκράφιτι και τα άλλα που αγόρασε η ιταλική εταιρεία και μας υπόσχεται πως θα ξεχάσουμε την εικόνα της εγκατάλειψης των σταθμών και της ταλαιπωρίας των σιδηροδρομικών συρμών.

Δύσκολο όμως να ξεχαστεί η «μυρωδιά» της αναμονής, που μπερδεύεται με τη μυρωδιά του γράσου, των αποχωρητηρίων, του καπνού στο κυλικείο, του πάντα νοτισμένου χώματος ανάμεσα στις ράγες.

Ξεχνιέται η προσμονή του ανταμώματος αλλά και η -μέχρι το τελευταίο λεπτό- καθυστέρηση του αποχωρισμού, που γενιές και γενιές έζησαν στις αποβάθρες κάθε μικρού και μεγάλου σταθμού της χώρας; Από έναν τέτοιο σταθμό κάπου πήγαμε όλοι.

Μετανάστες στις βιομηχανικές πόλεις του Βορρά, επαρχιώτες στην Αθήνα, Αθηναίοι στην επαρχία, φοιτητές μ’ ένα σακίδιο στην πλάτη για τον γύρο των Βαλκανίων και τις μεγάλες πρωτεύουσες, φαντάροι για ακριτικές περιοχές. Από τη βαλίτσα καταλάβαινες πολλά, θέση, χρήματα, προορισμό, μέχρι και ιδεολογία.

Κοιτώ το μεγάλο στρογγυλό ρολόι με τους «δείκτες δόρατα». Θα το αντικαταστήσουν άραγε με κάποιο ηλεκτρονικό και ακριβείας; Για κάποιο λόγο όλοι είχαμε εμπιστοσύνη σ’ αυτό το μεγάλο ρολόι. Για κάποιο λόγο το κοιτούσαμε συνεχώς κι ας ήθελε ώρα ακόμα για να έρθει το τρένο.

Συγκέντρωνε το βλέμμα και τη σκέψη μας, σαν ένας μικρός ναός. Ο ναός του χρόνου. Δεν τον μετρούσες, απλά τον κοίταζες. Κι έτσι χανόσουν από τον πραγματικό χρόνο. Σαν τον «μυστηριώδη νυχτερινό ταξιδιώτη» του Καλβίνο, «που μοιάζει να έχει παγιδευτεί σ’ αυτή τη διαχρονική παγίδα που στήνουν πάντα οι σταθμοί…».

Το τρένο φεύγει στην ώρα του. Χαιρετώ τους ανθρώπους που με έφεραν πριν από πολλά χρόνια από τη Θεσσαλονίκη στην Αθήνα. Μου στέλνουν φιλιά, να προσέχω, λένε, κι ας είμαι τόσων χρονών γυναίκα.

Στην αποβάθρα όμως καθώς τους αποχαιρετώ, διαπιστώνω συγκινημένη πως έγινα πάλι παιδί, σαν εκείνο το ξημέρωμα που αποβιβαστήκαμε σ’ αυτή τη μεγάλη πόλη. Βλέπετε; Αυτά κάνουν οι παλιοί σιδηροδρομικοί σταθμοί! Οσο κι αν εκσυγχρονιστούν, πάντα θα μας μεταφέρουν στον χωροχρόνο τους.

Συντάκτης: Κυριακή Μπεϊόγλου
Πηγή: efsyn.gr