Σάββατο 24 Σεπτεμβρίου 2016

Σάββατο βράδυ, στο τελευταίο μετρό.

Σάββατο βράδυ. Τρέχω να προλάβω το τελευταίο μετρό στο Μοναστηράκι. 
Κατεβαίνω την πρώτη σκάλα περπατώντας γρήγορα στους σχετικά άδειους διαδρόμους.
Λίγοι είναι αυτοί που έχουν την ίδια πορεία. 

Κοιτάζοντας το ρολόι, καθησυχάζω τον εαυτό μου πως δεν χρειάζεται να τρέχω σαν κυνηγημένη, έχω ώρα. Μπροστά μου είναι η τελευταία σκάλα που οδηγεί στην πλατφόρμα επιβίβασης.
Ενα βουητό φτάνει στα αυτιά μου. Τραγούδι είναι; αναρωτιέμαι.
Κατεβαίνω τα πρώτα σκαλιά κι η εικόνα αλλάζει. Ενα πολύχρωμο μελίσσι νέων ανθρώπων βρίσκεται απλωμένο στο μαρμάρινο δάπεδο.
Δεν είναι ένα τραγούδι. Είναι πολλά τραγούδια, ομιλίες, γέλια και πειράγματα.
Είναι σίγουρα πάνω από εκατό άτομα, όπως υπολογίζω με ένα πρόχειρο σκανάρισμα. Ηλικίες από 15 έως 25 περίπου.
Στον υπόγειο, κάτω από τα φώτα της πόλης, τέτοια ώρα, πριν το τελευταίο μετρό έρθει να μαζέψει τους ξενύχτηδες, γίνεται ένα άτυπο πάρτι.
Με καλεσμένους, νεαρούς κυρίως, επιβάτες.
Ανάμεσά τους και αρκετοί ξένοι. Δεν ξέρω αν πρόκειται για πρόσφυγες, μετανάστες ή τουρίστες. Μιλούν μεταξύ τους με οικειότητα.
Οι ξένοι ρωτούν, οι δικοί μας απαντούν με άνεση και ευκολία.
Προσπαθώ να καταλάβω τι γίνεται. Αν όλοι αυτοί οι άνθρωποι είναι ένα γκρουπ που διασκέδαζε κάπου και συνεχίζει στον δρόμο της επιστροφής.
Από σκόρπιες κουβέντες διαπιστώνω ότι οι παρέες είναι άγνωστες μεταξύ τους.
Στα σκαλιά κάθονται και κάποιοι μοναχικοί που διαβάζουν ένα βιβλίο. Σταυροκοπιέμαι νοερά.
Κοντεύει δύο η ώρα τη νύχτα και διαβάζουν περιμένοντας το τρένο; Παρήγορο!
Το βλέμμα μου τους αφήνει στην ησυχία τους και πλανιέται πάνω σε ροζ, μπλε, κόκκινες, καστανές και ξανθιές αποχρώσεις μαλλιών.
Παράξενα όμορφα πλάσματα, τόσα πολλά μαζί, με μεταλλικά κοσμήματα και ακαταλαβίστικα τατουάζ. Για λίγο, πιστεύεις ότι ζεις σε έναν κόσμο γεμάτο εξωτικά άβαταρ.
Περπατώ ανάμεσά τους και παρότι μπορεί να είμαι ο μόνος άνθρωπος που δεν έχει τρυπημένη μύτη και τατουάζ, μου χαμογελούν με συμπάθεια.
«Ξέρετε σε πόση ώρα θα έρθει το τρένο;» ρωτώ μια παρέα κοριτσιών.
Πιάνουμε την κουβέντα. Ηταν σε κάποιο μπαράκι της περιοχής. Φοιτήτριες όλες από την Πάτρα. Διαβάζουν Μπουκόφσκι κι ακούνε Ντίλαν μαζί με τα καινούργια τα δικά τους, τα πολύ προχωρημένα, μου λένε.
Θα νόμιζε κανείς πως αυτή η παρέα ξεπήδησε από κάποιο στενό σοκάκι του Σόχο στο Λονδίνο ή από ένα μοδάτο μαγαζί στο Μανχάταν.
Σε τούτη την τυχαία βραδινή συνεύρεση, νιώθω αποδεκτή από νέα παιδιά που το διαφορετικό δεν τους ενοχλεί. Ούτε η καταγωγή, ούτε η ηλικία, ούτε το χρώμα.
Ακομπλεξάριστες μου λένε ότι αυτός ο τόπος όλους μας χωράει. Αρκεί να τον προσέξουμε και να τον φροντίσουμε.
Το τρένο έφτασε. Δυο αγόρια μαζεύουν τις κιθάρες τους, μια κοπέλα μαζεύει το τελάρο της και μια άλλη το ποδήλατό της. Δεν βιάζονται.
Ξέρουν πως ο οδηγός θα περιμένει. Είναι το τελευταίο τρένο. Πάντα περιμένει.
«Ο τελευταίος να κλείσει την πόρτα!» φωνάζει ένας νεαρός με μαλλί σαν σκούπα. Γελάνε.
Μπαίνω κι εγώ μαζί τους. Μόνο για δύο στάσεις.
Στον «Ευαγγελισμό» κατεβαίνω. Μουρμουρίζω το τραγούδι που έπαιζαν πριν οι νεαροί στον σταθμό, τον «Παλιάτσο και τον Ληστή» (Αll along the watchtower, B. Dylan):

«Θα υπάρχει μια διέξοδος, είπε ο παλιάτσος στον ληστή, κι αν σου 'χει μείνει μια σταλιά ντροπή, δώσε λιγάκι προσοχή… Πίσω απ’ του κάστρου τη σκοπιά, οι πρίγκιπες κοιτούν, καθώς γυναίκες και παιδιά τρέχουν για να σωθούν…».

Σκέφτομαι πως τα βαγόνια που απομακρύνονται μεταφέρουν πολύτιμο φορτίο.
Πολύτιμους νέους ανθρώπους και είμαι περήφανη γι' αυτούς. Πολύ περήφανη.

Συντάκτης: Κυριακή Μπεϊόγλου
Πηγή: efsyn.gr