Πέμπτη 8 Νοεμβρίου 2012

Η ιστορία ενός σιδηροδρομικού στο φεστιβάλ κινηματογράφου της Θεσσαλονίκης


Από τον Ρωμανό Αργυρόπουλο - Ιωάννου

Η ταινία που, μέχρι στιγμής, έχει συζητηθεί πιο πολύ απ' όλες στο φετινό Διαγωνιστικό Τμήμα του 53ου Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης είναι η «Μούχλα» του Αλί Αϊντίν. Και όχι άδικα, καθώς ο βραβευμένος στο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Βενετίας πρωτοεμφανιζόμενος σκηνοθέτης παραδίδει τόσο ένα συγκλονιστικό κοινωνικοπολιτικό σχόλιο για τη σύγχρονη Τουρκία, όσο και μια βαθιά ανθρώπινη ιστορία.

Βασισμένη σε πραγματικά γεγονότα, η ταινία αφηγείται την ιστορία του Μπασρί, ενός 55χρονου που δουλεύει ως φύλακας σε έναν επαρχιακό σιδηροδρομικό σταθμό της Τουρκίας και ψάχνει τον αγνοούμενο γιό του. Πριν από 18 χρόνια, και μετά από τη σύλληψη του για αντικαθεστωτική δράση, το αγόρι εξαφανίστηκε μυστηριωδώς.
Η κάμερα του Αϊντιν ακολουθά τον Μπασρί στις μοναχικές περιπλανήσεις του κατά μήκος των γραμμών και στις συχνές επισκέψεις του στο αστυνομικό τμήμα της περιοχής. Τον παρατηρεί να ακούει το ραδιοφωνάκι του περιμένοντας νέα ή να καταθέτει αιτήσεις στην αστυνομία, προσπαθώντας να βρει τη σορό του γιού του, ώστε να τον αποχαιρετίσει όπως του πρέπει.
Στον δρόμο του βρίσκει έναν βαθμοφόρο αστυνομικό και τον Τζεμίλ, έναν νεότερο υπάλληλο του σιδηροδρόμου, κι εκφραστή μιας γενιάς τόσο χαμένης όσο κι τα αγνοούμενα αδέρφια της. Ο Μπασρί κι ο Τζεμίλ έρχονται σε αντιπαράθεση και όλη η καταπιεσμένη ορμή του βλέμματος του πρώτου δείχνει να βρίσκει διέξοδο στην σπασμωδική, αντιδραστική παραβατικότητα του δεύτερου.
Ο Ερτσάν Κεσάλ («Τρεις Πίθηκοι», «Κάποτε στην Ανατόλια») ερμηνεύει με εξαιρετική εσωτερικότητα έναν ήρωα λυγισμένο απ' τη ζωή, στωικό και μοιρολατρικό. Σαν προσωποποίηση μιας ολόκληρης γενιάς και νοοτροπίας, ο Μπασρί δέχεται καρτερικά τον παραλογισμό και την αδικία μιας χώρας που σκοτώνει τα παιδιά της και ζει με τις ενοχές της.
Με έναν απόλυτα ταιριαστό τίτλο, ο 31χρονος Τούρκος κινηματογραφεί έναν άνθρωπο και μια κοινωνία σε σήψη, πιστός στους ρυθμούς του στωικού πρωταγωνιστή του. Η βραδυφλεγής φόρμα που μας έχει συνηθίσει το σύγχρονο τούρκικο σινεμά επανέρχεται εδώ, όμως βρίσκεται σε απόλυτη σύμπνοια με την ψυχή ενός χαρακτήρα που βρίσκεται σε μια μόνιμη κατάσταση αναμονής, καταδικασμένος τόσο σε ακινησία όσο και σε μια αέναη, μάταια περιπλάνηση.
Αυτό, όμως, που καθιστά την «Μούχλα» άξια τόσης συζήτησης, είναι η φυσικότητα με την οποία καταφέρνει να μπολιάσει ένα κοινωνικό «κατηγορώ» με τόση ανθρωπιά. Σαν ένα πνιχτό, χαμηλόφωνο κλάμα του πρωταγωνιστή της, η ταινία καταδεικνύει ένα υπαρκτό κοινωνικό ζήτημα, αλλά το κάνει κοιτώντας με ειλικρίνεια στα χαμηλωμένα μάτια των αφανών ηρώων της.