Η ζωντανή ιστορία του σιδηροδρόμου όπως την βίωσαν
και την κατέγραψαν στην μνήμη τους οι σιδηροδρομικοί
Μια από τις πιο θλιβερές περιόδους της ιστορίας της Ελλάδος είναι και αυτή του εμφυλίου πολέμου. Περίοδος που για την χώρα μας ήταν καταστροφική από κάθε άποψη. Ένα μέρος αυτής της περιόδου που έζησαν και ήταν αυτόπτες μάρτυρες των γεγονότων είναι και οι σιδηροδρομικοί κ.κ. Νίκος Καρακατσούλης και Δημήτρης Μυλωνάς, συνταξιούχοι σήμερα. Οι εικόνες είναι έντονα χαραγμένες στην μνήμη τους. Οι αφηγήσεις τους είναι τόσο συγκλονιστικές που αφήνουν άφωνο τον συνομιλητή τους που το μόνο που μπορεί να κάνει, είναι να τους παρακολουθεί με σεβασμό και να καταγράφει τα όσα ακούει. Να τι μας αφηγήθηκαν.
Νίκος Καρακατσούλης:
« Προσλήφθηκα στο σιδηρόδρομο το 1948 με σύμβαση ως εργάτης γραμμής. Στο τμήμα μεταξύ Πολύσιτου και Ίασμου έγινε μια μεγάλη ανατίναξη. Η ομάδα μας πήγε εκεί για την αποκατάσταση της γραμμής. Η γραμμή είχε καταστραφεί ολοσχερώς και έτσι φτιάξαμε μια παρακαμπτήριο για να μην σταματήσουν τα τρένα. Στην αποκατάσταση αυτή, μας βοήθησαν οι Πομάκοι οι οποίοι είχαν επιστρατευτεί. Με εντολή του μηχανικού κ. Βαρδουλάκη κουβαλούσαν τραβέρσες και τους έλεγε να περπατούν πάνω σε αυτές, γιατί παντού υπήρχαν παγιδευμένες νάρκες. Δυο αδέρφια Πομάκοι δεν πρόσεξαν και έπεσαν πάνω σε μια νάρκη με αποτέλεσμα να γίνουν κομμάτια ενώ εγώ ήμουν λίγα μέτρα πιο κάτω. Πρέπει να πω ότι κάθε φορά που πηγαίναμε για αποκατάσταση, δεχόμασταν επίθεση από τα στρατεύματα του ΕΛΛΑΣ τα οποία ήταν στο ύψωμα Καρά - Ολάν και είχαν στρατοπεδεύσει μαζί με γυναικόπαιδα. Για να συντηρηθούν συχνά έκαναν πλιάτσικο στα χωριά του κάμπου. Μας φώναζαν να πάμε μαζί τους για ένα καλύτερο αύριο όπως έλεγαν. Ένα άλλο περιστατικό, ήταν όταν εγώ με έναν συνάδελφό μου, τον Σαρόγλου όπως τον έλεγαν, φύγαμε από την Ξάνθη για Τοξότες. Στην διαδρομή κοντά στο Τύμπανο βρήκαμε 6 νάρκες Τέλεμαν , μια προσωπικού και καλώδια. Είχε παγιδευτεί για να ανατιναχθεί μια θολωτή γέφυρα. Εν τω μεταξύ το τρένο από την Δράμα για την Αλεξανδρούπολη είχε ξεκινήσει και έρχονταν. Ο συνάδελφος μου είπε να τρέξω και να βάλω κροτίδες πιο πάνω. Έβαλα τις κροτίδες και σταμάτησε το τρένο. Ο μηχανοδηγός με ρώτησε τι συμβαίνει και του εξήγησα. Ειδοποιήσαμε τον πολιτικό φύλακα του χωριού και αυτός με την σειρά του τον εργοδηγό κ. Κουμαριανό Νικόλαο και τον αρχιεργάτη κ. Κεφαλά Στέφανο. Πριν ακόμα φτάσουν, ο συνάδελφος Σαρόγλου έβγαλε τις νάρκες γιατί ήταν εκπαιδευμένος. Μετά έγινε έλεγχος από τον στρατό και πέρασε το τρένο. Θα είχαμε μεγάλη τραγωδία. Για την ενέργειά μας αυτή η υπηρεσία μας έδωσε από 200 δραχμές τον καθένα. Εκείνο που δεν θα ξεχάσω ποτέ, είναι αυτό που συνέβη στις γαλαρίες 25 και 26 όταν σκοτώθηκε ο συνάδελφός μου, Ελευθεριάδης Γιώργος από την Πλατανιά. Θυμάμαι ότι είχε περάσει το τρένο και ο συνάδελφός μου έρχονταν από τις γραμμές όταν ένα ξύλο που πάτησε χτύπησε μια νάρκη και αυτή τον τραυμάτισε θανάσιμα. Το μόνο που μου είπε πριν ξεψυχήσει ήταν : ‘‘ Νίκο τα παιδιά μου, τα παιδιά μου’’. Τον έβαλα σε μια χλαίνη και τον μετέφερα έξω από την γαλαρία. Έζησα εικόνες φρίκης που δεν μπορώ να ξεχάσω. Γεγονότα που θα χρειάζονταν σελίδες για να γραφτούν».
Μυλωνάς Δημήτριος:
« Είμαι από τον Ίασμο. Στον σιδηρόδρομο μπήκα το 1947 ως εργάτης γραμμής αλλά λόγο του εμφύλιου πολέμου οι γραμμές συνεχώς ναρκοθετούνταν και ο στρατός δεν μπορούσε να ελέγξει τις γραμμές διότι το μηχανάκι ανίχνευσης ναρκών μέσα στις γραμμές κτυπούσε συνέχεια. Η υπηρεσία ανέθεσε το δύσκολο έργο του ελέγχου των γραμμών στους εργάτες συντήρησης. Πηγαίναμε ανά δυο άτομα. Πρώτα πήγαιναν οι παλαιοί γιατί εγώ ήμουν ακόμα νέος. Δυο από τους παλαιούς ο Σιμόπουλος και ο Λαθρίδης κατά τον έλεγχο των γραμμών έπεσαν πάνω σε νάρκη. Ο ένας σκοτώθηκε και ο άλλος ακρωτηριάσθηκε. Τότε βάλανε εμένα σαν παλιό για τον έλεγχο των γραμμών στο τμήμα Ίασμου - Κοπτερού το οποίο ήταν το ποιο επικίνδυνο τμήμα λόγο στρατηγικής σημασίας και συχνά ναρκοθετούνταν. Σε ένα από τους ελέγχους μαζί με τον συνάδελφό μου Καφετζόπουλο βρήκαμε μια νάρκη και εγώ την απενεργοποίησα αν και δεν ήμουν υποχρεωμένος να το κάνω. Είχα εκπαιδευτεί από έναν αξιωματικό που λέγονταν Εμμανουήλιδης ο οποίος είχε πολεμήσει και στην Μέση Ανατολή. Λίγο καιρό αργότερα βρήκαμε δυο νάρκες. Η μια ήταν παγιδευμένη αλλά η άλλη δεν ήταν και αυτό από σκοπιμότητα. Αφού εξουδετέρωσα την πρώτη, πήγα να βγάλω και την δεύτερη που είχε βρει ο συνάδελφός μου Σιμόπουλος. Αφού εξουδετέρωσα των μηχανισμό έσκυψα να βγάλω την νάρκη. Εκείνη την στιγμή ένιωσα σαν ένας αέρας να με σπρώχνει προς τα πίσω και ρίγος να νιώθω στο σώμα μου. Τότε θυμήθηκα που μου είχε πει ο εκπαιδευτής μου ότι όταν η τρυπά κάτω από την νάρκη είναι μεγάλη τότε να προσέχεις γιατί είναι παγιδευμένη. Ζήτησα από τους στρατιώτες ένα καλώδιο. Την έδεσα και την τράβηξα από απόσταση. Η νάρκη βγήκε χωρίς να εκραγεί γιατί από την βροχή ήταν μαλακό το χώμα και το πασσαλάκι που ήταν δεμένη η νάρκη, βγήκε όλο μαζί. Για δευτερόλεπτα γλίτωσα τον θάνατο. Η πιο συγκλονιστική ημέρα για μένα ήταν στης 19 Ιουλίου του 1948 όταν ανατινάχθηκε το τρένο και σκοτώθηκαν 14 εργάτες γραμμής. Πως έγινε; Εγώ βρήκα τον καπετάνιο των σαμποτέρ σκοτωμένο και μέσα στις τσέπες του είχε τα χαρτιά που έγραφαν πως θα ανατίναζαν το τρένο που θα κουβαλούσε εφόδια και θα το λεηλατούσαν και πως μετά θα το έβαζαν φωτιά. Το στρατιωτικό τρένο στην ουρά θα είχε ένα μπακαλικό βαγόνι και μέσα θα ήταν η φρουρά από στρατιώτες. Όμως αντί να γίνει το τρένο στρατιωτικό, έγινε τρένο έργων και στην ουρά υπήρχε το βαγόνι με τους στρατιώτες μαζί με ένα βαγόνι όπου μέσα βρίσκονταν οι εργάτες γραμμής. Όταν έφτασαν στο σημείο όπου έγινε η έκρηξη από κακό υπολογισμό ανατινάχθηκε το βαγόνι που ήταν οι εργάτες γραμμής με αποτέλεσμα να σκοτωθούν 14 και να τραυματισθούν 7. Μεταξύ των νεκρών ήταν και ο εργοδηγός Σερέτης και ο υπαρχιεργάτης Γουλίδης Σπύρος από τον Ίασμο. Το τρένο είχε εκτροχιαστεί και το βαγόνι διαλύθηκε. Ένας φαντάρος βγήκε έξω από το βαγόνι και τότε άρχισαν να βάλουν οι αντάρτες εναντίον του. Αυτός τα έχασε αλλά αν και τραυματισμένος έφτασε στο φυλάκιο ‘‘Προφήτης Ηλίας’’. Ο αξιωματικός τον ρώτησε τι συνέβη και του απάντησε ότι κτύπησαν το τρένο. Μετά από αυτό ο στρατιώτης έπεσε λιπόθυμος. Ειδοποιήθηκε αμέσως ο στρατός και ακολούθησε μεγάλη μάχη. Εγώ την ώρα της έκρηξης ήμουν λίγα μέτρα πιο μπροστά όπου έκανα τον έλεγχο για να περάσει το τρένο και άκουσα την έκρηξη. Όταν τελείωσε η μάχη, με ένα βαγονάκι μαζέψαμε τους νεκρούς. Εκεί θα έπρεπε να στηθεί ένα μνημείο. Πολλές φορές πλησίασα τον θάνατο όμως είχα την τύχη να ζήσω».