Ειναι γνωστό ότι ο σιδηρόδρομος υπήρξε η αιτία της δημιουργίας αυτής της πόλης. Στην αρχή (το 1871) κατασκευάσθηκε η γραμμή που συνέδεσε την Αλεξανδρούπολη (Δεδέαγατς ) με το Πύθιο και την Αδριανούπολη από την εταιρεία των Ανατολικών Σιδηροδρόμων και στη συνέχεια (το 1895) η γραμμή που συνέδεσε την Θεσσαλονίκη με την Αλεξανδρούπολη (Ενωτικός Σιδηρόδρομος J.S.C.).
Κάθε ένα από τα παραπάνω σιδηροδρομικά δίκτυα είχε ξεχωριστό δικό του τερματικό σταθμό στη πόλη με τα αντίστοιχα κτίρια που εξυπηρετούσαν τις μεταφορικές (εμπορικές και επιβατικές) ανάγκες του. Από τα κτίρια αυτά, άρρητα συνδεδεμένα με την ιστορία και τη ζωή της πόλης, σήμερα σώζονται ο Παλιός Γαλλικός σιδηροδρομικός σταθμός, η Στρατιωτική Στάση, το κτίριο διοίκησης του Ο.Σ.Ε. και κάποιες από τις αποθήκες του Ο.Σ.Ε. (γνωστές ως αποθήκες Τελωνείου) μπροστά από το μικρό λιμάνι της πόλης.. Όλα αυτά τα κτίρια αποτελούν αρχιτεκτονική κληρονομιά και προίκα των Σιδηροδρόμων στη πόλη. Είναι τα στολίδια μιας άλλης εποχής.. Από τα κτίρια του σιδηροδρόμου σήμερα αποτελούν παρελθόν και τα βλέπουμε μόνο σε συλλεκτικές φωτογραφίες ο Σιδηροδρομικός Σταθμός Joncion Salonique –Constantinople» στο χώρο του κλειστού Γυμναστηρίου και κλειστού Κολυμβητηρίου και ο παλιός επιβατηγός σταθμός στον λοξό δρόμο (σημερινό ΚΑΠΗ). Με την παρατήρηση ότι τα παλαιά κτήρια των σιδηροδρομικών σταθμών, τυποποιημένα σε όψη και σε κάτοψη και πολυάριθμα κατά μήκος ολόκληρου του σιδηροδρομικού δικτύου, πρέπει να αποτελούν μνημεία της νεότερης πολιτιστικής κληρονομιάς του ελληνικού κράτους λόγω της εκατονταετούς και πλέον ηλικίας τους, της ιστορικής, πολιτιστικής και αρχιτεκτονικής τους αξίας αλλά και λόγω της συναισθηματικής αξίας για τις μνήμες που κουβαλούν για πάρα πολλούς ανθρώπους. Και παρ΄ όλα αυτά η ιδιαίτερη φυσιογνωμία τους, εδώ και χρόνια, όχι μόνο δεν διαφυλάσσεται, αλλά υποβαθμίζεται συνεχώς από τις αυθαίρετες χρηστικές παρεμβάσεις, την εγκατάλειψη ή την οικονομίστικη αντίληψη πολλών αρμοδίων για αυτά. Ως φόρο τιμής στις αναμνήσεις που μας δένουν με αυτά αφιερώνουμε λίγα λόγια για κάθε ένα από τα κτίρια που σώζονται μέχρι σήμερα στη πόλη μας, αλλά και για αυτά που έχουν χαθεί και για να αποτελέσει έναυσμα να τα δούμε με περισσότερη συμπάθεια και να δείξουμε λίγο περισσότερο ενδιαφέρον για όσα σώζονται από αυτά μέχρι σήμερα.
Κάθε ένα από τα παραπάνω σιδηροδρομικά δίκτυα είχε ξεχωριστό δικό του τερματικό σταθμό στη πόλη με τα αντίστοιχα κτίρια που εξυπηρετούσαν τις μεταφορικές (εμπορικές και επιβατικές) ανάγκες του. Από τα κτίρια αυτά, άρρητα συνδεδεμένα με την ιστορία και τη ζωή της πόλης, σήμερα σώζονται ο Παλιός Γαλλικός σιδηροδρομικός σταθμός, η Στρατιωτική Στάση, το κτίριο διοίκησης του Ο.Σ.Ε. και κάποιες από τις αποθήκες του Ο.Σ.Ε. (γνωστές ως αποθήκες Τελωνείου) μπροστά από το μικρό λιμάνι της πόλης.. Όλα αυτά τα κτίρια αποτελούν αρχιτεκτονική κληρονομιά και προίκα των Σιδηροδρόμων στη πόλη. Είναι τα στολίδια μιας άλλης εποχής.. Από τα κτίρια του σιδηροδρόμου σήμερα αποτελούν παρελθόν και τα βλέπουμε μόνο σε συλλεκτικές φωτογραφίες ο Σιδηροδρομικός Σταθμός Joncion Salonique –Constantinople» στο χώρο του κλειστού Γυμναστηρίου και κλειστού Κολυμβητηρίου και ο παλιός επιβατηγός σταθμός στον λοξό δρόμο (σημερινό ΚΑΠΗ). Με την παρατήρηση ότι τα παλαιά κτήρια των σιδηροδρομικών σταθμών, τυποποιημένα σε όψη και σε κάτοψη και πολυάριθμα κατά μήκος ολόκληρου του σιδηροδρομικού δικτύου, πρέπει να αποτελούν μνημεία της νεότερης πολιτιστικής κληρονομιάς του ελληνικού κράτους λόγω της εκατονταετούς και πλέον ηλικίας τους, της ιστορικής, πολιτιστικής και αρχιτεκτονικής τους αξίας αλλά και λόγω της συναισθηματικής αξίας για τις μνήμες που κουβαλούν για πάρα πολλούς ανθρώπους. Και παρ΄ όλα αυτά η ιδιαίτερη φυσιογνωμία τους, εδώ και χρόνια, όχι μόνο δεν διαφυλάσσεται, αλλά υποβαθμίζεται συνεχώς από τις αυθαίρετες χρηστικές παρεμβάσεις, την εγκατάλειψη ή την οικονομίστικη αντίληψη πολλών αρμοδίων για αυτά. Ως φόρο τιμής στις αναμνήσεις που μας δένουν με αυτά αφιερώνουμε λίγα λόγια για κάθε ένα από τα κτίρια που σώζονται μέχρι σήμερα στη πόλη μας, αλλά και για αυτά που έχουν χαθεί και για να αποτελέσει έναυσμα να τα δούμε με περισσότερη συμπάθεια και να δείξουμε λίγο περισσότερο ενδιαφέρον για όσα σώζονται από αυτά μέχρι σήμερα.
Παλιός Γαλλικός σιδηροδρομικός σταθμός
Το διώροφο κεντρικό κτίριο του Σιδηροδρομικού Σταθμού των Ανατολικών Σιδηροδρόμων (CO) και αργότερα της Γαλλοελληνικής (C।F.F.H.), είναι από τα πρώτα κτήρια αυτής της πόλης. Είναι άλλωστε γνωστό ότι η Αλεξανδρούπολη (παλιά Δεδέαγατς) από σιδηροδρόμου άρχεσθαι! Το κτίριο αυτό είναι διώροφο με κεραμοσκεπή, κατασκευασμένο από οπτοπλινθοδομή και εξωτερικά καλύπτεται με ξύλινη επένδυση (με οριζόντιες σανίδες στο ισόγειο και κάθετες στον όροφο). Εξαιτίας της γειτνίασής του με τον λιμένα της πόλης εξυπηρετούσε όλα τα μέσα ανταποκρίσεως για τη διασπορά ή τη συγκέντρωση επιβατών και εμπορευμάτων. Σήμερα, ως σταθμός Διαλογής, εξακολουθεί να στεγάζει λειτουργίες της σιδηροδρομικής υπηρεσίας και κυρίως αποτελεί το σημείο διασταύρωσης των γραμμών Θεσσαλονίκης – Αλεξανδρούπολης και Αλεξανδρούπολης – Ορμένιου.
Σημειώνουμε ότι τα κτίρια του σιδηροδρομικού δικτύου των Ανατολικών Σιδηροδρόμων από το Δεδέαγατς μέχρι το Κάραγατς κατασκευάσθηκαν από οπτοπλινθοδομή και εξωτερικά καλύφθηκαν με ξύλινη επένδυση (σταθμοί Αλεξανδρούπολης, Πυθίου, Διδυμοτείχου αλλά και Ορεστιάδας) σε αντίθεση με τα κτίρια του Ενωτικού Σιδηροδρόμου (J.S.C.) από την Θεσσαλονίκη μέχρι την Αλεξανδρούπολη, που είναι όλα πέτρινα με κεραμοσκεπή.
Αξίζει να αναφερθεί ότι οι κτιριακές εγκαταστάσεις των Ανατολικών Σιδηροδρόμων στην Αλεξανδρούπολη, κατασκευαστήκαν βάσει των μελετών και σχεδίων που εκπόνησαν μηχανικοί και τεχνικοί του ρωσικού στρατού που έφθασαν στη πόλη κατά τον Ρωσοτουρκικό πόλεμο του 1877-1878.
Σιδηροδρομικός Σταθμός Joncion Salonique –Constantinople» (Ενωτικός - J.S.C.)
Το κτίριο αυτό χτίσθηκε όταν η εταιρία Companie d’ Exploitation des Chemins de Fer Orientaux (C।O।), που εκμεταλλευόταν τις σιδηροδρομικές γραμμές στο ευρωπαϊκό τμήμα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και είχε τα προνόμια στις εγκαταστάσεις των λιμένων Θεσσαλονίκης και Δεδέαγατς, επέτρεψε εντέλει την κάθοδο των γραμμών της J.S.C (Ενωτικός σιδηρόδρομος Θεσσαλονίκης – Δεδέαγατς) στο Δεδέαγατς και την απ΄ ευθείας σύνδεσή τους με τη θάλασσα. Μέχρι τότε η γραμμή αυτή, όπως αναφέρθηκε, από τον σταθμό Πόταμου παράκαμπτε βόρεια τη πόλη και τερμάτιζε στις Φέρες.
Όταν η εταιρεία Joncion Salonique –Constantinople» (J.S.C.) υποχρεώθηκε να δημιουργήσει στην Αλεξανδρούπολη ξεχωριστό σταθμό με μεγάλες εγκαταστάσεις (στο δυτικό άκρο της πόλης), όπως αναφέρθηκε πιο πάνω, η γραμμή περνούσε μπροστά από το κτίριο της Στρατιωτικής Στάσης και ακολουθώντας κατά μήκος τη σημερινή οδό Εθνικής Αντιστάσεως (λοξό) κατέληγε στη δυτική είσοδο της πόλης (εκεί που σήμερα είναι το κλειστό Γυμναστήριο). Μετά τον βομβαρδισμό του σταθμού το 1915 από τα Βρετανικά πλοία της Entente και την καταστροφή του, η γραμμή αυτή μέχρι την απελευθέρωση της πόλης λειτούργησε με προσωρινές λύσεις, δηλαδή κατασκευή πρόχειρων τερματικών σταθμών. Μετά την απελευθέρωση της πόλης η εταιρία κατασκεύασε μόνιμο επιβατικό σταθμό στη διασταύρωση των οδών Εθνικής Αντιστάσεως με την 14η Μαΐου και η απόληξή του ήταν στη διασταύρωση της Εθνικής Αντιστάσεως με την σημερινή Ιωακείμ Καβύρη. Ήταν κτίριο μονώροφο πέτρινο, με εξωτερική ξύλινη επένδυση και ξύλινη οροφή κεραμοσκεπής. Στο εμπρόσθιο τμήμα του και κατά μήκος όλου του κτηρίου (στη σειρά, από Ανατολή προς Δύση, υπήρχαν αίθουσα αναμονής, γραφείο εισιτηρίων και αίθουσα εμπορευμάτων. Κατά μήκος της νότιας πλευράς όλου του κτιρίου υπήρχε ξύλινο υπόστεγο με κεραμοσκεπή στέγη, πλάτους περίπου 6-7 μέτρα που έφθανε σε απόσταση 1-2 μέτρα μέχρι αποβάθρα. Και στο δυτικό άκρο υπήρχε πέτρινο μικρό κτίσμα για τουαλέτες. Ο σταθμός αυτός λειτούργησε ως επιβατικός σταθμός της Αλεξανδρούπολης μέχρι το 1956, όταν και μεταφέρθηκε οριστικά όλη η επιβατική κίνηση του σιδηροδρόμου στον σημερινό (παραλιακό) επιβατηγό σταθμό. Το 1957 παραχωρήθηκε το κτίριο για χρήση στους Προσκόπους οι οποίοι παρέμειναν εκεί μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1970. Στη συνέχεια, το κτίριο αυτό εγκαταλείφθηκε και περί τα μέσα της δεκαετίας του 1980, κατεδαφίσθηκε από τον Δήμο, στον οποίο είχε παραχωρηθεί από τον ΟΣΕ ο χώρος και ανεγέρθηκε στη θέση του το σημερινό Κ.Α.Π.Η. της πόλης.
Πρόκειται για μια σειρά από κτίρια (επτά τον αριθμό αρχικά) μπροστά στο μικρό λιμανάκι της πόλης από τα οποία το ένα χρησιμοποιείται από πολλά χρόνια ως Τελωνείο Αλεξανδρούπολης και ένα ως αποθήκη εμπορευμάτων. Μερικά από αυτές έχουν ήδη καταρρεύσει και άλλα έχουν εγκαταλειφθεί στη μοίρα τους. (Αναλυτικό άρθρο με τίτλο «Οι Αποθήκες της ζώνης Λιμένος Αλεξανδρούπολης» και πολλές φωτογραφίες στο Blog www. ordoumpozanis-teo.blogspot.com/.../blog-post_13.html ).
Τα κτίρια των σιδηροδρομικών σταθμών Μέστης, Συκοράχης, Κίρκης, Ποταμού και Φερών, μερικά από τα οποία διατηρούνται μέχρι σήμερα σε αρκετά καλή κατάσταση και χρησιμοποιούνται ως επιβατικοί σταθμοί (Σικοράχη , Φέρες) και άλλα παραμένουν ανεκμετάλλευτα και κλειστά αφού έχουν σταματήσει να χρησιμοποιούνται ως σιδηροδρομικοί σταθμοί.
Σημειώνεται εδώ ότι στο σιδηροδρομικό δίκτυο Μακεδονίας-Θράκης, (δηλαδή από Θεσσαλονίκη μέχρι Αλεξανδρούπολη), κυριάρχησε ο κεντροευρωπαϊκός τύπος σταθμού και λοιπών σιδηροδρομικών εγκαταστάσεων, που εισήγαγε ο αυστριακός αρχιτέκτονας Josef Willas για λογαριασμό της αναδόχου εταιρείας κατασκευής του δικτύου, που τότε ήταν υπό οθωμανική κατοχή, ενώ στο δίκτυο των Γαλλοελληνικών Σιδηροδρόμων, (από Αλεξανδρούπολη μέχρι Αδριανούπολη), ο ανατολικός τύπος σταθμών των οποίων δείγμα αξιόλογης αισθητικής είναι οι σωζόμενοι μέχρι σήμερα παλαιοί σταθμοί Αλεξανδρούπολης, Διδυμοτείχου και Πυθίου, που είναι ξύλινοι και διώροφοι.
Το διώροφο κεντρικό κτίριο του Σιδηροδρομικού Σταθμού των Ανατολικών Σιδηροδρόμων (CO) και αργότερα της Γαλλοελληνικής (C।F.F.H.), είναι από τα πρώτα κτήρια αυτής της πόλης. Είναι άλλωστε γνωστό ότι η Αλεξανδρούπολη (παλιά Δεδέαγατς) από σιδηροδρόμου άρχεσθαι! Το κτίριο αυτό είναι διώροφο με κεραμοσκεπή, κατασκευασμένο από οπτοπλινθοδομή και εξωτερικά καλύπτεται με ξύλινη επένδυση (με οριζόντιες σανίδες στο ισόγειο και κάθετες στον όροφο). Εξαιτίας της γειτνίασής του με τον λιμένα της πόλης εξυπηρετούσε όλα τα μέσα ανταποκρίσεως για τη διασπορά ή τη συγκέντρωση επιβατών και εμπορευμάτων. Σήμερα, ως σταθμός Διαλογής, εξακολουθεί να στεγάζει λειτουργίες της σιδηροδρομικής υπηρεσίας και κυρίως αποτελεί το σημείο διασταύρωσης των γραμμών Θεσσαλονίκης – Αλεξανδρούπολης και Αλεξανδρούπολης – Ορμένιου.
Σημειώνουμε ότι τα κτίρια του σιδηροδρομικού δικτύου των Ανατολικών Σιδηροδρόμων από το Δεδέαγατς μέχρι το Κάραγατς κατασκευάσθηκαν από οπτοπλινθοδομή και εξωτερικά καλύφθηκαν με ξύλινη επένδυση (σταθμοί Αλεξανδρούπολης, Πυθίου, Διδυμοτείχου αλλά και Ορεστιάδας) σε αντίθεση με τα κτίρια του Ενωτικού Σιδηροδρόμου (J.S.C.) από την Θεσσαλονίκη μέχρι την Αλεξανδρούπολη, που είναι όλα πέτρινα με κεραμοσκεπή.
Αξίζει να αναφερθεί ότι οι κτιριακές εγκαταστάσεις των Ανατολικών Σιδηροδρόμων στην Αλεξανδρούπολη, κατασκευαστήκαν βάσει των μελετών και σχεδίων που εκπόνησαν μηχανικοί και τεχνικοί του ρωσικού στρατού που έφθασαν στη πόλη κατά τον Ρωσοτουρκικό πόλεμο του 1877-1878.
Πρόκειται για μία σειρά από κτίρια που εξυπηρετούσαν επιβάτες, εμπορεύματα και προσωπικό του σιδηροδρομικού δικτύου Θεσσαλονίκης – Δεδέαγατς. Τα κτίρια αυτού του σιδηροδρομικού σταθμού είχαν ανεγερθεί στη Δυτική πλευρά της πόλης εκεί που σήμερα είναι το κλειστό γυμναστήριο και το κλειστό κολυμβητήριο και έφθαναν μέχρι τον χώρο του ξενοδοχείο ΕΓΝΑΤΙΑ όπου υπήρχε ένας ανοιχτός χώρος και εναποτίθετο το πετροκάρβουνο με το οποίο τροφοδοτούσαν τις μηχανές του δικτύου. Ήταν ο σταθμός απόληξης της σιδηροδρομικής γραμμής Θεσσαλονίκης – Αλεξανδρούπολης και κτίσθηκε περί το 1895-96 από την «Εταιρεία Σιδηροδρόμων της Joncion Salonique –Constantinople» (σε συντομογραφία J.S.C.), που εκμεταλλευόταν αυτή τη γραμμή. Τα κτίρια ανεγερθήκαν όταν η εταιρεία αυτή πήρε άδεια από την άλλη σιδηροδρομική εταιρία που λειτουργούσε στη πόλη (των Ανατολικών Σιδηροδρόμων) η οποία εκμεταλλευόταν τις σιδηροδρομικές γραμμές στο ευρωπαϊκό τμήμα της Οθωμανικής αυτοκρατορίας και είχε το προνόμια στις εγκαταστάσεις των λιμένων Θεσσαλονίκης και Αλεξανδρούπολης και με την άδεια αυτή επιτράπηκε να κατεβαίνουν τα τρένα της μέχρι τη θάλασσα. Προηγουμένως η γραμμή του Ενωτικού Σιδηροδρόμου (J.S.C.), πήγαινε από τον σταθμό του Πόταμου απ΄ ευθείας στον σταθμό Φερετζίκ (Φέρες), παρακάμπτοντας το Δεδέαγατς, χωρίς καμία πρόσβαση στη θάλασσα.
Tο κτίριο του κυρίως σταθμού ήταν διώροφο πέτρινο με επίχρισμα (σοβά) και επικλινείς κεραμοσκεπείς στέγες. Εκατέρωθεν του κτιρίου αυτού, στην ίδια ευθεία, υπήρχαν και άλλα κτίρια μονώροφα (πέτρινα) με παρόμοιες επικλινείς κεραμοσκεπείς στέγες. Άλλωστε όλα τα κτίρια – σταθμοί της γραμμής Θεσσαλονίκης – Δεδέαγατς της εταιρίας J.S.C. ήταν πέτρινα, σε αντίθεση με τα κτίρια – σταθμούς της Γαλλικής Εταιρίας (Δεδέαγατς – Αδριανούπολη) που ήταν ξύλινα. Σημειώνεται ότι στο δίκτυο του Ενωτικού κυριάρχησε ο κεντροευρωπαϊκός τύπος σταθμού που σχεδίασε ο διάσημος αυστριακός αρχιτέκτονας Conrad von Villas και βάσει των σχεδίων αυτών σχεδιάσθηκαν και οι εγκαταστάσεις του Ενωτικού σταθμού στην Αλεξανδρούπολη αλλά και η Στρατιωτική Στάση (Station Militaire).
Στις 7 Οκτώβριο του 1915, όταν το Δεδέαγατς είχε καταληφθεί από τους Βουλγάρους, δυνάμεις της Entente βομβάρδισαν από θαλάσσης τη πόλη και κατέστρεψαν όλα τα κτίρια στη παραλία από τη μια άκρη μέχρι την άλλη. Μεταξύ των κτιρίων που καταστράφηκαν ήταν και το κτίριο αυτού του σιδηροδρομικού σταθμού, οι αποθήκες του Τελωνείου στο λιμάνι και ο περίφημος αλευρόμυλος των Αδελφών Πρωτόπαπα. Έκτοτε o σταθμός δεν επισκευάστηκε αλλά προτιμήθηκε μια προσωρινή λύση με την κατασκευή πρόχειρων τερματικών σταθμών, που λειτούργησαν στον ίδιο χώρο του σταθμού της J.S.C για τις ανάγκες της επιβατικής κίνησης και στη στρατιωτική στάση (Station Militaire) για τις ανάγκες του Μηχανοστασίου και της Διαλογής. Αμέσως μετά την απελευθέρωση της πόλης η εταιρία αυτή κατασκεύασε νέες εγκαταστάσεις για μόνιμο επιβατικό σταθμό στη διασταύρωση των οδών Εθνικής Αντιστάσεως με την 14η Μαΐου, εκεί που σήμερα βρίσκεται το Κ.Α.Π.Η. της πόλης, και η απόληξή του ήταν στη διασταύρωση της Εθνικής Αντιστάσεως με την σημερινή Ιωακείμ Καβύρη.
Στρατιωτική Στάση (Station Militaire)
Στις 7 Οκτώβριο του 1915, όταν το Δεδέαγατς είχε καταληφθεί από τους Βουλγάρους, δυνάμεις της Entente βομβάρδισαν από θαλάσσης τη πόλη και κατέστρεψαν όλα τα κτίρια στη παραλία από τη μια άκρη μέχρι την άλλη. Μεταξύ των κτιρίων που καταστράφηκαν ήταν και το κτίριο αυτού του σιδηροδρομικού σταθμού, οι αποθήκες του Τελωνείου στο λιμάνι και ο περίφημος αλευρόμυλος των Αδελφών Πρωτόπαπα. Έκτοτε o σταθμός δεν επισκευάστηκε αλλά προτιμήθηκε μια προσωρινή λύση με την κατασκευή πρόχειρων τερματικών σταθμών, που λειτούργησαν στον ίδιο χώρο του σταθμού της J.S.C για τις ανάγκες της επιβατικής κίνησης και στη στρατιωτική στάση (Station Militaire) για τις ανάγκες του Μηχανοστασίου και της Διαλογής. Αμέσως μετά την απελευθέρωση της πόλης η εταιρία αυτή κατασκεύασε νέες εγκαταστάσεις για μόνιμο επιβατικό σταθμό στη διασταύρωση των οδών Εθνικής Αντιστάσεως με την 14η Μαΐου, εκεί που σήμερα βρίσκεται το Κ.Α.Π.Η. της πόλης, και η απόληξή του ήταν στη διασταύρωση της Εθνικής Αντιστάσεως με την σημερινή Ιωακείμ Καβύρη.
Στρατιωτική Στάση (Station Militaire)
Το κτίριο αυτό χτίσθηκε όταν η εταιρία Companie d’ Exploitation des Chemins de Fer Orientaux (C।O।), που εκμεταλλευόταν τις σιδηροδρομικές γραμμές στο ευρωπαϊκό τμήμα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και είχε τα προνόμια στις εγκαταστάσεις των λιμένων Θεσσαλονίκης και Δεδέαγατς, επέτρεψε εντέλει την κάθοδο των γραμμών της J.S.C (Ενωτικός σιδηρόδρομος Θεσσαλονίκης – Δεδέαγατς) στο Δεδέαγατς και την απ΄ ευθείας σύνδεσή τους με τη θάλασσα. Μέχρι τότε η γραμμή αυτή, όπως αναφέρθηκε, από τον σταθμό Πόταμου παράκαμπτε βόρεια τη πόλη και τερμάτιζε στις Φέρες.
[Τα πρώτα χρόνια της λειτουργίας της γραμμής του Ενωτικού Σιδηροδρόμου Θεσσαλονίκης – Δεδέαγατς , το δυτικό της άκρο ξεκινούσε από το Καρασούλι (Πολύκαστρο) και κατέληγε στο ανατολικό άκρο που ήταν το Φέρετζικ (Φέρες). Αυτό γινόταν γιατί η εταιρεία των ανατολικών σιδηροδρόμων ζητούσε κόμιστρα από την εταιρεία του Ενωτικού για τις διαδρομές Θεσσαλονίκη-Πολύκαστρο (55 χλμ.) και Φέρες-Αλεξανδρούπολη (29 χλμ.), καθώς και δικαιώματα χρήσης των λιμενικών εγκαταστάσεων των δυο πόλεων. Αργότερα και μετά από πολλές συζητήσεις στρώθηκαν ξεχωριστές γραμμές αφ´ ενός μεν στο τμήμα Καλινδοίας-Κιλκίς-Θεσσαλονίκης μήκους 61 χλμ., αφ´ ετέρου δε, στο τμήμα Ποταμού-Αλεξανδρούπολης μήκους 8 χλμ., η εταιρεία όμως υποχρεώθηκε να κατασκευάσει δικούς της σταθμούς].
Η μορφή του κτιρίου της Στρατιωτικής Στάσης ανάγεται σε δυτικοευρωπαϊκά πρότυπα κατασκευής ανάλογων κτιρίων. Παρόμοιας μορφής κτήριο μπορεί να συναντήσει κανείς και στη Θεσσαλονίκη, που κτίσθηκε το 1894. Το κτίριο αυτό (πρώην Στρατιωτική Στάση ή Station Militaire) έχει ανακαινισθεί από τον Δήμο Αλεξανδρούπολης και χρησιμοποιείται για τις ανάγκες του, χωρίς ευτυχώς να αλλοιωθεί η αρχική του μορφή, έτσι ώστε και σήμερα να προκαλεί αισθήματα θαυμασμού και να ομορφαίνει την ανατολική και υποβαθμισμένη πλευρά της πόλης. Το κτίριο αυτό έχει ένα ξεχωριστό αρχιτεκτονικό στυλ, με μορφολογικά στοιχεία μοναδικά. Είναι υπερυψωμένο ισόγειο, διαθέτει σταυροειδή κάτοψη, με άξονα συμμετρίας κάθετο προς τις σιδηροδρομικές γραμμές, συμμετρικά τοξωτά ανοίγματα, με στρογγυλό φεγγίτη στις πλάγιες όψεις για τον εξαερισμό της στέγης, με ψευτοπαραστάδες, ξύλινες τεμνόμενες στέγες και με ξύλινους εξωτερικούς δοκούς στις στεγασμένες αμφίπλευρες εισόδους, δεμένους με καλλιτεχνική μαστοριά. Τέλος διαθέτει τέσσερες άνετες αίθουσες εκατέρωθεν του άξονα συμμετρίας (ανά δύο), οι οποίες συνδέονται με ενδιάμεσο κεντρικό χώρο. Η καρδιά του χτυπά πάνω από 115 χρόνια ζωής.
Η μορφή του κτιρίου της Στρατιωτικής Στάσης ανάγεται σε δυτικοευρωπαϊκά πρότυπα κατασκευής ανάλογων κτιρίων. Παρόμοιας μορφής κτήριο μπορεί να συναντήσει κανείς και στη Θεσσαλονίκη, που κτίσθηκε το 1894. Το κτίριο αυτό (πρώην Στρατιωτική Στάση ή Station Militaire) έχει ανακαινισθεί από τον Δήμο Αλεξανδρούπολης και χρησιμοποιείται για τις ανάγκες του, χωρίς ευτυχώς να αλλοιωθεί η αρχική του μορφή, έτσι ώστε και σήμερα να προκαλεί αισθήματα θαυμασμού και να ομορφαίνει την ανατολική και υποβαθμισμένη πλευρά της πόλης. Το κτίριο αυτό έχει ένα ξεχωριστό αρχιτεκτονικό στυλ, με μορφολογικά στοιχεία μοναδικά. Είναι υπερυψωμένο ισόγειο, διαθέτει σταυροειδή κάτοψη, με άξονα συμμετρίας κάθετο προς τις σιδηροδρομικές γραμμές, συμμετρικά τοξωτά ανοίγματα, με στρογγυλό φεγγίτη στις πλάγιες όψεις για τον εξαερισμό της στέγης, με ψευτοπαραστάδες, ξύλινες τεμνόμενες στέγες και με ξύλινους εξωτερικούς δοκούς στις στεγασμένες αμφίπλευρες εισόδους, δεμένους με καλλιτεχνική μαστοριά. Τέλος διαθέτει τέσσερες άνετες αίθουσες εκατέρωθεν του άξονα συμμετρίας (ανά δύο), οι οποίες συνδέονται με ενδιάμεσο κεντρικό χώρο. Η καρδιά του χτυπά πάνω από 115 χρόνια ζωής.
Όταν η εταιρεία Joncion Salonique –Constantinople» (J.S.C.) υποχρεώθηκε να δημιουργήσει στην Αλεξανδρούπολη ξεχωριστό σταθμό με μεγάλες εγκαταστάσεις (στο δυτικό άκρο της πόλης), όπως αναφέρθηκε πιο πάνω, η γραμμή περνούσε μπροστά από το κτίριο της Στρατιωτικής Στάσης και ακολουθώντας κατά μήκος τη σημερινή οδό Εθνικής Αντιστάσεως (λοξό) κατέληγε στη δυτική είσοδο της πόλης (εκεί που σήμερα είναι το κλειστό Γυμναστήριο). Μετά τον βομβαρδισμό του σταθμού το 1915 από τα Βρετανικά πλοία της Entente και την καταστροφή του, η γραμμή αυτή μέχρι την απελευθέρωση της πόλης λειτούργησε με προσωρινές λύσεις, δηλαδή κατασκευή πρόχειρων τερματικών σταθμών. Μετά την απελευθέρωση της πόλης η εταιρία κατασκεύασε μόνιμο επιβατικό σταθμό στη διασταύρωση των οδών Εθνικής Αντιστάσεως με την 14η Μαΐου και η απόληξή του ήταν στη διασταύρωση της Εθνικής Αντιστάσεως με την σημερινή Ιωακείμ Καβύρη. Ήταν κτίριο μονώροφο πέτρινο, με εξωτερική ξύλινη επένδυση και ξύλινη οροφή κεραμοσκεπής. Στο εμπρόσθιο τμήμα του και κατά μήκος όλου του κτηρίου (στη σειρά, από Ανατολή προς Δύση, υπήρχαν αίθουσα αναμονής, γραφείο εισιτηρίων και αίθουσα εμπορευμάτων. Κατά μήκος της νότιας πλευράς όλου του κτιρίου υπήρχε ξύλινο υπόστεγο με κεραμοσκεπή στέγη, πλάτους περίπου 6-7 μέτρα που έφθανε σε απόσταση 1-2 μέτρα μέχρι αποβάθρα. Και στο δυτικό άκρο υπήρχε πέτρινο μικρό κτίσμα για τουαλέτες. Ο σταθμός αυτός λειτούργησε ως επιβατικός σταθμός της Αλεξανδρούπολης μέχρι το 1956, όταν και μεταφέρθηκε οριστικά όλη η επιβατική κίνηση του σιδηροδρόμου στον σημερινό (παραλιακό) επιβατηγό σταθμό. Το 1957 παραχωρήθηκε το κτίριο για χρήση στους Προσκόπους οι οποίοι παρέμειναν εκεί μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1970. Στη συνέχεια, το κτίριο αυτό εγκαταλείφθηκε και περί τα μέσα της δεκαετίας του 1980, κατεδαφίσθηκε από τον Δήμο, στον οποίο είχε παραχωρηθεί από τον ΟΣΕ ο χώρος και ανεγέρθηκε στη θέση του το σημερινό Κ.Α.Π.Η. της πόλης.
Άλλα Κτίρια
Υπάρχουν όμως και σειρά από άλλα κτίρια που ανεγέρθηκαν με τη δημιουργία του σιδηροδρομικού δικτύου για να εξυπηρετήσουν τις διάφορες ανάγκες του σιδηροδρομικού δικτύου της πόλης, διοίκηση, αποθήκες, σταθμοί, γραφεία κ.λ.π. Αυτά είναι:
1.- Το Κτίριο Διοίκησης της C.O.
Ένα από αυτά είναι το Κτίριο Διοίκησης της C.O. Πρόκειται για ένα επιβλητικό πολυώροφο κτίριο που χρησιμοποιήθηκε αρχικά για τις ανάγκες διοίκησης των Ανατολικών Σιδηροδρόμων (CO) και στη συνέχεια της Γαλλοελληνικής Εταιρείας Σιδηροδρόμων. Βρίσκεται στη παραλία, δίπλα στο κτίριο που στεγάζεται σήμερα η Νομαρχία μεταξύ των οδών Καραολή & Δημητρίου και Εμπορίου. Στο κτίριο αυτό σήμερα στεγάζονται οι περιφερειακές υπηρεσίες του Ο.Σ.Ε. Είναι τριώροφο με κεραμοσκεπή και περιβάλλεται (ανατολικά και βόρεια από μεγάλο κήπο.
2.- Οι αποθήκες του Τελωνείου
Πρόκειται για μια σειρά από κτίρια (επτά τον αριθμό αρχικά) μπροστά στο μικρό λιμανάκι της πόλης από τα οποία το ένα χρησιμοποιείται από πολλά χρόνια ως Τελωνείο Αλεξανδρούπολης και ένα ως αποθήκη εμπορευμάτων. Μερικά από αυτές έχουν ήδη καταρρεύσει και άλλα έχουν εγκαταλειφθεί στη μοίρα τους. (Αναλυτικό άρθρο με τίτλο «Οι Αποθήκες της ζώνης Λιμένος Αλεξανδρούπολης» και πολλές φωτογραφίες στο Blog www. ordoumpozanis-teo.blogspot.com/.../blog-post_13.html ).
3.- Τα κτίρια των σιδηροδρομικών σταθμών εκτός πόλης.
Τα κτίρια των σιδηροδρομικών σταθμών Μέστης, Συκοράχης, Κίρκης, Ποταμού και Φερών, μερικά από τα οποία διατηρούνται μέχρι σήμερα σε αρκετά καλή κατάσταση και χρησιμοποιούνται ως επιβατικοί σταθμοί (Σικοράχη , Φέρες) και άλλα παραμένουν ανεκμετάλλευτα και κλειστά αφού έχουν σταματήσει να χρησιμοποιούνται ως σιδηροδρομικοί σταθμοί.