Γράφει ο Γιάννης Πολυμέρου*
Στο Χατζηγιάννειο Πνευματικό Κέντρο της Λάρισας, παρουσιάσθηκε το βιβλίο του Ζήση Αργυρόπουλου, «Η οικολογία μου, ό,τι αγάπησα…». Για τους πολλούς ήταν μια συνηθισμένη παρουσίαση κάποιου βιβλίου και τους μη πολλά - γνωρίζοντες περί την οικολογία, ότι απευθύνεται μόνο σε οικολογούντες, οικολογίζοντας και οικολογοφοβικούς.
Για τους σιδηροδρομικούς όμως της Λάρισας, το βιβλίο είχε και άλλη αξία. Ο συγγραφέας και ένας των παρουσιαστών στο πάνελ ο Βαγγέλης Ρηγόπουλος, έχουν πολλά κοινά σημεία, με όλους εμάς τους Σιδ/κούς που ζήσαμε και μεγαλώσαμε στη Λάρισα.
Για τους σιδηροδρομικούς όμως της Λάρισας, το βιβλίο είχε και άλλη αξία. Ο συγγραφέας και ένας των παρουσιαστών στο πάνελ ο Βαγγέλης Ρηγόπουλος, έχουν πολλά κοινά σημεία, με όλους εμάς τους Σιδ/κούς που ζήσαμε και μεγαλώσαμε στη Λάρισα.
Γιος του κλειδούχου Δημήτρη Αργυρόπουλου ο ένας, σπούδασε Χημικός στην Αθήνα και ασχολήθηκε με το περιβάλλον και την οικολογία, με πατέρα Σιδηροδρομικό, τον Αρχιτεχνίτη Μηχανοεργοστασίων Ανδρέα Ρηγόπουλο ο άλλος, ασχολήθηκε με τη δημοσιογραφία και εργάζεται στην εφημερίδα «Ελευθερία» της Λάρισας, είχαν πολλά να γράψουν και να πουν για το τρένο. Όπως αναφέρει ο συγγραφέας και το επιβεβαίωσε και ο Βαγγέλης, τα τρένα από μικρούς τους ταξίδευαν, στην πραγματικότητα και στη φαντασία τους. Αμφότεροι γεννήθηκαν και μεγάλωσαν στη Λάρισα, σε σπίτια απέναντι από τις γραμμές κοντά στο Σταθμό, εκεί κοντά στα Παγοποιεία ΟΛΥΜΠΟΣ και ΛΕΟΝΤΙΟΥ.
Έτσι ο συγγραφέας στο βιβλίο του αφιερώνει πολλές σελίδες για το τρένο, την κοιλάδα των Τεμπών και τους φίλους του τους Σιδηροδρομικούς. Η παρέα του άλλωστε στο Δημοτικό ήταν παιδιά σιδ/κών. Γνωριζόντουσαν μεταξύ των από τα μπλε ρούχα που φορούσαν, φτιαγμένα από το υπηρεσιακό ύφασμα που περίσσευε από τη στολή του πατέρα. Οι κουβέντες τους ήσαν γύρω από το τρένο, το σταθμό, την κοιλάδα των Τεμπών και τον Πλαταμώνα, που πήγαιναν για μπάνιο. Από το σύριγμα και τον ορυμαγδό καταλάβαιναν τον τύπο της μηχανής και αν το τρένο ήταν εμπορικό ή επιβατικό. Αγαπούσαν τόσο πολύ το τρένο που νιώθανε δέος, πανικό και τρόμο στο πέρασμα μιας Μπρέντα και χαμογελούσαν παρατηρώντας τις χαριτωμένες κινήσεις που έκανε το «αλφάκι» της μανούβρας. Γνώριζαν τόσο καλά την κοιλάδα των Τεμπών, που όταν ο δάσκαλος ρώτησε «τι είναι κοιλάδα», ο μαθητής πολύ φυσικά απάντησε ότι «είναι ένα μέρος με δύο βουνά κι ανάμεσά τους περνάει το τρένο».
Η διαδοχή στο σιδηροδρομικό επάγγελμα και η οικογενειακή παράδοση, που αποτελούσαν τη σπονδυλική στήλη των εργαζόμενων στο σιδ/μο εδώ δεν είχαν εφαρμογή. Δύο παιδιά σιδ/κών που γνωρίζουν και αγαπούν το τρένο, που μεγάλωσαν στο ηθικό κλίμα της σιδηροδρομικής οικογένειας, φυσικοί συνεχιστές της και με συνείδηση των αγώνων και θυσιών των πατεράδων των, το τρένο που τόσο πολύ αγάπησαν δεν τους κράτησε.
Ας είναι καλά και έτσι που είναι το βοηθούν.
*ΙΩΑΝ. ΠΟΛΥΜΕΡΟΥ
Πρόεδρος του Πανελληνίου Συλλόγου Συνταξιούχων Σιδηροδρομικών Λάρισας «Ο Άγιος Φίλιππος».