Ο Αστέριος από όσο θυμότανε τον εαυτό του, είχε μία λατρεία στα τραίνα, μάλλον γεννήθηκε μ΄αυτήν, μιάς και ο παππούς αλλά και ο πατέρας του, δύο μπαρμπάδες του και ένας πρωτοξάδελφός του ήτανε σιδηροδρομικοί.
Γνώριζε από πολύ μικρός, τα δρομολόγια, τους σταθμούς, τους τύπους των βαγονιών, των μηχανών, τον ενθουσίαζε το σφύριγμα των συρμών, τον μάγευε ο ήχος των πιστονιών και αγαπούσε ακόμη και την οσμή του μαύρου καπνού του λιθάνθρακα.
Σημείωση : Η Αμαξοστοιχία 504 στο Σταθμό Λαρίσης. Διακρίνεται αμέσως μετά τη μηχανή, η μπλέ Κλινάμαξα LX16 Πρώτης θέσης.
Στον πρώτο όροφο του Κεντρικού Σ.Σ. Αθηνών ( Σταθμού Λαρίσης) διακρίνονται τα δύο πρώτα παράθυρα (αριστερά) όπου στεγαζότανε το Γραφείο Σιδηροδρομικής Εκμετάλλευσης της ΕταιρείαςCIWLT όπου εργάστηκα για 38 χρόνια….

Τέσσερις οδυνηρούς μήνες πέρασε στο Νοσοκομείο και όταν βγήκε δεν την ήθελε τη ζωή του, καταρρακωμένος κλείστηκε στον εαυτό του……είκοσι τεσσάρων ετών παλικάρι και τον έτρωγε η αυτολύπηση και ο πόνος, μέχρι τη μέρα που ο πατέρας, οι μπαρμπάδες και τα ξαδέλφια του, τον φέρανε με το ζόρι στο Σταθμό….
Ανάσανε τη γνώριμη μυρωδιά, άκουσε το σφύριγμα, την αναγγελία της άφιξης και αναχώρησης, ανατρίχιασε στο στρίγγλισμα των φρένων και έκλαψε από απόγνωση….όμως οι δικοί του άνθρωποι και όσοι συνάδελφοι βρεθήκανε εκεί, όλοι μια οικογένεια, μια αγκαλιά τον σηκώσανε στους ώμους και χωρίς να το καταλάβει βρέθηκε μ΄ένα κλειδί στο χέρι μπροστά στην ξύλινη πόρτα του ισογείου ενός κτίσματος δίπλα στο Σταθμό….
Τέλος πάντων, οι συνάδελφοι και οι δικοί του, είχανε καταφέρει με συνεχή διαβήματα στον Οργανισμό να εξασφαλίσουνε άδεια χρήσης 30 ετών γι΄ αυτό το παλιό οικοδόμημα, μία πετρόκτιστη αποθήκη που ήτανε εγκαταλελειμμένη από χρόνια, εκεί δίπλα, μεσοτοιχία σχεδόν με την αίθουσα εμπορευμάτων του Κεντρικού Σταθμού.

Ένα καφενείο φιλόξενο, με γυαλισμένο πάτωμα, τραπεζάκια με λευκό μάρμαρο και ξύλινες καρέκλες, με άπειρα κάδρα στους τοίχους που απεικονίζανε…τι άλλο; Τραίνα !!! Ντιζελομηχανές, ατμομηχανές, βαγόνια επιβατικά, εμπορικά, ταχυδρομικά, Αμαξοστοιχίες ολόκληρες, κλινάμαξες… αυτοκινητάμαξες….
Έναν ολόκληρο τοίχο τον είχε αφιερώσει αποκλειστικά στις εξαιρετικές Αφίσσες της θρυλικής COMPAGNIE INTERNATIONLE DES WAGONSLITS, ήτανε το καμάρι του, μία συλλογή που είχε ξεκινήσει ο συχωρεμένος ο παππούς του, που εργάστηκε για 40 χρόνια σχεδόν, σ΄αυτή την μοναδική Αμαξοστοιχία !!!
Εκεί απάγκιασε , ξαναβρήκε το χαμόγελο και τη χαρά της ζωής, εκεί γνώρισε και τη γυναίκα του, τη Γλυκερία κι απέκτησε μαζί της μία πραγματικά ευτυχισμένη οικογένεια που συμπληρώθηκε από δύο θαυμάσια παιδιά, την Ισμήνη και τον Φίλιππο.

Χθές, εκεί στο καφενεδάκι του Σταθμού, στο "εντευκτήριον" έγινε μία από τις συνηθισμένες μαζώξεις των παλαίμαχων, συναντηθήκανε γύρω στις 8.00 καμιά δεκαριά συνταξιούχοι σιδηροδρομικοί, όλοι σχεδόν γνώριμοι μεταξύ τους και θυμηθήκανε, τι άλλο; παλιές ιστορίες….. τέτοιες συνάξεις γινόντουσαν συχνά-πυκνά και ο Αστέριος τις απολάμβανε με την ψυχή του, φρόντιζε μάλιστα να ετοιμάζει σπέσιαλ μεζεδάκια για τους συναδέλφους και αξημέρωτα σχεδόν πήγαινε στην αγορά να προμηθευτεί τα απαραίτητα, λεπτοκομμένο εκλεκτό παστρουμά και τουρσιά , λαδοτύρι, σίγλινο, μύδια, γαυράκι, γαρίδες….αν ήτανε στην παρέα ο Σπύρος ο Κερκυραίος ,που ήτανε και κουμπάρος του, ειδικά γι΄αυτόν, έφτιαχνε τους αγαπημένους του ρεβυθοκεφτέδες, σαν ανταμοιβή για το κέφι που έφερνε στην παρέα με την κιθάρα και τα τραγούδια του.
Πρόσχαρος και γελαστός, ξεκίναγε μόνος με την ωραία φωνή του και καταλήγανε να τραγουδάνε όλοι μαζί, μέχρι αργά….. «Τα τραίνα που φύγαν, αγάπες μου πήρανε…..» « Το τραίνο φεύγει στις 8….» «Σκέφτηκες άραγε ποτές σ΄ένα σταθμό σ΄ένα εξπρές πόσοι καημοί, πόσες χαρές, πόσες λαχτάρες….» « Τραίνα στους σταθμούς λησμονημένα….»
Δεν υπήρχε τραγούδι σχετικό με τραίνο ή σταθμό που να μην το ήξερε…..εκτός από τα χιλιάδες άλλα……και ήτανε αυτοδίδακτος με τεράστιο ταλέντο !!! Ορφάνεψε στα 15 και ανέλαβε τις τρείς μικρότερες αδελφές του, ευτυχώς ένας συγγενής του κατάφερε να προσληφθεί σαν εργάτης γραμμής στο σιδηρόδρομο. Γρήγορα χάρη στο εξαιρετικό ταλέντο του, έγινε μέλος της μπάντας των Σιδηροδρομικών, βοήθησε τη μεγάλη αδελφή του ν΄ανοίξει κομμωτήριο και την πάντρεψε μ΄έναν δημοτικό υπάλληλο, η δεύτερη μικροπαντρεύτηκε μ΄ένα δάσκαλο και τη μικρότερη, αφού τη σπούδασε , Φιλόλογος έγινε , την πάντρεψε μ΄έναν συνάδελφό της.
Πολύ αγαπητός ήτανε και ο Σήφης ο πρώην Αρχιτεχνίτης, ο επονομαζόμενος «Ποιητής» γιατί σκάρωνε πολύ επιτυχημένα στιχάκια και μαντινάδες στη στιγμή, που τα σημείωνε πίσω από το πακέτο των τσιγάρων του ή στις χαρτοπετσέτες και τα απάγγελε με την έντονη κρητική προφορά του, εκπλήσσοντάς τους κάθε φορά :
«Σαν ράγες έχουνε στρωθεί
μέσα μας οι αναμνήσεις
και στην ψυχή έχουν χαραχτεί
χιλιάδες ενθυμήσεις.
Γνώριμοι οι ήχοι των τροχών
το στρίγγλισμα των φρένων,
οι αποβάθρες των σταθμών,
το σφύριγμα των τραίνων.»
Ενώ σε κάθε συνάντηση, αν δεν είχε γράψει κάτι δικό του, του ζητούσανε απαραιτήτως να τους απαγγείλει το ποίημα του Γιώργου Μανθαιάκη:
ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΤΟ ΤΡΕΝΟ
Αν έχεις πάρει της ζωής…φίλε το «μαύρο» τρένο…
κάνε σινιάλο του οδηγού…και πες του «κατεβαίνω» …
Λίγο αν μείνεις στο σταθμό…ένα «άσπρο» θα περάσει…
και κοίτα να επιβιβαστείς…πριν να σε προσπεράσει…
Για εισιτήριο μη νοιαστείς…το έχεις πληρωμένο…
με κόπους κι όνειρα ζωής…είναι αποκτημένο…
Μέσα από κάμπους και βουνά…με περισσή ομορφάδα…
με καλοκαιρινό καιρό…και με λαμπρή λιακάδα…
Θα είναι το ταξίδι σου…μες στης ζωής τη χώρα…
κι ούτε στιγμή μη φοβηθείς…αν δεις και κάποια μπόρα…
Πάλι ο ήλιος θε να βγει…μετά την καταιγίδα…
να ρίξει πάνω σου άπλετα...το φως και την ελπίδα…ν πάρει της ζωής…φίλε το «μαύρο» τρένο…
κου οδηγού…και πες του «κατεβαίνω» …Εκείνος πάντως, δεν παρέλειπε να απαγγείλει και το αγαπημένο του τετράστιχο του Μ. Αναγνωστάκη :
Απο την πόλη έρχομαι και σε χωριό πηγαίνω
αν τρέξω λίγο και βιαστώ, το τρένο το προφταίνω!
Τί τυχερός, είναι express!, παντού δε σταματάει,
μα στο χωριό που πάω εγώ, το τρένο αυτό δεν πάει!!
΄Αλλοτε πάλι στην παρέα ήτανε οι συνάδελφοι που διακρινόντουσαν για τις διηγήσεις και το χιούμορ τους, όπως χθές που η βραδιά ξεκίνησε με τη διήγηση του Αποστόλη του Kαρδιτσιώτη, «Πειρατή» τον φωνάζανε οι συνάδελφοι και το αποδεχότανε ο καλοκάγαθος Θεσσαλός, πρώην Κεντρικός Ελεγκτής που είχε χάσει το δεξί του μάτι σε σιδηροδρομικό δυστύχημα στα Τέμπη. Είχε ένα ξεχωριστό χάρισμα αυτός ο άνθρωπος να διηγείται παραστατικά και γλαφυρά με τη βαθειά βελούδινη φωνή του, ήτανε μάλιστα στα μεγάλα κέφια του, εκείνο το βράδυ, γιατί αρραβώνιασε τη μοναχοθυγατέρα του, μετά λοιπόν τα κεράσματα και τις ευχές, όλοι κρεμόντουσαν από τα χείλη του, τους θύμισε εκείνον τον Αρχιεπιθεωρητή, τον Πελοπίδα το Θηβαίο με το παρατσούκλι « Λιχούδης» , που αν και είχε ζάχαρο κι η δόλια η κυρά του τον τάϊζε πικροράδικα και τον πότιζε ματζούνια, εκείνος δεν έχανε ευκαιρία να φάει ένα γλυκό όπου και όπως το εύρισκε…." που λέτε κάποτε στα Φάρσαλα, επιβιβαστήκανε δυό κυρίες καλοβαλμένες θεία και ανηψιά, με πολλά μπαγκάζια, ο Πελοπίδας , Ελεγκτής τότε , φρόντισε προσωπικά να τακτοποιηθούνε στο κουπέ τους και σε όλη τη διαδρομή δεν έπαψε να περνάει και να ξαναπερνάει , για να βεβαιωθεί ότι όλα είναι καλά.

Μία άλλη φορά , συνέχισε ο Νώντας , πρώην Κεντρικός Σταθμάρχης στη Λάρισα, παρ΄ολίγο να πιαστεί στα πράσα από τον Γενικό Επιθεωρητή Αμαξοστοιχιών λίγο έξω από το Σταθμό της Θεσσαλονίκης, ένας κλειδούχος συγχωριανός του, ο Ευδόκιμος, του είχε φέρει ένα βάζο γλυκό κυδώνι , δεν άντεξε τον πειρασμό ο δυστυχής , άνοιξε λοιπόν το βάζο και βουτώντας μέσα τα δάχτυλα γευότανε με αγαλίαση το μυρωδάτο γλυκό, όταν ξαφνικά αντιλήφθηκε στην άλλη άκρη του βαγονιού τον Γενικό Επιθεωρητή, τον Αργυρίου το συχωρεμένο, να έρχεται προς το μέρος του….πανικόβλητος έχωσε το βάζο όπως-όπως στην τσέπη του και έβγαλε το πασαλειμμένο χέρι του έξω από το παράθυρο, προφασιζόμενος ότι προσπαθεί να κλείσει το τζάμι….ενώ τα σιρόπια είχανε ποτίσει το σακάκι της στολής του και κατρακυλούσανε στο πάτωμα….

μεγάλη ζημιά, δηλαδή τους συνέβει ότι χειρότερο και το ΄φεραν
βαρέως, πρώτος ο ίδιος ο μπάρμπας του ο Περικλής, Προϊστάμενος Αμαξοστοιχίας, προσπαθώντας να ξεβουλώσει ένα καμινέτο , είχε καψαλίσει γερά τα μουστάκια και τα φρύδια του, από την άλλη ο Φωκίων, Σταθμάρχης απο την Τιθορέα, έβριζε ξεσκούφωτος γιατί ο κουρέας του, με μια αδέξια ξουραφιά του είχε κουτσουρέψει το δεξί άκρο του περιποιημένου του μύστακος, για τον οποίο ήτανε ιδιαίτερα περήφανος και ευαίσθητος και δεν έφθανε αυτό, τρίτωσε και το κακό, όταν ο Αρχιεπιθεωρητής ο Τζινιώλης, ένας ευθυτενής ομορφάντρας που έφερε το ωραιότερο μουστάκι πάντων των σιδηροδρομικών, εισέπραξε μία γενναία γρατζουνιά από το γάτο του τον Σμόκυ, που του τραυμάτισε όχι μόνο τη μύτη και το πηγούνι, αλλά δυστυχώς και ένα μεγάλο μέρος από το εξαιρετικά περιποιημένο μουστάκι του ….
Αμίλητοι μετά το πάθημά τους και οι τρείς, για μέρες ….όλο τραβιόντουσαν στις πιό απόμερες γωνίες του Σταθμού και σιγοκουβεντιάζανε προσπαθώντας να παρηγορηθούνε για το πάθημά τους και να εκτίθενται όσο το δυνατόν λιγότερο στα βλέμματα των συναδέλφων και των επιβατών. Τότε ακριβώς εμφανίστηκε ο Κωστής, αυτό το διαβολόσπερμα, ως από μηχανής Θεός τους παρουσιάστηκε και τους διαβεβαίωσε ότι θα τους έφερνε από το Παρίσι μία θαυματουργή Μαντέκα και το πρόβλημά τους θα λυνότανε άμεσα και με τον καλλίτερο τρόπο….Κάνανε υπομονή πέντε ημέρες οι ατυχήσαντες και όταν επιτέλους παραλάβανε το θαυματουργό βαζάκι, αναγάλλιασε η ψυχή τους, ο Κωστής μάλιστα δεν δέχτηκε χρήματα, «είναι δώρο» τους είπε και τους έδωσε λεπτομερείς οδηγίες χρήσης.

Ο πατέρας του Κωστή, ο Θεόδωρος , πρώην Κεντρικός Σταθμάρχης στο Λιανοκλάδι, απειλούσε με μια φαλτσέτα να τον σκοτώσει κι ο μπάρμπας του έξαλλος, τον έψαχνε σε γή και ουρανό για να τον σύρει κάτω από τις ρόδες του τραίνου. Η μάνα του, η συχωρεμένη η κυρά Καλλιόπη, τον είχε φυγαδεύσει άρον- άρον στο σπίτι της κουμπάρας της στην Πάτρα για να τον γλιτώσει, μάλιστα ο νεαρός, με τη βοήθεια των συναδέλφων, πήρε εσπευσμένα και κατ΄εξαίρεση μετάθεση για την Πάτρα.

Παπά παιδί, διαβόλου εγγόνι λέει η παροιμία που επαληθεύτηκε 100% μιάς και ο Κωστής από τη μεριά της μάνας του ήτανε πράγματι παπά εγγόνι….
Πάντως ήτανε αμετανόητος και ανεξάντλητος στα καλαμπούρια και τις πλάκες ο άτιμος κι εκεί στην Πάτρα είχε σκαρώσει διάφορα, ο Περικλής ο Κλειδούχος, τους θύμισε εκείνο το Πάσχα που είχε βουτήξει ένα μισογεμάτο δοχείο μαύρη λαδομπογιά, από το Μηχανοστάσιο και είχε ζωγραφίσει με μαύρες ρίγες και μαύρες βούλες τα δύο κάτασπρα σκυλιά του Υποπροϊσταμένου Αμαξοστοιχιών.
Εκείνος έξαλλος , είχε γεμίσει τον τόπο σημειώματα επικηρύσσοντας το δράστη με ένα διόλου ευκαταφρόνητο ποσό για την εποχή. Κι είχε το θράσος το διαβολογέννημα, όχι μόνο να παρουσιαστεί, αλλά να υποστηρίξει με βεβαιότητα, ότι δράστες ήτανε μια κουστωδία τσιγγάνων που είχανε ταξιδέψει την προηγουμένη προς Αμαλιάδα….και να εισπράξει στη συνέχεια χωρίς την παραμικρή ενοχή την αμοιβή, με την οποία οργάνωσε ένα πλούσιο τσιμπούσι και κέρασε όλους τους συναδέλφους πλήν του Υποπροϊσταμένου εννοείται….
Ο Βαγγέλης ο πρώην Προϊστάμενος του Γραφείου Κίνησης, έφερε την κουβέντα σ΄ εκείνη τη δόλια την υπάλληλο του εκδοτηρίου εισιτηρίων, τη μελαχροινούλα γαλανομάτα Λίτσα, με το φτωχό μυαλό και το μεγάλο καημό, να παντρευτεί σιδηροδρομικό, γιατί της άρεσε η στολή…
Δεν είχε δυσκολευτεί να την πείσει ο αφιλότιμος ο Αντώνης ο Κεφαλονίτης , Σταθμάρχης στην Κατερίνη, ότι έχει έτοιμο γαμπρό, τον δίδυμο αδελφό του και τη διαβεβαίωνε μάλιστα, μ΄εκείνη την αδιαφιλονίκητη πειστικότητα που διέθετε, ότι ο ίδιος θα γινότανε κουμπάρος…. Της έφερνε ο αθεόφοβος που και που καμία κολώνια ή ένα μαντήλι, δώρα δήθεν από το μέλλοντα γαμπρό κι εκείνη η μυαλοκομμένη ,όχι μόνο το είχε πιστέψει αλλά ετοίμαζε τα προικιά της και ξεροστάλιαζε στο σταθμό γράφοντας στιχάκια : « όλα τα τραίνα ήρθανε, κι όλοι σιδηροδρόμοι, κι εμένα το πουλάκι μου, δεν φάνηκε ακόμη….»
Τελικά, παντρεύτηκε έναν Λοχία από την Ξάνθη, που της προξένεψε μία εξαδέλφη της.
Αναψοκοκκινισμένοι όλοι από τα τσίπουρα και τις μπύρες και δακρυσμένοι από τα γέλια, σήκωσαν τα ποτήρια τους και τσουγκρίσανε « Εβίβα»!!! Καλά να είμαστε σύντροφοι ν΄ανταμώνουμε και να μοιραζόμαστε τις ιστορίες μας !!! Την ίδια στιγμή ακούστηκε το σφύριγμα του τραίνου, ο Αστέριος κοίταξε το ρολόϊ του, η Αμαξοστοιχία 602 έμπαινε στο σταθμό στην ώρα της, θα αναχωρούσε στις 11.20΄ακριβώς, η παρέα σε λίγο θα σκόρπιζε μέχρι την επόμενη σύναξη.

Ο Αστέριος μαζί με την οικογένειά του, υποδεχότανε και κέρναγε όλους τους συναδέλφους που είχανε υπηρεσία στο Σταθμό όπως και τους μοναχικούς , εν ενεργεία ή συνταξιούχους, που φρόντιζε και τους καλούσε προσωπικά να περάσουνε μαζί αυτές τις ξεχωριστές ημέρες, σαν μέλη της « μεγάλης σιδηροδρομικής οικογένειας….
*Η Μαντέκα = ειδική κηρώδης αρωματική αλοιφή (πομάδα) σε μαύρο ή καφέ χρώμα, για την διαμόρφωση και στερέωση του μουστακιού. Από το λατινικόmantica ή πιθανότερο από το αραβικό ΜΑΝΤΑΚΟ που σημαίνει γράσσο ή λίπος.
*H συμμετοχή μου στη νέα πρόσκληση της Αριστέας, βασισμένη στις πραγματικές διηγήσεις συναδέλφων και παλαίμαχων Σιδηροδρομικών, αφηγηματικά ταξιδιάρικη σε παλιότερες εποχές, ελπίζω να την απολαύσετε......( παρά την αρχική μου πρόθεση να περιορίσω την έκτασή της.....δεν τα κατάφερα......την εμπλούτισα όμως με πολλές φωτογραφίες για να μην σας κουράσω.....)
Τα ονόματα είναι φανταστικά όμως οι χαρακτήρες και τα περιστατικά είναι πέρα για πέρα αληθινά.....
Πηγή: katoapotinakropoli.blogspot.gr