28 Μαΐου 1893, η Βελγική Εταιρεία «Τροχιοδρόμου και Ηλεκτροφωτισμού Θεσσαλονίκης» ολοκληρώνει την κατασκευή του πρώτου τροχιοδρομικού συστήματος της πόλης.
Από τον Λευκό Πύργο, στην Εγνατία μέχρι τον Σταθμό. Εκατόν είκοσι ουγγαρέζικα και ρωσικά άλογα μεταφέρουν επιβάτες αλλά και εμπορεύματα από τη μια άκρη της Θεσσαλονίκης στην άλλη.
Πολυτελή για την εποχή βαγόνια μεταφέρουν τους πολίτες στο κέντρο και στα περίχωρα, πάνω στις ράγες και ανάμεσα από τα καλντερίμια της πόλης. Όταν ο δρόμος δυσκολεύει ή όταν οι επιβάτες αυξάνονται, προστίθενται επιπλέον άλογα, προκειμένου να μην υπάρξει καθυστέρηση στο δρομολόγιο. Καλπασμοί αλόγων και ο χαρακτηριστικός ήχος των πετάλων πάνω στις σκληρές επιφάνειες προειδοποιούν τους πεζούς για τη διέλευση των βαγονιών, ενώ ο μεταλλικός ήχος της καμπάνας τραβά την προσοχή ακόμα και των πιο μακρινών περαστικών.
Η εποχή απαιτεί αναβάθμιση, το 1907 ξεκινούν οι εργασίες για να γίνει το τραμ ηλεκτροκίνητο, οι εργασίες ολοκληρώνονται έναν χρόνο μετά και το πρώτο ηλεκτροκίνητο βαγόνι που κινείται στην πόλη είναι πραγματικότητα τον Ιούνη του 1908. Πενήντα πέντε οχήματα απαρτίζουν το διπλό βασικό δίκτυο από το Ντεπό μέχρι το τελωνείο και από τον Λευκό Πύργο μέχρι το Μπεχτσινάρ.
Το 1912 ένα δίκτυο 13,50 χιλιομέτρων έχει απλωθεί στη Θεσσαλονίκη, με 64 βαγόνια και 600 υπαλλήλους να εργάζονται καθημερινά, ενώ έχουν προστεθεί και άλλες στάσεις, όπως Σιντριβάνι, Εγνατία, Βαρδάρης, παραλία, πλατεία Ελευθερίας. Ώσπου η ταραχή και το βουητό ξεκινά να σκεπάζει την πόλη, η περίοδος ηρεμίας τερματίζεται με τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο να ξεσπά μακριά, αφήνοντας όμως τα σημάδια του παντού.
Η απόβαση των Αγγλογάλλων τον Οκτώβρη του 1915 αλλάζει το τοπίο του λιμανιού και της πόλης, οι γραμμές του τραμ στην παραλία ξηλώνονται και γρήγορα αντικαθίστανται από γραμμές τρένου, προκειμένου να εξυπηρετηθούν οι ανάγκες των Συμμάχων. Η σιδηροδρομική γραμμή διατρέχει όλο το μήκος του λιμανιού, από το Μπεχτσινάρ το οποίο μετατρέπεται σε πάρκο αποθηκών των Ενωμένων Δυνάμεων έως τον συνοικισμό Χαριλάου. Τα επόμενα χρόνια θα φέρουν ριζικές αλλαγές στο τροχιοδρομικό δίκτυο της πόλης, το οποίο εξαπλώνεται με συνολικό μήκος 25 χιλιομέτρων, διαθέτοντας 102 οχήματα.
Η Θεσσαλονίκη ξεπερνά τα άγρια χρόνια της Κατοχής και του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, χρόνια ανθρώπινης εξαθλίωσης και εξευτελισμού. Οι εργαζόμενοι στα τραμ με κόπο συντηρούν το δίκτυο, κάποιες γραμμές επεκτείνονται και άλλες καταργούνται. Τα λεωφορεία κυριαρχούν στην πόλη, ενώ η εταιρεία Τροχιοδρόμου και Ηλεκτροφωτισμού διαχωρίζεται, οδηγώντας τους τροχιοδρόμους σε διαμαρτυρία και το ταμείο τους σε σταδιακή χρεοκοπία.
Στις 27 Ιουλίου του 1957, το τραμ που διασχίζει την Εγνατία εκτελεί το δρομολόγιό του αγκομαχώντας. Ήταν η τελευταία φορά που ακούστηκε ο χαρακτηριστικός μεταλλικός ήχος στις γειτονιές αυτής πόλης.
πηγή: Πηγή Παχίνη
Στρατής Μυριβήλης
«Κινητό τενεκετζίδικο» αποκαλεί το τραμ της Θεσσαλονίκης την εποχή του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου ο Στρατής Μυριβήλης. Το τραμ στην παραλιακή λεωφόρο της Θεσσαλονίκης.
Απόσπασμα
«Οι εντυπώσεις του Μυριβήλη από τη Θεσσαλονίκη του 1917 δεν είναι θετικές. Να τι γράφει για την πόλη του Θερμαϊκού στο «στρατιωτικό ημερολόγιο» του:
Η Σαλονίκη. Πφ! Ανοστότερη από όλες τις φορές που την είδα. Ξένοι, ξένοι, ξένοι! Σέρβοι αξιωματικοί με ωραία κορμιά. Εγγλέζοι αξιωματικοί και φαντάροι κομψότατοι. Γάλλοι όλων των όπλων. Ιταλιάνοι που μας κοιτάζουν με ενδιαφέρον ευκολοεξήγητο. Αράπηδες, Τογκινέζοι, Ιντιάνοι, Ρούσοι καλόκαρδοι και ευγενικοί, Εβραίοι, Έλληνες. Αυτοκίνητα, αυτοκίνητα, αυτοκίνητα! Θόρυβοι άγριοι, βάρβαροι και αναιδείς. Σκόνη. Ζέστη. Νταβατούρι.
Γλώσσες όλων των φυλών. Χρώματα όλων των εθνοσήμων. Χάβρα και αναμπαμπούλα εθνών, γλωσσών, οχημάτων. Γυναίκες γελοίες και λίγες. Κέντρα άθλια. Λιμάνι βρόμικο. Πέντε πτώματα αλόγων πλέουν κοντά κοντά στην προκυμαία.
Παίζει μια φανφάρ στο «Λευκό Πύργο» και το μόνο που ακούς είναι οι τρόμπες των αυτοκινήτων και οι στριγγές σκληριές του τραμ που περνά θορυβώδες σαν κινητό τενεκετζίδικο.
Στις 23 Απριλίου, σε τελετή, παρουσία του Βενιζέλου και των μελών της Κυβέρνησης Θεσσαλονίκης, το 4ο Σύνταγμα Αρχιπελάγους παραλαμβάνει τη σημαία του και αναχωρεί από την πόλη, «μέσα εις ένα γενικόν συναγερμόν των κατοίκων».
Πρώτος σταθμός, μετά από πορεία τεσσάρων ημερών και υπαίθριες διανυκτερεύσεις, ο Γιδάς (= Αλεξάνδρεια Ημαθίας), το χωριό με τους «γνήσιους Ρωμιούς», τον «άφθονον ίσκιο», τα «νόστιμα κορίτσια», τα «πλούσια νερά», το «άσπρο τυρί» και τα «δροσερότατα σαλατικά». Ολος σχεδόν ο ανδρικός πληθυσμός του λείπει στον στρατό και στα έργα των Συμμάχων.
Οι γυναίκες του χωριού, με το παράστημα και την τοπική αμφίεσή τους, δεν αφήνουν αδιάφορο τον Μυριβήλη, ο οποίος σημειώνει: Το κομψότερο γυναικείο κοστούμι, που συνήντησα στη Μακεδονία και οι ευγενικότερες φυσιογνωμίες. Ξεχωρίζεις αμέσως τις παντρεμένες από τις λεύτερες.
Οι πρώτες φοράνε στο κεφάλι το «σαμούδι» τους, όπως το λένε, δεμένο σαν αψηλή μαύρη πανένια περικεφαλαία με αργυρή αλυσίδα στολισμένο.
Στο πίσω μέρος έχει ένα λοφίσκον άσπρο, κι αυτός είναι το σημείον της παντρειάς.
Των κοριτσιών είναι χωρίς αυτόν τον λοφίσκον, και δένεται κομψότατα ως είδος καπελίνο μαύρο με μικρό μπορ στο μέτωπο. […]
Είναι όλες μελαχρινές, με θαυμάσια μάτια, άσπρα δόντια, λυγερότατο σώμα, πολύ συμμετρικό, κινήσεις και πόζες που προξενούν κατάπληξιν για την κομψότητά των.
[…] Είναι όλες πολύ θαρραλέες μαζί μας, με πνεύμα εύστροφον, και όχι σπανίως ειρωνικό, και πολύ χαρούμενες που βλέπουν ελληνικό στρατό.
Σε τρεις μέρες, στις 29 Απριλίου, αργάζει πάλι η πορεία. Γράφει:
Τ’ αντίσκηνα στη ράχη και δρόμο. Μια μεγάλη παρέα κορίτσια μας προβοδάνε. […] Οι φαντάροι τραγουδούν. […] Στο δρόμο, ύστερα απ’ τον ήλιο, αστραπές, βροντές, αστροπελέκια, και ύστερα βροχή με το τουλούμι. Βαδίζουμε τυλιγμένοι στ’ αντίσκηνα. […]
Το βράδυ κατασκήνωση κοντά σ’ ένα χωριουδάκι. Επιτάσσεται το χόρτο μιας αποθήκης και στρώνεται πάνου στη λασπωμένη γη. […] Περιμένω το εγερτήριο ακούγοντας τη βροχή να δέρνει τ’ αντίσκηνο και πλάθοντας όνειρα με ανοιχτά μάτια…
.thessalonikiartsandculture.gr
sidirodromikanea.blogspot.com