Δευτέρα 16 Μαρτίου 2015

Η γέννηση του Μουσείου Ηλεκτρικών Σιδηροδρόμων.

Το χαρακτηριστικό ανακατασκευασμένο ξύλινο βαγόνι
   Κηφισιά-Μαρούσι. Πευκάκια-Περισσός. Πετράλωνα-Θησείο και Φάληρο-Πειραιάς. Δίπολα της μνήμης για όλους όσοι εδώ και χρόνια μετρούν τις αποστάσεις με τους σταθμούς του Ηλεκτρικού.
Του τρένου, που για τους κατοίκους της Αθήνας μοιάζει περίπου φυσικό να υπήρχε από πάντα –σε αντίθεση με το μετρό, το οποίο ακόμη και δέκα χρόνια από τότε που πρωτοκύλησε στις αστραφτερές του ράγες, αναδίδει την αίσθηση του «καινούργιου».
  Στα μέσα Σεπτεμβρίου συμπληρώθηκαν 110 χρόνια από την ημέρα που ο ατμήλατος σιδηρόδρομος παραχώρησε τη θέση του στα πρώτα ηλεκτροκίνητα βαγόνια. Οι πρώτες ράγες είχαν τοποθετηθεί ακόμη παλιότερα, το 1869, στο κομμάτι Πειραιάς-Θησείο, που έμοιαζε –τότε- λίγο-πολύ να αρκεί… 
  Το μόνο που χρειάζεται για να καταδυθεί κανείς στην υπεραιωνόβια ιστορία του ηλεκτρικού σιδηρόδρομου είναι να τον… πάρει και να κατέβει ώς τον σταθμό του Πειραιά. Στο τέρμα ακριβώς της γραμμής, περπατώντας προς το λιμάνι θα βρει –στο δεξί του χέρι- το Μουσείο Ηλεκτρικών Σιδηροδρόμων. Και τον άνθρωπο που εμπνεύστηκε και το έκανε πραγματικότητα, τον Μανώλη Φωτόπουλο. 
   Ο Παύλος Κουλοβασιλόπουλος, ο ένας εκ των δύο μερικής απασχόλησης συμβασιούχων υπαλλήλων που εργάζονται στο μουσείο (ο άλλος είναι η καθαρίστρια του χώρου), ανέλαβε να μας κάνει –με ιδιαίτερη θέρμη- την ξενάγηση στον χώρο, που μπορεί εξωτερικά να μη «γεμίζει το μάτι», αλλά το εσωτερικό του μοιάζει με αληθινή αποκάλυψη.
   Στα 1.000 τετραγωνικά μέτρα και τα τέσσερα επίπεδα που καταλαμβάνει το μουσείο, φιλοξενούνται συνολικά περί τα 6.000 εκθέματα, συμπεριλαμβανομένων των βιβλίων, των εγγράφων και των φωτογραφιών. Το εντυπωσιακότερο, ίσως, από τα εκθέματα που μπορεί να δει ο επισκέπτης είναι ένα ολόκληρο ξύλινο βαγόνι που βρέθηκε κάπου παραπεταμένο, αναπαλαιώθηκε και ξαναστήθηκε στους... τροχούς του. Γύρω του δεκάδες ακόμα μικρά και μεγάλα αντικείμενα και ενθυμήματα σιδηροδρόμων και σιδηροδρομικών. Σηματοδότες, ηλεκτρικοί πίνακες, στολές εποχής, λεπτομερείς μακέτες, εργαλεία και μηχανήματα που χρησιμοποιούνται μέχρι και σήμερα για την κατασκευή-συντήρηση που σε παρασέρνουν σε ένα μαγευτικό ταξίδι... πάνω σε ράγες.
Πάρε τον Ηλεκτρικό, έχω αγωνία…
Ο Μανώλης Φωτόπουλος  
  Το να δημιουργηθεί το μουσείο μόνο εύκολο δεν ήταν, θυμάται ο Μανώλης Φωτόπουλος, φέρνοντάς μας ασυναίσθητα στο μυαλό τους στίχους του τραγουδιού του Μητσιά. Απέκτησε τη σημερινή του μορφή με πολύ κόπο –και μία μάλλον γενναία συνδρομή της τύχης. «Αρχικά ξεκινήσαμε το 1995 στο κέντρο της Αθήνας, εκεί που στεγάζονται τα γραφεία της εταιρίας» μας εξηγεί ο συνταξιούχος σιδηροδρομικός. «Ως πρώτα εκθέματα είχαμε 2-3 εξαρτήματα, από αυτά που χρησιμοποιούσαμε για να δουλεύουμε. Πριν καλά καλά το καταλάβουμε αυτά… πολλαπλασιάστηκαν. Ο χώρος που είχαμε στη διάθεσή μας έμοιαζε πλέον πολύ μικρός για να τα χωρέσει. Ετσι, προχωρήσαμε στην αγορά ενός διπλανού γραφείου γύρω στα 80 τετραγωνικά».
Εκείνος που ψάχνει, λένε, βρίσκει. Σε παλιές αποθήκες, σε σκονισμένα παλαιοπωλεία, σε μάντρες με σκραπ και κάθε άλλο πιθανό –ή… απίθανο– μέρος θα μπορούσε κάτι να βρεθεί, που να συνδέεται με το τρένο της Αθήνας. Μέρα με την ημέρα η ανάγκη για έναν νέο, μεγαλύτερο χώρο γινόταν ολοένα και περισσότερο επιτακτική. «Κάποια στιγμή ζητήσαμε αυτόν ακριβώς τον χώρο, όπου βρισκόμαστε σήμερα. Αρχικά μας είπαν “ναι-ναι, εντάξει”, πράγμα που, όπως σύντομα διαπιστώσαμε, στην πράξη σήμαινε ότι δεν παραχωρείται. Στείλαμε δελτίο Τύπου και υπόμνημα σε όλα τα κόμματα. Το θέμα προβλήθηκε ώς και στη Βουλή».
  Χρειάστηκε μία παρέμβαση του Νικήτα Κακλαμάνη, στον οποίον είχε σε κάποια ανύποπτη στιγμή μιλήσει ο Μανώλης Φωτόπουλος για το όραμά του, προκειμένου ο χώρος τελικά να παραχωρηθεί. Στις 23 Νοεμβρίου του 2005 οι πόρτες άνοιξαν για πρώτη φορά. Αρχικά το ισόγειο και το υπόγειο, τέσσερα χρόνια αργότερα δύο ακόμη όροφοι.
  Το συγκεκριμένο μουσείο – η είσοδος στο οποίο είναι δωρεάν, Δευτέρα με Παρασκευή από τις 9 το πρωί μέχρι τις 2 το μεσημέρι – δεν θα το βρείτε παρ’ όλα αυτά στους επίσημους καταλόγους του υπουργείου Πολιτισμού. «Από το 2006 έχουμε υποβάλει τα χαρτιά που χρειάζονται, ζητώντας την αναγνώρισή του ως μουσείου. Κι από τότε... περιμένουμε» θα μας πουν. Τα λειτουργικά έξοδα και η μισθοδοσία των δύο του υπαλλήλων προέρχονται από το 1 ευρώ που δίνουν κάθε μήνα οι 2.000 συνταξιούχοι του ΗΣΑΠ, αλλά και τα όποια σουβενίρ και βιβλία θα αγοράσουν οι επισκέπτες.
  «Χαιρόμαστε που δεν εξαρτόμαστε ούτε από το κράτος, ούτε από κάποιον άλλο φορέα» θα πει ο Μανώλης Φωτόπουλος, που πρωτομπήκε στην εταιρεία σε ηλικία 16,5 μόλις ετών. «Λεφτά δεν ζητάμε. Το μόνο που θέλουμε είναι να μας αναγνωρίσει το αρμόδιο υπουργείο ως μουσείο».

Συντάκτης: Βαγγέλης Κύρκος
Πηγή: efsyn.gr