Τρίτη 28 Ιουλίου 2015

Ίων Δραγούμης (Αθήνα 14 Σεπτεμβρίου 1878 – 31 Ιουλίου 1920) Στοχασμοί του πολιτικού, διπλωμάτη, διανοούμενου μέσα από τα Ημερολόγιά του.

Γράφει η Δήμητρα Ρετσινά Φωτεινίδου, φιλόλογος – ΜΑ Πολιτικής Φιλοσοφίας Α.Π.Θ. 


“La bourgeoisie est laide et au point de vue physique et au point de vue morale” Ίων Δραγούμης, Ιανουάριος 1915.


Η Πηνελόπη Δέλτα διασώζει ένα μεγάλο μέρος των Ημερολογίων του Ίωνος Δραγούμη μέσα από το Χειρόγραφο που έγραψε η ίδια (επιμελημένη έκδοση υπό του Αλ. Π. Ζάννα), σχολιάζοντας τα Ημερολόγια του αγαπημένου φίλου της, πολιτικού, στοχαστή και διπλωμάτη και διατηρώντας τη μνήμη του μέσα από τη δική της σκοπιά, στα τέλη του 1929, εννιά χρόνια μετά την απάνθρωπη και ατιμώρητη δολοφονία του στο κέντρο της Αθήνας από το Βενιζελικό κράτος και παρακράτος.
Γράφει ο Ίων για το έτος 1915 και την επίσκεψή του στα χωριά της Δυτικής Μακεδονίας, με αφορμή τις εκλογές στις 31 Μαϊου: «Από πρέσβης στην Πετρούπολη έκαμα πέντε μέρες και πέντε νύχτες σιδηρόδρομο για να πάω υποψήφιος βουλευτής στη Φλώρινα. Στις 29 του μηνός βρίσκομαι στον ανήφορο της Νέβεσκας στο Βίτσι απάνω. Οι γρύλοι τραγουδούν μες στα χωράφια και στις βοσκές, αν και μέρα. Το χορτάρι και η χλόη σκεπάζουν τις πλαγιές εκεί που δεν είναι δέντρα και χαμόδεντρα. Λουλούδια άσπρα, κίτρινα, τριανταφυλλιά, μόρικα και γαλάζια ή γλαυκά στίζουν το χαλί της πρασινάδας. Δρείς και οξιές είναι τα δέντρα. Χαμοκέρασα φυτρώνουν δειλά και κρύβονται στα ριζώματα των δέντρων. Πρέπει να σκαλίσεις για να τα βρεις. Νερά παντού τρέχουν κρυσταλλένια. Σε κάτι πλαγιές κάτω από το μονοπάτι φυτρώνουν πυκνές οι φτέρες, και από μέσα τους ξεπροβάλλουν ψηλοί ασφόδελοι. Δροσιά παντού περιχύνει τον καθαρόν αέρα του βουνού». Ο φυσιολάτρης και λογοτέχνης Ίων Δραγούμης ξαναβρίσκει τον εαυτό του μες στην Ελληνική φύση, πατώντας την Ελληνική γη, έξω από το περιβάλλον των ανθρώπων, που παντού και πάντα τον πιέζουν…
Τον ρώτησε κάποιος: «Δουλεύεις εθνικά ή εκλογικά;» και του απαντά: «Δουλεύω ανθρώπινα. Τι θα πει εθνικά και τι εκλογικά; Δεν εργάζομαι ούτε έτσι ούτε αλλιώς. Είμαι άνθρωπος πρώτα απ’ όλα και τελευταία». Κι άλλη μέρα , παρακάτω: «Από το σταθμό της Φλώρινας ως τη χώρα πηγαίνοντας με τ’ αμάξι, γύριζα κατά το Μοναστήρι και είχα αναλυθεί σε νοσταλγία για τον καιρό [12 χρόνια πρωτύτερα στον Μακεδονικό Αγώνα, στον οποίο ο Ίων πρωταγωνίστησε] που βρισκόμουν εκεί και δούλευα για την οργάνωση της μυστικής άμυνας της Μακεδονίας… Ύστερα ονειρεύτηκα μια υποδοχή μεγάλη που θα μου έκαναν οι Φλωρινιώτες και όπου θα τους μιλούσα με συγκινημένα λόγια εμπνευσμένα από τη δυνατή θύμηση, σα μέθη, της εποχής εκείνης. Μα όσο σίμωνα στη χώρα και δεν έβλεπα ούτε ψυχή, έλεγα μέσα μου: “Τι τρελός είμαι να φαντάζομαι υποδοχές! Ποιος είμαι εγώ για να με υποδέχονται; Και έκλαψα τη μηδαμινότητά μου” «…Ένας χωροφύλακας, σαν έμπαινα στη Φλώρινα, με σταματά και με ρωτά ποιος είμαι και τι δουλειά κάνω. Του αποκρίνομαι: “Λέγομαι έτσι και έτσι και είμαι υποψήφιος βουλευτής”. Με άφησε και πέρασα. Προχωρώντας συναντώ σε ένα άλογο καβάλα ένα γνώριμο πρόσωπο. Ήταν ο γνωστός μου καπετάν Στέφος. Χάρηκα, τον χαιρέτησα με το χέρι. Κοντοστάθηκε, σαν νάθελε να γυρίσει το άλογο να μ’ ακολουθήσει. Μα έπειτα σαν να μετάνιωσε, έδωσε μια σπιρουνιά και εξακολούθησε το δρόμο του.
Είπα μέσα μου: “Θα είναι με το άλλο κόμμα”. Και συλλογίστηκα πως καλύτερη ήταν η εποχή που κόμματα δεν υπήρχαν και ο καπετάν Στέφος, μαζί με τους άλλους Μακεδόνες και Έλληνες, αγωνίζονταν για την ελευθερία του τόπου. Τότε με είχαν ανάγκη και έρχουνταν μαζί μου. Τώρα είμαστε κι εγώ και κείνος, ο καθένας μας σε ξεχωριστό κόμμα. Κρίμας». 
Στα Φύλλα Ημερολογίου Ε’ (1913 – 1917) ο Ίων Δραγούμης σημειώνει: «Στη Νεγκοβάνη, σε ένα βλάχικο σπίτι κάθισα κατάχαμα απάνω στα κιλίμια. Μια βλάχα νέα, προσφέροντάς μου να πιω ούζο και καφέ, μου κάνει, σαν για να δικαιολογηθεί για την πρωτόγονη φιλοξενία: “Εμείς οι Βλάχοι όπως λάχει”. Και χαμογέλασε. Της είπα πως είναι όλα καλά στο χωριό της». Και στη συνέχεια γράφει: «Από τον Απόσκεπο άρχισα και έμπαινα στα Κορέστια. Τα ξακουστά Κορέστια, περίφημα από τους κλέφτες και τους κομιτατζήδες τους Βουλγάρους. Πάντα μου έλεγα τους Κορεστιανούς: “Άδικα βουλγαρίζετε. Τα χωριά σας θα γίνουν μια μέρα Ελληνικά.” Ετσι κι έγινε.. Τα Κορέστια, βουνότοπος άγριος και ήμερος μαζί, τόπος για να θρέψει και να κρύψει κομιτατζήδες. Για αυτό τον θυμούμαι ολοένα…»
Στις εκλογές του Μαϊου 1915 αποτυχαίνει. Εκλέγεται όμως ανεξάρτητος βουλευτής τον Αύγουστο του ίδιου έτους. Σε επίσκεψή του με την ιδιότητα του υποψήφιου βουλευτή τον Αύγουστο 1915, στις περιοχές της Φλώρινας, Κοζάνης και Πέλλας γράφει: «Στον σιδηρόδρομο. Η λίμνη του Οστρόβου [πρόκειται για τη λίμνη Βεγορίτιδα] το χωριό και τα βουνά γύρω, είναι εικόνα εγκατάλειψης (desolation). Ως και το τζαμί που είναι πάνω στο νησί δεν υπάρχει πια, και μονάχα ο μιναρές ξεχαρβαλωμένος και αποκεφαλισμένος στέκει ακόμα. Βουνά βράχινα ξερά». … «Μπαψόρι, 16 Αυγούστου 1915. Ο Παπακωνσταντίνος, ένας ψηλός και ασπρογένης ξερακιανός παπάς, περίεργος και έξυπνος, μου έλεγε: “ Οι χωριάτες μου έλεγαν, όταν ελευθερώθηκε η Μακεδονία: πού το ήξερες εσύ ότι θα γίνει Ελληνικό και βάσταξες ως το τέλος και υπόφερες τόσο και αγωνίστηκες τόσο;”».
Ο Ίων Δραγούμης εξορίστηκε από το Βενιζελικό καθεστώς στην Κορσικής για δύο έτη, 1917 – 1919, και από εκεί συνεχίστηκε αμέσως η εξορία του στην Σκόπελο. Ο Εθνικός Διχασμός ανάμεσα στα δύο πολιτικά στρατόπεδα της εποχής εκείνης φανάτισε τους Έλληνες. Η προσωπολατρεία ήταν το selfie των καιρών! Γράφει ο Ίων: «Παράδοξο είδος εικονομαχίας! Αστυνόμοι και χωροφύλακες μπαίνουν στα σπίτια και στα μαγαζιά και τσακίζουν ή κατάσχουν τις εικόνες του βασιλιά Κωνσταντίνου, και αναγκάζουν τους καταστηματάρχες να κρεμάσουν εικόνες του Βενιζέλου. Κάτω το ένα είδωλο! Ζήτω το άλλο! Η εικονομαχία αυτή συντελεί στο να βαρεθεί όλα τα είδωλα ο Ελληνικός λαός και να ζητήσει κάτι καλύτερο, χρησιμότερο γι αυτόν – μια ιδέα απρόσωπη- και να νιώσει ακόμα την ανάγκη να επιτύχει το περιεχόμενό της». 
Δεν προλαβαίνει να χαρεί την επάνοδό του στην Αθήνα, καθώς δολοφονείται μαφιόζικα, αυτός ο Αγωνιστής του Ελληνικού έθνους. Προφητεύει ο ίδιος το τέλος του στα Ημερολόγιά του: «Φαντάζομαι πως μετά λίγα χρόνια, ή θα βρεθώ μπλεγμένος και σκοτωμένος κάπου στη Μακεδονία, υποθέτω στο Μοναστήρι ή στο Περιστέρι – στα πιο αγαπημένα μου λημέρια- ή θα πάψω να είμαι υπηρέτης της πατρίδας και θα μείνω άνθρωπος στην ξενιτιά, και μονάχα άνθρωπος. Θα ξενιτευτώ ή θα πεθάνω νωρίς, όπως είπα. Τέτοιο τέλος προλέγω στον εαυτό μου» (Ίων Δραγούμης, Φύλλα Ημερολογίου Ε’ 1913-1917, σελ. 126)