Με το βλέμμα στραμμένο στο εμπορευματικό της έργο η ΤΡΑΙΝΟΣΕ επιχειρεί να διευρύνει την πελατειακή της βάση, προχωρώντας σε διαπραγματεύσεις με πολυεθνικούς κολοσσούς τόσο από την Ευρώπη όσο και από την Ασία. Η βελτιστοποίηση των παρεχόμενων υπηρεσιών όμως δεν εξαρτάται αποκλειστικά από την ίδια, αλλά από το δίκτυο πάνω στο οποίο τρέχουν τα βαγόνια της. Η κατάσταση του σιδηροδρομικού δικτύου της χώρας μπορεί να έχει βελτιωθεί τα τελευταία χρόνια, ωστόσο εξακολουθεί να μην είναι στην καλύτερη δυνατή κατάσταση, παρά το γεγονός ότι συνδέει πλέον τη χώρα από άκρη σε άκρη και κυρίως το λιμάνι του Πειραιά με τα βόρεια σύνορα της χώρας.
Στελέχη της ΤΡΑΙΝΟΣΕ σημειώνουν ότι σε περίπτωση που τα έργα αναβάθμισης της σιδηροδρομικής γραμμής δεν έχουν ολοκληρωθεί το 2017, όπως είναι προγραμματισμένα, το στοίχημα των εμπορευματικών μεταφορών θα είναι χαμένο. Κι αυτό γιατί οι προοπτικές ενίσχυσης του διακινούμενου φορτίου είναι ιδιαίτερα ενθαρρυντικές, με το φορτίο όμως να μην μπορεί να εξυπηρετηθεί εάν το ελληνικό σιδηροδρομικό δίκτυο δεν αυξήσει τη χωρητικότητά του.
Σύμφωνα με τις έως τώρα εκτιμήσεις το 2015 θα δρομολογηθούν 500 συρμοί με εμπορεύματα κατά μήκος του εθνικού δικτύου, οι οποίοι το 2016 θα αγγίξουν τους 1.000 με στόχο το 2018 να φτάσουν τους 2.000-2.500 συρμούς. Σε περίπτωση που επαληθευτούν οι προβλέψεις, εάν τα έργα υποδομής δεν έχουν ολοκληρωθεί, το δίκτυο δεν θα είναι σε θέση να εξυπηρετήσει όλο αυτό τον όγκο. «Σήμερα διακινούμε μόνο τον αφρό» εξηγούν χαρακτηριστικά στελέχη της ΤΡΑΙΝΟΣΕ που σημειώνουν ότι τώρα διακινούνται κυρίως ηλεκτρονικά τα οποία δεν έχουν σημαντικό όγκο. «Οταν αρχίσουμε να συνεργαζόμαστε και με την αυτοκινητοβιομηχανία, που αποτελεί και τον επόμενο στόχο μας, οι όγκοι θα αυξηθούν σημαντικά και η χωρητικότητά του δικτύου θα πρέπει να είναι ιδιαίτερα αυξημένη» συμπληρώνουν.
Πληροφορίες αναφέρουν ότι οι Κινέζοι είχαν προσφερθεί να επενδύσουν και στο ελληνικό σιδηροδρομικό δίκτυο όπως έκαναν πριν από λίγες ημέρες στη Σερβία, όπου θα χρηματοδοτήσουν την αναβάθμιση της σιδηροδρομικής υποδομής, με 1,5 δισ. ευρώ περίπου, προκειμένου να ενισχυθεί η χωρητικότητα του δικτύου και να εξυπηρετείται αποτελεσματικότερα η μεταφορά των προϊόντων τους. Η ελληνική πλευρά τότε δεν αποδέχτηκε την προσφορά, καθώς έχουν ήδη δρομολογηθεί τα έργα με τη συγχρηματοδότηση ευρωπαϊκών πόρων, ενώ παράλληλα πρόκειται για μια πρακτική που δεν έχει εφαρμογή σε ευρωπαϊκές χώρες.
Πηγή:kathimerini.gr