Η
Ματίνα της άνοιξης
Τυχαία, σχεδόν, συνάντηση. Ανταλλάξαμε τα νέα τηλέφωνά μας. Κάπου κάπου μου έλεγε για τις αδελφές της και τη μεγάλη της αγάπη για το γιο της, την έπνιγαν όμως οι πόνοι που χτύπησαν την καρδιά της ανεπανόρθωτα. Περίεργο… Φέτος ούτε στη γιορτή μου, ούτε στη γιορτή της τα είπαμε. Πού να ξέραμε…
Τα τρένα που ‘φύγαν από το χωριό μας, το σφύριγμά τους έσβησε στο χρόνο. Ο πρώτος έρωτας δεν χρειαζόταν να κλείνει σαν ανάμνηση μ’ αυτό τον τρόπο. Ευτυχώς που δεν έμαθα εγκαίρως το φευγιό της. Κράτησα τα μάτια και το χαμόγελό της στις παιχνιδιάρικες σκάλες του Λυκείου και στην αμμουδιά του Αϊ Παντελεήμονα το καλοκαίρι του ’69
Το τρένο
πάντα σφύριζε δυο φορές. Τη μια στις 1.30 τα μεσάνυχτα που πήγαινε στο νότο,
σημαίνοντας την ώρα της κρυφής συνάντησης, και την άλλη, στις 4.30 τα
ξημερώματα, που επέστρεφε στη μεγάλη πόλη, σημειώνοντας το τέλος της αγάπης και
του έρωτα που μαθαίναμε και οι δυο μας.
Είχαν προηγηθεί οι κρυφές ματιές στα
διαλείμματα του Λυκείου και το υπέροχο με τρέμουλο χαμόγελο. Η ωραιότερη, έτσι
τη θεωρούσα, από μικρή. Στην Αθήνα πιο ελεύθεροι, τα μεσημέρια από του Δοξιάδη
στο Μουσείο και σε σπίτια συμφοιτητών και στου Γεραμάνη.Τυχαία, σχεδόν, συνάντηση. Ανταλλάξαμε τα νέα τηλέφωνά μας. Κάπου κάπου μου έλεγε για τις αδελφές της και τη μεγάλη της αγάπη για το γιο της, την έπνιγαν όμως οι πόνοι που χτύπησαν την καρδιά της ανεπανόρθωτα. Περίεργο… Φέτος ούτε στη γιορτή μου, ούτε στη γιορτή της τα είπαμε. Πού να ξέραμε…
Τα τρένα που ‘φύγαν από το χωριό μας, το σφύριγμά τους έσβησε στο χρόνο. Ο πρώτος έρωτας δεν χρειαζόταν να κλείνει σαν ανάμνηση μ’ αυτό τον τρόπο. Ευτυχώς που δεν έμαθα εγκαίρως το φευγιό της. Κράτησα τα μάτια και το χαμόγελό της στις παιχνιδιάρικες σκάλες του Λυκείου και στην αμμουδιά του Αϊ Παντελεήμονα το καλοκαίρι του ’69
«Εποχή»
Μ.Μ