Τρίτη 29 Μαρτίου 2016

Από κόσμημα της Ειδομένης, σύμβολο απελπισίας.

Από τον σταθμό της Ειδομένης δεν περνούν πια τρένα, λόγω κατάληψης της γραμμής από πρόσφυγες.

«...Θλίβομαι μ’ αυτά που γίνονται, δεν πατάω το πόδι μου εκεί, δεν θέλω να βλέπω αυτό το χάλι. Έφαγα ψωμί από τον σταθμό, σπούδασα τα παιδιά μου, ήταν για την περιοχή μας πηγή ζωής και τώρα έγινε αχούρι, τι κρίμα...». 
Ο 79χρονος Παναγιώτης Χατζόπουλος ήταν επί δεκαετίες ολόκληρες, μέχρις ότου συνταξιοδοτηθεί, ο άνθρωπος που στην Ειδομένη όχι μόνο «έβλεπε τα τρένα να περνούν», αλλά τα κατηύθυνε κιόλας, βάζοντας τους συρμούς στις σωστές ράγες, καθότι εργαζόταν ως προϊστάμενος ελιγμών.
Και ήταν ουκ ολίγα. «Τριάντα έξι χιλιάδες βαγόνια τον μήνα περνούσαν απ’ αυτό τον σταθμό, γινόταν από την Ειδομένη σιδηροδρομικώς όλο το εμπόριο προς τις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης μέσω των λιμανιών της Θεσσαλονίκης, του Βόλου και του Πειραιά», λέει. Περασμένα μεγαλεία, γιατί από το προπερασμένο Σάββατο δεν περνάει κανένα λόγω κατάληψης της γραμμής από πρόσφυγες.
Ο Χατζόπουλος δεν αναγνωρίζει τίποτα από το πάλαι ποτέ κόσμημα του ελληνικού σιδηροδρομικού δικτύου, «την πρώτη εικόνα της πατρίδας μας για χιλιάδες Ευρωπαίους επιβάτες του ΟΣΕ που εισέρχονταν καθημερινά στην Ελλάδα», όπως τη χαρακτηρίζει. «Φρεσκοβαμμένα κτίρια ιδιαίτερης αρχιτεκτονικής, οι Γάλλοι τα είχαν φτιάξει πολύ πριν από τον πόλεμο, πνιγμένα στο πράσινο, υπήρχαν τράπεζες, ταχυδρομείο, ΟΤΕ, καφέ μπαρ, επικρατούσε μια όμορφη ατμόσφαιρα, πηγαίνετε τώρα να δείτε τι γίνεται», μας προτρέπει.
Και το κάνουμε. Ενα ανθρώπινο μελίσσι έχει απλωθεί στις κτιριακές εγκαταστάσεις και στις ράγες μπροστά στον σταθμό, με την «ουρά» να φτάνει, ακολουθώντας τη σιδηροδρομική γραμμή, μέχρι τον φράχτη στην ουδέτερη ζώνη. Στην αποβάθρα, στις γραμμές, κάτω από τα στέγαστρα, παντού έχουν τοποθετηθεί σκηνές, δεν υπάρχει σπιθαμή ακάλυπτου χώρου, παρά μόνο όπου χρειάζεται για να ανάβουν φωτιές. «Τα πάντα έχουν καταληφθεί, εσωτερικοί χώροι, γραφεία, με δυσκολία κρατάμε ελεύθερο το γραφείο κινήσεως», μας λέει ο σταθμάρχης Γιάννης Μπούρας. «Υπάρχουν μεγάλες καταστροφές, τώρα προσπαθούμε να σώσουμε κάποιες πλατφόρμες του ΟΣΕ που χρησιμοποιούνται για τη μεταφορά στρατιωτικών οχημάτων. Θα τις απομακρύνουμε γιατί ξηλώνουν τα σανίδια στο πάτωμά τους για να τα κάψουν».
Ο εμβληματικός σταθμός της Ειδομένης, η μοναδική σιδηροδρομική πύλη εισόδου και εξόδου της Ελλάδας στην Ευρώπη, γίνεται τώρα συνώνυμο του πόνου, της απελπισίας και της διάψευσης της ελπίδας. Γύρω από τις εγκαταστάσεις του, μέσα σε αυτές και πάνω στις ράγες του, εξελίσσεται ένα ανθρώπινο δράμα που από το φθινόπωρο τον έχει τοποθετήσει και τον κρατάει στο επίκεντρο της διεθνούς δημοσιότητας και του ενδιαφέροντος της παγκόσμιας κοινής γνώμης, που παρακολουθεί με κομμένη ανάσα σκηνές από τον Γολγοθά των προσφύγων μέσα από τις άθλιες συνθήκες διαβίωσης στον καταυλισμό.

Εργοδότης 60 οικογενειών

«Αναλογίζομαι τις παλιές καλές εποχές, και συγκινούμαι. Κανείς δεν μπορούσε να διανοηθεί ότι θα έβλεπε αυτά τα πράγματα στον σταθμό», συνεχίζει ο Παναγιώτης Χατζόπουλος. «Για τα χωριά μας εδώ ήταν, εκτός από στολίδι, και ο εργοδότης άμεσα εξήντα οικογενειών της περιοχής και έμμεσα πολλών άλλων, μεγάλη υπόθεση για την τοπική οικονομία». Μια ζωή στις ράγες, ο συνταξιούχος του ΟΣΕ, κάτοικος Ειδομένης, βάζει «όπισθεν» στη μηχανή του χρόνου και λέει. «Τι να πρωτοθυμηθώ, τη μετανάστευση στη δεκαετία του ’60; Από εδώ έφευγαν τα ελληνικά νιάτα για τη Γερμανία. Τρεις επιβατικές αμαξοστοιχίες την εβδομάδα με 1.500 άτομα η καθεμιά περνούσαν, χώρια τις έκτακτες. Κάθε μέρα έρχονταν εβδομήντα βαγόνια από χώρες του ανατολικού μπλοκ που μετέφεραν ζώα για τη Λιβύη. Είχαμε γι’ αυτόν τον σκοπό ειδικό χώρο όπου γινόταν ο κτηνιατρικός έλεγχος. Ο σταθμός από μόνος του ήταν μια μικρή πολιτεία, έρχονταν από τα γύρω χωριά να πιουν καφέ, υπήρχαν καφενεία, ακόμα και κρεοπωλείο πέριξ των κτιριακών εγκαταστάσεων».
Με την κατάρρευση του ανατολικού μπλοκ ο σταθμός της Ειδομένης γεύτηκε και στα τέλη της δεκαετίας του ’80 την προσφυγιά... Αντιστρόφως όμως, καθώς Ρουμάνοι, Βούλγαροι, αλλά και παράνομοι μετανάστες από τον Καύκασο επιχειρούσαν να περάσουν στην Ελλάδα, τρυπώνοντας στο εσωτερικό βαγονιών, ακόμα και στοιβαγμένοι σαν σαρδέλες σε ειδικά διαμορφωμένες κρύπτες στις οροφές τους...
Δέχτηκε ισχυρό πλήγμα με το εμπάργκο της διεθνούς κοινότητας εναντίον της Σερβίας και τις δυσκολίες μετακίνησης επιβατών προς και από την Ευρώπη στους γιουγκοσλαβικούς πολέμους, πήγε να ανακάμψει τα τελευταία χρόνια με την αύξηση της εμπορικής κίνησης και της μεταφοράς προϊόντων παγκόσμιων κολοσσών όπως η Cosco κ.ά., αλλά και υγρών καυσίμων, μεταλλευμάτων κ.λπ. προς την ΠΓΔΜ και όχι μόνο. Τώρα δοκιμάζεται και πάλι, και μαζί του υποφέρει ένα σημαντικό τμήμα των ελληνικών εισαγωγών και εξαγωγών. Οι ζημιές ήταν μεγάλες τις είκοσι τρεις ημέρες που διήρκεσε ο πρώτος αποκλεισμός του από τους πρόσφυγες. Με το που άνοιξε και άρχισε ξανά η κίνηση, έκλεισε και πάλι από το προπερασμένο Σάββατο.


ΣΥΝΤΑΚΤΗΣ: ΣΤΑΥΡΟΣ ΤΖΙΜΑΣ
Πηγή: kathimerini.gr