Α’ ΑΣΤΙΚΑ
ΔΡΟΜΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΤΡΕΝΟΥ
Το
τρενάκι του Πηλίου, εκτός από την υπεραστική συγκοινωνιακή κάλυψη -αρχικά ως τα
Λεχώνια και μετά την ολοκλήρωση της γραμμής, ως τις Μηλιές- εξυπηρετούσε από το
1896 και την αστική συγκοινωνία του Βόλου, από τον σιδηροδρομικό σταθμό ως τον
‘Αναυρο με τη δημιουργία του τροχιόδρομου (τραμ) (1), καλύπτοντας τις ανάγκες
των κατοίκων της πόλης.
Η γραμμή, που
όπως είναι γνωστό, διέρχονταν από την οδό Δημητριάδος, σύντομα αποδείχτηκε
ανεπαρκής και αποτρεπτική στην απαιτούμενη πύκνωση των δρομολογίων, καθώς η
επιβατική κίνηση αυξάνονταν συνεχώς.
Αποφασίστηκε
λοιπόν, στα 1905 η τοποθέτηση διπλής σιδηροτροχιάς (γραμμή διασταυρώσεων), στο
κέντρο της πόλης, ώστε να υπάρχει η δυνατότητα δρομολόγησης περισσότερων συρμών
που θα επαρκούσαν για την απρόσκοπτη εξυπηρέτηση του κοινού.
Η «γραμμή
διασταυρώσεων» θα κατασκευάζονταν στη στάση Ορμινίου στο κεντρικότερο σημείο
της πόλης, στη διασταύρωση των οδών Δημητριάδος και Πηλέως (σημ. Αντωνοπούλου),
από την Εταιρεία θεσσαλικών Σιδηροδρόμων, η οποία είχε πάρει τη σχετική έγκριση
από τις αρμόδιες υπηρεσίες για το έργο.
Το γεγονός
αυτό εκτιμήθηκε όμως από τους αμαξηλάτες του Βόλου ότι έβλαπτε τα συμφέροντά
τους, αφού το κοινό θα προτιμούσε τα συχνά δρομολόγια του τραμ και όχι τα δικά
τους ιππήλατα οχήματα. Για αυτό και προέβησαν σε δυναμικές αντιδράσεις που
απασχόλησαν για κάμποσες μέρες την τοπική κοινωνία, τον Ιούλιο του 1905.
Οι ΑΜΑΞΑΔΕΣ
ΑΝΤΙΔΡΟΥΝ
Το πρώτο
κρούσμα αντίδρασης, ίσως μεμονωμένο, παρουσιάστηκε αμέσως μετά την έναρξη των
εργασιών, το πρωί της 5ης Ιουλίου, όταν κάποιος -δεν διευκρινίζεται αν ήταν
αμαξάς- τοποθέτησε εμπόδια επί της σιδηροτροχιάς με σκοπό τον εκτροχιασμό του
τρένου, κάτι που ευτυχώς δεν έγινε:
«Απόπειρα
εκτροχιάσεως του σιδηροδρόμου-σύλληψις δράστου. Χθές την πρωίαν ο Α. Β…
καταγόμενος εκ Λαυρίου, απεπειράθη να εκτροχιάση τον σιδηρόδρομον θέσας επι της
ετέρας των ράβδων της σιδηροδρομικής γραμμής σιδηράν τινά ράβδον. Ευτυχώς όμως
ο τροχιόδρομος έθραυσεν αυτήν χωρίς να συμβή απευκταίον τι. Ο αστυνομικός του
σιδηροδρόμου, αντιληφθείς την κακούργον απόπειραν κατήλθε και συνέλαβεν τον
δράστην, τον οποίον οδήγησεν εις την αστυνομίαν. Κατ’ αυτού θα επιδοθή η δέουσα
μήνυσις, σήμερον δε θα οδηγηθή εις την εισαγγελίαν προς ενέργειαν
ανακρίσεων» (Θεσσαλία 6/7/1905).
Το παραπάνω
συμβάν πιθανότατα να έχει άμεση σχέση με τα γενικευμένα επεισόδια που συνέβησαν
το βράδυ της ίδιας μέρας. Οι αμαξάδες του Βόλου, βλέποντας τα συμφέροντα τους
να πλήττονται από την τροχιοδρομική επέκταση, αντέδρασαν με δυναμικές
κινητοποιήσεις που ξεπέρασαν κάθε όριο.
Διαβάζουμε
στην εφημερίδα Θεσσαλία στις 6/7 πάλι:
«Καταστροφή
σιδηροδρομικής γραμμής υπό αμαξάδων. Εγράφομεν χθες ότι ήρξατο η στρώσις κατά
την προχθεσινήν νύκτα, σιδηροδρομικής γραμμής εις την διαστάυρωσιν των οδών
Πηλέως και Δημητριάδος, όπου θα εγίνετο εφεξής η διασταύρωσις των τραμ. Επειδή
όμως τούτο παραβλάπτει τα συμφέροντα των αμαξηλατών, άπαντες ούτοι συνήλθον
χθες την νύκτα, περί την 9ην και άρχισαν να καταστρέφωσι την γραμμήν, εντός δε
ημισείας ώρας εξέχωσαν τα σιδηράς ράβδους».
Η επέμβαση
της αστυνομίας δεν αποκατέστησε την τάξη και τα όργανα της τάξης υποχώρησαν
μπροστά στη δυναμικότητα των οργισμένων αμαξάδων, που συνεπικουρούνταν από
συναδέλφους τους καραγωγείς και άλλους πολίτες.
Συνεχίζει το
δημοσίευμα:
«Η αστυνομία
προσέδραμεν αμέσως επί τόπου και ηθέλησεν να τους εμποδίση από του παράνομου
έργου των, καθότι η Εταιρία έχει άδειαν παρά της Κυβερνήσεως δια την κατασκευήν
της γραμμής και ηπειλήθη προς στιγμήν συμπλοκή, αλλ’ υπερίσχυσαν οι αμαξάδες
και η αστυνομία αδυνατούσα να επιβληθή, απεχώρησεν. Εν θρίαμβω τότε η
αμαξηλάται και πλήθος πολύ περιέργων, έλαβον τας σιδηράς ράβδους και τας έφερον
εις την παραλίαν, όπου τας έρριψαν εις την θάλασσαν. Έλεγον δε ότι είνε
αποφασισμένοι να προβώσιν και πάλιν εις χειροδικείαν εάν η Εταιρία θελήση να
κατασκευάση την εν λόγω γραμμήν».
Η Εταιρία
Θεσσαλικών Σιδηροδρόμων που κατασκεύαζε και το έργο κατήγγειλε το γεγονός και
θορυβημένη ανέστειλε προσωρινά την εκτέλεση των εργασιών, έως ότου παρθούν τα
αναγκαία μέτρα προστασίας για την απόλυτη εξακολούθησή τους:
«Την επίθεσιν
ταύτην εγνώρισαν αι αρχαί προς την Κυβέρνησιν. Επίσης και η Διεύθυνσις του
σιδηροδρόμου ανήγγειλε ταύτην προς το Συμβούλιον εν Αθήναις, όπως προβή εις τα
αναγκαία διαβήματα παρά τη Κυβερνήσει, τη έγκρισει της οποίας η Εταιρία προέβη
εις προμήθειας υλικών δια την εργασίαν ταύτην. Η χειροδικεία αυτή των
αμαξηλατών ενεποίησεν εις τας αρχάς ενταύθα, αλγεινήν εντύπωσιν, ως δε
πληροφορούμεθα θέλουσιν αυστηρότατα καταδιωχθή. Τα κατά των σιδηροδρομικών
γραμμών αδικήματα προβλέπονται και τιμωρούνται δι’ ειδικού αυστηρότατου νόμου.
Η Διεύθυνσις ερωτηθείσα υπό των αρχών αν θα εξακολουθήση πλέον τας εργασίας της,
ίνα λάβωσιν τα αναγκαία μέτρα, εδήλωσεν ότι μη επιθυμούσα να θέση αντιμέτωπον
την αρχήν προς τους αμαξήλατας, πρίν ή λάβη τας οδηγίας της Κυβερνήσεως δεν θα
εργασθή αύριον».
ΑΝΤΙΠΑΡΑΘΕΣΕΙΣ
ΚΑΙ ΔΙΑΜΑΡΤΥΡΙΕΣ
Το ζήτημα που
προέκυψε οπωσδήποτε θεωρούνταν ιδιαίτερα σοβαρό. Η καταστροφή του
κατασκευαζόμενου έργου της «γραμμής διασταυρώσεως» του τραμ απασχόλησε για
κάμποσες μέρες την τοπική ειδησεογραφία, καθώς επακολούθησε και η σύλληψη των
δραστών.
Αποκαλύπτεται
όμως, μέσω των δημοσιευμάτων του τύπου και όλο το χρονικό της υπόθεσης που
προηγήθηκε, έως ότου οι αμαξηλάτες οδηγηθούν σε δυναμικές κινητοποιήσεις καθώς
πίστευαν ότι με την πύκνωση των δρομολογίων του τροχιόδρομου θα μειώνονταν
σημαντικά η δική τους δραστηριότητα.
Τα έργα
ξεκίνησαν τη νύχτα της 4ης προς 5η Ιουλίου, έπειτα από απόφαση της Εταιρίας
Σιδηροδρόμων για να μην υπάρξει παρακώλυση της συγκοινωνίας τη μέρα και η
κατασκευή να ολοκληρωθεί γρηγορότερα με την απρόσκοπτη απασχόληση του
προσωπικού από τις 10 μ.μ ως τις 5μ.μ.. Ήδη είχε ενημερωθεί και η αστυνομία για
τη νυχτερινή εκτέλεση εργασιών, ώστε όλα να γίνονται νόμιμα.
Οι αμαξάδες
όμως αυτό το εξέλαβαν αρνητικά, θεωρώντας ότι η Εταιρία κατασκευάζει «κρυφά» τη
γραμμή γιατί προφανώς δεν διέθετε τις απαιτούμενες άδειες από το νόμο.
Πολυμελής αντιπροσωπία τους, όταν είδαν την έναρξη των εργασιών, μετέβη στη
Νομαρχία για να διαμαρτυρηθεί, επικαλούμενη την παρανομία που συνέβαινε.
Ο Νομάρχης,
αν και δε γνώριζε ακριβώς τι συμβαίνει, υποστήριζε πως ήταν αδύνατον μια τόσο
σοβαρή εταιρία να προχωρά σε αυθαιρεσίες και για επιβεβαίωση ζήτησε να
προσκομισθούν όλα τα απαιτούμενα έγγραφα για το έργο. Η αστυνομία βέβαια είχε
ενημερωθεί σχετικά αλλά -αδιευκρίνιστο το γιατί- δεν είχε γνωστοποιήσει, όπως
θα έπρεπε, το γεγονός και στην ανώτερη τοπική αρχή.
Ο Διευθυντής
της Εταιρίας κατέθεσε στη Νομαρχία ότι επιβάλλονταν: Το έγγραφο της
σύμβασης, την έγκριση του αρμόδιου Υπουργείου, αλλά και μια επιστολή στην οποία
δίνονταν οι απαιτούμενες εξηγήσεις για την χρησιμότητα του έργου –το οποίο
χαρακτηρίζεται ως απόλυτα αναγκαίο και κοινωφελές– όπως και για την
προτιμούμενη νυχτερινή εκτέλεση των εργασιών. Ακόμη καταγγέλλεται η καταστροφή
που επήλθε και ζητείται λήψη μέτρων ασφαλείας, ώστε να συνεχιστεί απρόσκοπτα η
κατασκευή της γραμμής.
Έγγραφα κι
επιστολή δημοσιεύονται στην εφ. Θεσσαλία, στις 7/7 σε εκτενές δημοσίευμα με το
χαρακτηριστικό τίτλο:
«Το
πραξικόπημα κατά του τροχιόδρομου. Διαμαρτυρία σιδηροδρ. Θεσσαλίας. Το απόλυτον
δίκαιον της Εταιρίας».
Η εφ. Η
Θεσσαλία κρατά εμφανή στάση υπέρ της Εταιρίας Θεσσαλικών Σιδηροδρόμων και
καταγγέλλει ως υποκινητές την εφ. Πανθεσσαλική και τον εκδότη της Σοφοκλή
Τριανταφυλλίδη που εξωθούσαν σε ακρότητες τους αμαξηλάτες, παραπλανώντας τους
περί της μη νομιμότητας του έργου.
Μεταξύ των
εφημερίδων καταγράφεται έντονη αντιπαράθεση καθώς η Πανθεσσαλική ως
«εφημερίς των λαϊκών ιδεών» πάντοτε υπεράσπιζε τα ευρύτερα λαϊκά στρώματα,
υιοθετώντας προοδευτικές απόψεις για αυτό και επισύρει, στα δημοσιεύματα
εκείνων των ημερών, τα αιχμηρά και δηκτικά σχόλια της πιο συντηρητικής
Θεσσαλίας.
Αφότου λοιπόν
προσκομίστηκαν τα απαιτούμενα έγγραφα στη Νομαρχία, ο Νομάρχης Σπ. Παγανέλης
επισήμανε στους οργισμένους αμαξάδες ότι έχουν άδικο και βεβαίως κανένα
δικαίωμα παρεμπόδισης έργου. Εκείνοι τότε αντέτειναν ότι με την κατασκευή της
διπλής γραμμής (διασταυρώσεως) περιορίζονταν το οδόστρωμα, ώστε καθίσταται
αδύνατη η διέλευση των αμαξών και των άλλων οχημάτων.
Τότε μετέβη
επί τόπου ο μηχανικός της Νομαρχίας για αυτοψία και καταμέτρηση, όπου
διαπίστωσε ότι υπήρχε χώρος ευρύτερος του επιτρεπόμενου ορίου, δίχως να
υφίσταται ζήτημα παρεμπόδισης της κυκλοφορίας. Επειδή διακρίνονταν μια διάθεση
«ερεθισμού» των αμαξάδων ο Νομάρχης επιχείρησε, σε αυστηρό τόνο να τους
αποτρέψει από τυχόν απειλούμενες ακρότητες , επικαλούμενος τις συνέπειες του
νόμου, οπότε διαφάνηκε διάθεση για εκτόνωση της κατάστασης.
Όμως παρά τις
πρώτες διαβεβαιώσεις των αμαξάδων, επικράτησαν μετά ακραίες φωνές και ομαδικά,
με τη συνδρομή καραγωγέων και άλλων πολιτών, μετέβησαν, όπως είδαμε, το βράδυ
στο χώρο του έργου και ξήλωσαν τις ήδη τοποθετημένες σιδηροτροχιές, τις οποίες
στη συνέχεια, εν πομπή, πέταξαν στη θάλασσα, εξαναγκάζοντας και την αστυνομία
σε… υποχώρηση!
Το χρονικό
των γεγονότων το πληροφορούμαστε από τα δημοσιεύματα της εφ. Η Θεσσαλία και
κυρίως από την επιστολή του αστυνομικού διευθυντή Βλαχώνη που εκθέτει τα
γεγονότα από την πλευρά της αστυνομίας (9/7) και τη συνέντευξη του Νομάρχη, Σπ.
Παγανέλη, δύο μέρες αργότερα, όπου υπάρχουν λεπτομερείς αναφορές.
ΣΥΛΛΗΨΕΙΣ ΚΑΙ
ΕΚΤΟΝΩΣΗ
Η αστυνομία,
έπειτα από την «ήττα» της το βράδυ της 5ης Ιουλίου επενέβη δυναμικά
συλλαμβάνοντας 17 άτομα από τα οποία 14 ήταν αμαξηλάτες, ένας καραγωγέας, ένας
ράφτης κι ένας υποδηματοποιός! Στις ανακρίσεις που ακολούθησαν επιδιώχθηκε ο
εντοπισμός των πρωταιτίων. Εκεί κάποιοι έριχναν τις ευθύνες σε συναδέλφους
τους, ενώ ορισμένοι επικαλούνταν ότι δεν συμμετείχαν στις καταστροφές και
προσπαθούσαν να αποτρέψουν.
Αρχικά, εννέα
από τους προσαχθέντες αφέθηκαν ελεύθεροι και διατυπώνονταν η εκτίμηση ότι το
ίδιο θα ίσχυε και για τους υπόλοιπους που θα παραπέμπονταν για πλημμέλημα σε
τακτική δικάσιμο. Πιθανότατα ακολούθησαν και άλλες συλλήψεις και εννέα αμαξάδες
προφυλακίστηκαν κατηγορούμενοι για φθορά ξένης περιουσίας και αντίσταση κατά
της αρχής. Αλλά και αυτοί απολύθηκαν με έκδοση βουλεύματος, λίγες μέρες
αργότερα -οι θεωρούμενοι ως πρωταίτιοι των ζημιών- με την παραπομπή τους στο
πλημμελειοδικείο για τα αδικήματα που προαναφέρθηκαν.
Τα έργα
συνεχίστηκαν τη μεθεπόμενη των επεισοδίων, με αστυνομική προστασία, για αποφυγή
νέων εκτρόπων, δίχως βέβαια να συμβεί το παραμικρό,αφού η κατάσταση είχε
εκτονωθεί μετά την ένταση των πρώτων ημερών. Και ο τροχιόδρομος εξυπηρετούσε
πληρέστερα πλέον τις ανάγκες των βολιωτών.
ΣΗΜΕΙΩΣΗ (1)
βλέπε: Γ. Νάθενα –Μηλ. Καραθάνου, «Το τραινάκι του Πηλίου», εκδ. Μίλητος,
σελ.95-126. Το γεγονός της αντίδρασης των αμαξάδων, μνημονεύεται συνοπτικά στη
σελ. 102.
Το
τραινάκι διέρχεται από την οδό Δημητριάδος(φώτο Στουρνάρα).