Κυριακή 10 Μαΐου 2015

"Λόγια του συρμού"

  «Πολλές φορές τις νύχτες αργά, ίσως στις δύο παρά τέταρτο, κι αν έχει καθυστέρηση ακόμη και στις δυόμισι, μέσα στη σιγαλιά που μεγεθύνει ήχους και βουητά, απορροφημένος καθώς βρίσκομαι σε στίχους του Αισχύλου ή και του Κακναβάτου, ακούγεται ο μακρινός και γνώριμος αχός, το γνώριμο το σφύριγμα.
Είναι το τρένο που περνά, τον τρένο των δύο παρά τέταρτο ή και των δυόμισι, αν έχει καθυστέρηση. Για μια στιγμή τότε βρίσκομαι -για μια μόνο στιγμή και φευγαλέα- μες στ’ άδεια του κι ολόφωτα βαγόνια (γιατί άδεια πρέπει να ’ναι! Ποιος τέτοιαν ώρα να πηγαίνει στην Τρίπολη ή και στην Καλαμάτα;). Ρίχνω μια γρήγορη ματιά στην απουσία του κόσμου, του επιβατικού κοινού που άλλοτε καθόταν στις, άδειες τώρα, θέσεις με τα μπαγάζια του, τους μπόγους και τους σάκους, στους νυσταγμένους στρατιώτες που επιστρέφουν απ’ την άδεια, στις γριές με το τσεμπέρι, στα χαραγμένα πρόσωπα αλλά και στους μετανάστες που γυρίζουν την Ελλάδα για ξεροκόμματα δουλειάς. Τα τρένα τα δικά μας δεν έχουν κουστουμιές, γραβάτες κι εφημερίδες πρωινές, δεν έχουν νέους με walkman και cd και μπαρ και καφετέριες. Έχουνε πέτρινους σταθμούς με δυο δεντράκια απ’ έξω, έχουνε ποίηση πολλή και πόνο πολύ ανθρώπινο, έχουν και τη φτωχολογιά που την πηγαινοφέρνουν, όταν δεν τρέχουν άδεια.
Τότε πια κλείνω τα βιβλία μου και πάω να βρω τον ύπνο. Λίγο πριν κοιμηθώ περνούν ολόφωτοι απ’ τη σκέψη μου οι «Πέρσες» κι οι στίχοι του άλλου ποιητή, του Έκτορα Κακναβάτου, ανάκατοι όλοι μέσα στο ίδιο το βαγόνι του φωτισμένου τρένου».
Αυτά έγραφα πριν χρόνια τέσσερα, όταν περνούσαν από δω ολόφωτα τα τρένα. Και τα περίμενα για να με σπρώξουνε αυτά, με τα σφυρίγματα και τις ατμομηχανές, προς τη μεριά του ύπνου. Τώρα
κοπήκαν οι γραμμές, τάχαμου θα τις φτιάξουν. Και τόσα χρόνια προσπαθούν να συναρμολογήσουν ράγες, διαπήγματα (τραβέρσες από ξύλο αφρικάνικο), βίδες τεράστιες και γιγάντια παξιμάδια, κλειδιά, πέτρινα υποστρώματα, λιθάρια σαν σίδερο σκληρά (κάποιοι τα λένε δολομίτες).
Μπορεί κάποτε τρένα να ξαναπεράσουν. Μπορεί όμως τότε να είν’ αθόρυβα, ταχύτατα, μοντέρνα, να τρέχουν απαλά πάνω στις γραμμές, να μη μας ενοχλούν. Να λέγονται προαστιακά, τεζεβέ, ηλεκτροκίνητα, γιούροσταρ, μητροπολιτικά και τέτοια.
 Όμως εγώ θα πεθυμώ και στα κρυφά θα ζωγραφίζω στου νου μου τους καμβάδες ταχείες και εξπρές. Και πάνω απ’ όλα το παλιό και ξεχασμένο ωτομοτρίς.

Πηγή: el-bardakos.blogspot.gr