Κυριακή 1 Δεκεμβρίου 2013

Ένας ζητιάνος και ένας πλανόδιος μουσικός ανταγωνίζονται στον Ηλεκτρικό σιδηρόδρομο

Η ομορφιά θα σώσει τον κόσμο

Του ΒΑΓΓΕΛΗ ΡΑΠΤΟΠΟΥΛΟΥ
 συγγραφέα

Μπαίνει στο βαγόνι στον επόμενο ακριβώς σταθμό από τον δικό μου. Είναι τόσο αδύνατος, σαν να έχει λιώσει, με ρούχα κουρελιασμένα και μαύρα από τη βρόμα. Το κυριότερο, όμως, είναι ότι από την αδυναμία κυριολεκτικά σέρνεται.

Ωσπου να διασχίσει ολόκληρο το βαγόνι, από τη μία άκρη του ώς την άλλη, το τρένο έχει αφήσει πίσω του πέντε με έξι σταθμούς. Η φωνή του είναι ραγισμένη και τόσο ξέπνοη, τόσο σβησμένη, ώστε μόλις που ακούγεται. Στο ένα χέρι μερικά πακέτα χαρτομάντιλα, ενώ με το άλλο παλεύει να κρατηθεί, για να μην γκρεμοτσακιστεί.

Παρατηρώ τους συνεπιβάτες μου. Τις κλεφτές ματιές που ρίχνουν στο ανθρώπινο αυτό ερείπιο με την απροσδιόριστη ηλικία, όσο είναι βέβαιοι ότι δεν μπορεί να τους δει. Και τον βιαστικό, σχεδόν βίαιο τρόπο, με τον οποίο σκύβουν το κεφάλι, ή αποστρέφουν το βλέμμα, όταν κινδυνεύει να διασταυρωθεί με τα θολά μάτια του. Σκέφτομαι τα χειρότερα για όλους μας, για την άσπλαχνη στάση μας απέναντί του, μολονότι ξέρω από πρώτο χέρι ότι δεν είναι δυνατόν να υποκύπτεις διαρκώς στον συναισθηματικό εκβιασμό των ζητιάνων, εφόσον χρησιμοποιείς καθημερινά τον Ηλεκτρικό για τις μετακινήσεις σου.

Ομως, ο περί ου ο λόγος δεν είναι συνηθισμένη περίπτωση. Ειδικά τα δύο τελευταία χρόνια που η κρίση έχει βαθύνει, έχω έρθει αντιμέτωπος με μια απίθανη ποικιλία ζητιάνων και μικροπωλητών, οι οποίοι διεκδικούν την προσοχή των επιβατών του Ηλεκτρικού, συχνά με απίστευτη εφευρετικότητα. Οι πιο απερίγραπτοι ανάμεσά τους μού φαίνονται όσοι επικαλούνται το γεγονός ότι είναι άνεργοι, χωρίς να λογαριάζουν πόσοι από τους επιβάτες βρίσκονται σε ανάλογη θέση και δεν καταφεύγουν στη ζητιανιά. Ή μήπως, όσοι δεν έχουν χάσει ακόμη την αξιοπρέπειά τους, τυχαίνει απλώς να μην έχουν φτάσει στα όριά τους και η οικονομική τους κατάσταση είναι προς το παρόν καλύτερη;

Εν τέλει, ο ετοιμόρροπος ζητιάνος αποβιβάζεται και, μετά από μια σύντομη παύση, στο βαγόνι μας μπαίνει ένας μικρόσωμος, νευρικός τριανταπεντάρης, μ' ένα ακορντεόν. Αρχίζει σχεδόν αμέσως να παίζει ένα γνωστό παλιό λαϊκό τραγούδι, και ξαφνικά η φωνή που αναβλύζει από το λαρύγγι του μάς επιτίθεται με απροκάλυπτη ένταση και ακρίβεια. Είναι μια εκπληκτική φωνή, που θα τη ζήλευαν πολλοί επαγγελματίες, μια φωνή που δένει τέλεια με τις νότες του ακορντεόν, η φυσούνα του οποίου ανοιγοκλείνει κρεμασμένη μπροστά στο στήθος του ιδιοκτήτη του.

Τη φορά αυτή, τα κεφάλια υψώνονται στον αέρα και τα βλέμματα ξεψαχνίζουν τον πλανόδιο μουσικό χωρίς την παραμικρή αναστολή. Χαμόγελα ανθίζουν στα σκυθρωπά πρόσωπα, χείλη σαλεύουν επαναλαμβάνοντας ψιθυριστά τους στίχους, ενώ κάποια λίγα σώματα λικνίζονται ήδη με το ρυθμό. Ο μικροκαμωμένος τραγουδιστής μάς έχει μαγέψει, πριν καλά καλά το πάρουμε είδηση. Οι σκοτεινές έγνοιες εξανεμίζονται, έστω στιγμιαία, η μελαγχολική ατμόσφαιρα των ημερών υποχωρεί, έστω φευγαλέα, και αρκεί μια μικρή δόση ομορφιάς, μουσικής ομορφιάς, για να ξεχαστούμε όλοι μας, για να παραμυθιαστούμε και να γλυκάνουμε. Πώς να μη νιώσεις ευγνωμοσύνη;

Πόσες γυναικείες τσάντες ανοίγουν, πόσα πορτοφόλια; Πόσοι ψαρεύουν τις τσέπες των παντελονιών τους; Χέρια απλώνονται προς το μέρος του μουσικού, ο οποίος ξανακάνει τώρα ανάποδα τη διαδρομή στο εσωτερικό του βαγονιού, προκειμένου να μαζέψει τα κέρματα, χωρίς να πάψει ούτε το τραγούδι ούτε το παίξιμο του ακορντεόν, το τελευταίο ως μονόχειρας πλέον. Ευχαριστεί όσους τον ανταμείβουν, μ' ένα πλατύ, σπιρτόζικο χαμόγελο, που φωταγωγεί το πρόσωπό του, ενώ την ίδια στιγμή υποκλίνεται ανεπαίσθητα. Και τελικά, από τη μια στιγμή στην άλλη, το ίδιο ξαφνικά όπως εμφανίστηκε, έχει εξαφανιστεί, μόλις το τρένο κάνει στάση στον επόμενο σταθμό.

Στην αρχή ξανακάνω άσχημες σκέψεις για όλους μας. Τι άκαρδα που φερθήκαμε στον πρώτο, στον επαίτη που παρέπαιε και μετά βίας ακουγόταν ψελλίζοντας τα παρακάλια του. Και προτιμήσαμε να ελεήσουμε τον μουσικό, ενώ ο ζητιάνος ήταν αυτός που είχε περισσότερο ανάγκη τη βοήθειά μας. Τελικά, όμως, σκέφτομαι πως ό,τι έγινε ήταν φυσικό. Οι άνθρωποι είναι μουδιασμένοι από την κρίση, σε κατάθλιψη, και ελάχιστοι νιώθουν αλληλεγγύη. Απέναντι στην ομορφιά, ωστόσο, όλοι αντιδρούν θετικά. Την έχουμε ανάγκη, γιατί μας ευφραίνει και μας εμψυχώνει, μας ανεβάζει το ηθικό. Σωστά έγραψε ο Ντοστογιέφσκι ότι «η ομορφιά θα σώσει τον κόσμο».

enet.gr