Ήταν Σάββατο 2 Αυγούστου 1980, όταν οι δείκτες στο παλιό ρολόι του σιδηροδρομικού σταθμού της Μπολόνια σταμάτησαν στις 10:25. Μία φοβερή
Της Μαριορής Γρηγορίου
έκρηξη καλύπτει τα πάντα, προκαλώντας την κατάρρευση μεγάλου τμήματος του κεντρικού κτιρίου, όπου στεγάζονταν τα εστιατόρια του σταθμού και οι αίθουσες αναμονής της πρώτης και της δεύτερης θέσης. Όσοι δεν σκοτώθηκαν ακαριαία, βρίσκονται βαριά τραυματισμένοι κάτω από τα συντρίμμια. 85 νεκροί και περισσότεροι από 200 τραυματίες είναι ο τραγικός απολογισμός της βομβιστικής ενέργειας. Τα δεκάδες άψυχα σώματα άρχισαν να φορτώνονται στο διάσημο πλέον «λεωφορείο της γραμμής 37», το οποίο βρισκόταν σταθμευμένο έξω από τον σταθμό και μέχρι αργά το βράδυ εκτελούσε το μακάβριο δρομολόγιο από τον κατεστραμμένο σταθμό έως τα νεκροτομεία της πόλης και πίσω. Όπως χαρακτηριστικά διηγείται ο 31 ετών τότε οδηγός του λεωφορείου, Aginte Meloni «μου ζήτησαν να μεταφέρω τις σορούς με το λεωφορείο. Από το πρωί ίσαμε τις τρεις τη νύκτα, με λευκά
σεντόνια κρεμασμένα στα παράθυρα. Και σε κάθε διαδρομή να έχω δίπλα μου έναν διασώστη για να με συγκρατεί και να με εμψυχώνει».
Το ρολόι του σιδηροδρομικού σταθμού της Μπολόνια σταματημένο στις 10.25. Χιλιάδες κάτοικοι της Μπολόνια συγκεντρώθηκαν στην κεντρική πλατεία της πόλης, για να εκφράσουν τη συμπαράστασή τους στα θύματα και στις οικογένειές τους, ενώ την ημέρα της κηδείας, στις 6 Αυγούστου, περισσότεροι από 100.000 Μπολονέζοι κατέκλυσαν την βασιλική του Αγίου Πετρωνίου.
Ποιος όμως ευθύνεται για τη βομβιστική επίθεση που σημάδεψε τη νεώτερη ιστορία της χώρας, στοιχειώνοντας για πάντα την συλλογική μνήμη και επιζητώντας την απόδοση δικαιοσύνης;
Μερικά λεπτά μετά την έκρηξη, υπάλληλος του ξενοδοχείου Χίλτον στο Μιλάνο δέχτηκε τηλεφώνημα από μέλος της νεοφασιστικής οργάνωσης Nuclei Armati Rivoluzionari (NAR), ο οποίος δήλωσε: «Χτυπήσαμε την Μπολόνια, θα χτυπήσουμε και το Μιλάνο». Την ίδια ημέρα, ανάλογο τηλεφώνημα, για την ανάληψη της ευθύνης, έγινε στην έδρα των στρατιωτικών μυστικών υπηρεσιών στη Φλωρεντία, καθώς και στα γραφεία της εταιρείας Italia στο Τορίνο. Δύο ημέρες αργότερα, τη Δευτέρα 4 Αυγούστου, ο τότε πρωθυπουργός της χώρας Francesco Cossiga, μιλώντας στη Γερουσία θα δηλώσει: «Αυτή η φρικτή τραγωδία, της οποίας η μήτρα είναι πλέον ξεκάθαρο ότι ανήκει στην άκρα δεξιά, μας δεσμεύει να ρίξουμε άπλετο φως, να μην αφήσουμε τίποτα που να μην ερευνηθεί».
Αν και τα πρωτοσέλιδα των ιταλικών εφημερίδων μιλούσαν αρχικά για αριστερό τρομοκρατικό χτύπημα, στις 28 Αυγούστου 1980, η εισαγγελία της Μπολόνια εξέδωσε εντάλματα σύλληψης εναντίον στελεχών της NAR και άλλων ακροδεξιών οργανώσεων, με τις κατηγορίες να αφορούν την σύσταση ανατρεπτικής οργάνωσης, ένοπλη συμμορία και ανατροπή της δημοκρατικής τάξης. Η ιταλική Δικαιοσύνη, μετά από σειρά δικών και εφέσεων, κατέδειξε τελεσίδικα το 2008, ως φυσικούς αυτουργούς της τρομοκρατικής επίθεσης τρία από τα ηγετικά μέλη της οργάνωσης NAR, τον 22χρονο Giuseppe Valerio Fioravanti, την 21χρονη σύντροφό του Francesca Mambro και τον 17χρονο Luigi Ciavardini και πιο πρόσφατα, τον Ιανουάριο 2020, και τον Gilberto Cavalini. Ωστόσο, η καταδικαστική αυτή απόφαση εξακολούθησε να αμφισβητείται από πολλούς, καθώς θεωρήθηκε ότι οι ηθικοί αυτουργοί της επίθεσης ουδέποτε κατονομάσθηκαν ούτε απαγγέλθηκε εναντίον τους κατηγορία. Μάλιστα οι καταδικασθέντες από την πρώτη στιγμή της σύλληψής τους, παρότι παραδέχθηκαν πως είχαν οργανώσει αρκετές άλλες τρομοκρατικές ενέργειες, δήλωσαν κατηγορηματικά πως δεν ευθύνονται για τη σφαγή στον σταθμό. Αν και στα επόμενα χρόνια αναπτύχθηκε πλήθος θεωριών που ενέπλεκαν
στην επίθεση τις μυστικές υπηρεσίες της Λιβύης, την Οργάνωση για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης, τον γερμανό τρομοκράτη και συνεργάτη του διαβόητου Κάρλος,Tomas Kram, ακόμη και την CIA, τελικά, το 2017 δημοσιεύθηκε έκθεση του ιταλικού Κοινοβουλίου για την «Σφαγή της Μπολόνιας», η οποία κατονομάζει ως ηθικούς αυτουργούς τον επικεφαλής της ακροδεξιάς μασονικής στοάς «Ρ2» Licio Gelli, τον επιχειρηματία και μέλος της στοάς Umberto Ortolani, τον επικεφαλής του Γραφείου Μυστικών Υπηρεσιών του υπουργείου Εσωτερικών, Federico Umberto d΄Amato και τον δημοσιογράφο Mario Tendesci, διευθυντή του ακροδεξιού περιοδικού «Borgese», που είχαν ως στόχο να πλήξουν την πολιτική του «ιστορικού συμβιβασμού» που ακολουθούσε το ισχυρό τότε Ιταλικό Κομμουνιστικό
Κόμμα για την ενίσχυση και μεταρρύθμιση του ιταλικού δημοκρατικού κράτους. Ωστόσο κανένας από τους ηθικούς αυτουργούς δεν ήταν πλέον στη ζωή ώστε να δικαστεί, με αποτέλεσμα, σήμερα, 41 χρόνια μετά, οι συγγενείς των θυμάτων αλλά και μέρος του ιταλικού λαού, να θεωρούν ότι η δικαιοσύνη για την υπόθεση ουδέποτε αποδόθηκε.
Η τρομοκρατική επίθεση στην Μπολόνια δεν ήταν το μοναδικό ανάλογο γεγονός στην μεταπολεμική ιστορία της χώρας. Ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του 1960, η Ιταλία βρισκόταν σε κατάσταση πολιτικού χάους με βομβιστικές ενέργειες σε δημόσιους χώρους, μαζικές εξεγέρσεις, όπως αυτή στην περιοχή Reggio Calabria το 1970, και αποσταθεροποιητικές δράσεις «αυτονομημένων» τμημάτων των μυστικών υπηρεσιών του στρατού και της αστυνομίας. Είναι χαρακτηριστικό ότι από το 1969 και εξής σημειώθηκαν περισσότερες από 4000 πράξεις τρομοκρατικής βίας, οι οποίες αποδόθηκαν αρχικά στην άκρα αριστερά για να αποδειχτεί αργότερα ότι ήταν έργο της άκρας δεξιάς και των συνεργατών της στον κρατικό μηχανισμό. Αν και οι τρομοκρατικές αυτές δραστηριότητες δεν κατάφεραν να επιβάλουν ένα
στρατιωτικό πραξικόπημα στην Ιταλία, κατά το πρότυπο της Ελλάδας το 1967, της Χιλής το 1973 και της Τουρκίας το 1971 και το 1980, προκάλεσαν, ωστόσο, τον θάνατο εκατοντάδων ανθρώπων, δημιουργώντας ένα γενικό κλίμα ανασφάλειας που οδήγησε στη θέσπιση σειράς «αντιτρομοκρατικών» νόμων με επιπτώσεις στις πολιτικές ελευθερίες και τα δικαιώματα.
Την επίθεση στο σιδηροδρομικό σταθμό της Μπολόνια, ακολούθησαν δύο ακόμα πολύνεκρες τρομοκρατικές βομβιστικές επιθέσεις, στις 26 Σεπτεμβρίου 1980 στη Γιορτή της Μπύρας (Oktoberfest) στο Μόναχο, με 13 νεκρούς και 211 τραυματίες, και στις 3 Οκτωβρίου 1980, στην εβραϊκή συναγωγή της οδού
Κοπέρνικου στο Παρίσι, στρέφοντας πλέον την προσοχή του Τύπου, της κοινής γνώμης και των δικαστικών αρχών στον ακροδεξιό εξτρεμισμό που δρούσε στο πλαίσιο της «στρατηγικής της έντασης», η οποία κυριάρχησε στην Ευρώπη σ’ όλη τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου.
Αναμνηστική μαρμάρινη επιγραφή με τα ονόματα των θυμάτων στο σιδηροδρομικό σταθμό της Μπολόνια
Πηγές
Μπολόνια 1980 – Με τρένο ταξίδευε και ο θάνατος
kai-o-thanatos/
newslink.gr
sidirodromikanea