Πέμπτη 15 Απριλίου 2021

Μία τυχαία συνάντηση ζωής στο σιδηροδρομικό σταθμό της Νέας Υόρκης.

Ο Νώντας καθώς περίμενε στην ουρά στη μεγάλη Αίθουσα Καταχώρησης, αν και αγχωμένος, κοίταζε έκπληκτος γύρω του το μεγάλο αυτό χώρο που του θύμιζε το σιδηροδρομικό σταθμό των Αθηνών, τον οποίο είχε επισκεφτεί όταν έφυγε από το νησί του, την Κάλυμνο, λίγο πριν πάρει το καράβι «Αυστροαμερικάνα» για να ταξιδέψει στην Αμερική.

της Γιώτας Αγαπητού

 Η Αίθουσα Καταχώρησης ήταν τεράστια, γεμάτη στενούς διαδρόμους. Άνθρωποι από διάφορες γωνιές του κόσμου περίμεναν και κείνοι τη σειρά τους με την ελπίδα να πάρουν το πολυπόθητο οκέι από τον ελεγκτή. Η καρδιά του Νώντα κόντευε να σπάσει. Έκλεισε τα μάτια και ακούμπησε στο στήθος του με θρησκευτική ευλάβεια το φυλαχτό που του είχε φτιάξει η μάνα του για να τον φυλάει. Ονειρεύτηκε για λίγο το νησί του, τον κύρη του και τη μάνα του, μα και τις τρεις αδερφές του που θα τις έπαιρνε μαζί του στην Αμερική αν εκείνες το επιθυμούσαν. Σύντομα όμως ανοίγοντας τα μάτια ξαναγύρισε στην πραγματικότητα κι ένοιωσε ν’ ακούει το καρδιοχτύπι όλων όσων βρισκόταν εκείνη την ώρα στην αίθουσα.

Ο Νώντας έβλεπε για πρώτη φορά στη ζωή του ανθρώπους από τα μέρη που του αφηγούνταν ο πατέρας του, στα οποία είχε ταξιδέψει. Καθώς κοιτούσε επιφυλακτικά γύρω του έσφιγγε δυνατά τα λεφτά που του είχε εμπιστευτεί η οικογένεια και με τόση προσοχή φύλαγε στον κόρφο του καθ’ όλη τη διάρκεια του ταξιδιού. Χρήματα που θα τον βοηθούσαν να ξεκινήσει τη νέα του ζωή, αποκτώντας το δικό του καρότσι. Εξάλλου, σε όλη τη διάρκεια του ταξιδιού σκεφτόταν τι πρέπει να κάνει για να τα καταφέρει στη λεγόμενη «Γη της Επαγγελίας».

Μετά από ώρες έφτασε μπροστά στους ελεγκτές και καθώς εκείνοι του έδιναν το οκέι αυτός ένοιωθε τα πόδια του να λυγίζουν. Επιτέλους, η Αμερική τον είχε δεχτεί σαν παιδί της. Αφού μετέτρεψε τα χρήματά σε δολάρια πήρε τα πράγματά του και κατευθύνθηκε στον κοντινότερο σιδηροδρομικό σταθμό με προορισμό τη Νέα Υόρκη. Τα βαγόνια ήταν γεμάτα από κόσμο, οι οποίοι σε λίγη ώρα θα διασκορπίζονταν σε όλη την Αμερική που περίμενε τους νέους εργάτες. Άνθρωποι στριμωγμένοι, φοβισμένοι, αλλά και ενθουσιασμένοι, κρατώντας σφιχτά τα λιγοστά τους υπάρχοντα, κοιτούσαν με δέος τη νέα τους πατρίδα.

Ο Νώντας είχε αποφασίσει να μην κατέβει στην πρώτη στάση, αλλά να περιμένει να προχωρήσει το τραίνο αρκετά μέσα στην πόλη. Καθώς σκεφτόταν τι να κάνει το βλέμμα του έπεσε σ’ ένα συνομήλικο του που καθόταν στριμωγμένος δίπλα του. Ένα αδύνατο, ψηλό αγόρι, με κόκκινα σγουρά μαλλιά και φακίδες στα μάγουλα. Φαινόταν αγχωμένος, σαν να μην ήξερε που να πάει. Ο Νώντας ασυναίσθητα του χαμογέλασε, ήταν η πρώτη φορά από τότε που έφυγε από το νησί του που χαμογέλασε σε κάποιον. Το νεαρό αγόρι του ανταπέδωσε το χαμόγελο και του είπε:

– My name is Ardal Hugher

Ο Νώντας τον κοίταξε σαστισμένος χωρίς να καταλαβαίνει, σαν από ένστικτο όμως του απάντησε:

– Τ’ όνομά μου είναι Νώντας Γιαμαλάκης.

Οι δυο νέοι χωρίς να μιλούν την ίδια γλώσσα άρχισαν να επικοινωνούν με τις κινήσεις του σώματος, ξεκινώντας μία φιλία που θα διαρκούσε για πάντα. Αποφάσισαν να κατέβουν στην περιοχή του Lower East Site. Κουρασμένοι και εξαντλημένοι μετά από την πολύωρη ταλαιπωρία που πέρασαν, αναζητούσαν κάπου για να μείνουν, κοιτώντας με δέος την πόλη που από εδώ και πέρα θα γινόταν πατρίδα τους.

Ο Νώντας ήλπιζε ότι κάπου θα υπήρχε ένα ελληνικό ξενοδοχείο για να μείνουν. Περπάτησαν πολύ και είχε πια σχεδόν νυχτώσει. Οι δύο νέοι φοβόταν ότι θα περνούσαν τη νύχτα τους στο δρόμο. Μετά από ώρες περιπλάνησης στους δρόμους της Νέας Υόρκης ο Νώντας έκανε σήμα στον Ardal να τον ακολουθήσει. Μέσα σε κάποιο στενό κάτω από το φως μίας λάμπας είδε μία πινακίδα που έγραφε «Ξενοδοχείο τα Δωδεκάνησα». Ιδιοκτήτης του ξενοδοχείου ήταν ο ροδίτης Τσαμπίκος Καβουκλής. Ένας μεσήλικας άνδρας που είχε έρθει στη Νέα Υόρκη πριν τριάντα χρόνια, τότε που ελάχιστοι Έλληνες μετανάστευαν στην Αμερική. Πρώην ναυτικός στο επάγγελμα, το ξενοδοχείο του ήταν σημείο αναφοράς των Ελλήνων μεταναστών που έφταναν στη Νέα Υόρκη. Ο Τσαμπίκος όλα αυτά τα χρόνια είχε καταφέρει ν’ αποκτήσει τις κατάλληλες γνωριμίες ώστε να βοηθάει, με το αζημίωτο φυσικά, τους συμπατριώτες του. Ο Νώντας μαζί με τον Ardal θα έμεναν αρκετό καιρό εκεί μέχρι να νοικιάσουν το δικό τους σπίτι. Μπαίνοντας οι δύο νέοι στο ξενοδοχείο συνάντησαν τον καλόκαρδο, αλλά και πονηρό ροδίτη, που τους βοήθησε φέρνοντάς τους σ’ επαφή μ’ εμπόρους για ν’ αποκτήσουν το δικό τους καροτσάκι με την ανάλογη πραμάτεια.

Το πρώτο κιόλας βράδυ της παραμονής τους, με τη βοήθεια της Άννας, της γυναίκας του Τσαμπίκου, μίας αγγλίδας από το Μάντσεστερ, οι δύο νέοι μπόρεσαν να μάθουν κάποια πράγματα ο ένας για τον άλλο. Ο Ardal Hugher ήταν από την περιοχή Galway της Ιρλανδίας. Όταν μιλούσε για την πατρίδα του ο Ardal δάκρυζε. Περιέγραφε την καταπράσινη περιοχή που γεννήθηκε, με τα πανέμορφα μεσαιωνικά κάστρα και τον ποταμό Corvid, ο οποίος έμοιαζε τόσο παραμυθένιος λες και οι νεράιδες μαζί με τα ξωτικά ζούσαν στις όχθες του. Όταν όμως μίλησε για την οικογένειά του ξέσπασε σε λυγμούς. Ο πατέρας με τη μάνα του δούλευαν σκληρά με τη γη και με τα λιγοστά ζώα που είχαν, αλλά δυστυχώς δε μπορούσαν να θρέψουν τα δέκα παιδιά τους, από τα οποία μόνο εκείνος ήταν αγόρι. Γι’ αυτό το λόγο όλες οι αδερφές του αναγκάστηκαν να ξενοδουλεύουν σε πύργους ευγενών στη Σκοτία, αλλά και σε σπίτια πλουσίων εμπόρων του Λονδίνου.

Ο Νώντας μίλησε στο φίλο του για το νησί του, την Κάλυμνο, το νησί των σφουγγαράδων όπως την αποκαλούσαν. Τον πατέρα του που ήταν δύτης σφουγγαράς και τώρα πια είχε μείνει ανάπηρος. Για τη μάνα του που υπεραγαπούσε, αλλά και για τις τρεις ανύπαντρες αδερφές του που του είχαν εμπιστευτεί κατά κάποιον τρόπο τη μοίρα τους. Έτσι, λοιπόν, εκείνο το βράδυ τις ενδεκάτης Απριλίου του χίλια εννιακόσια αυτοί οι δύο νέοι που συναντήθηκαν για πρώτη φορά στη Νέα Υόρκη, ελπίζοντας σ’ ένα καλύτερο μέλλον από αυτό που είχε τη δυνατότητα να τους προσφέρει η πατρογονική τους γη, έδωσαν όρκο ότι όσες δυσκολίες κι αν αντιμετώπιζαν θα πορεύονταν μαζί στηρίζοντας ο ένας τον άλλο. Γιατί όπως τους εξήγησε ο Τσαμπίκος, σ’ αυτή τη χώρα την τόσο ανταγωνιστική δεν χωράνε εύκολα μελοδραματισμοί και συναισθηματισμοί, όμως οι δυο τους ενωμένοι θα μπορούσαν να τα καταφέρουν καλύτερα.

Το αμέσως επόμενο πρωί ο Τσαμπίκος έφερε τους δύο νέους σ’ επαφή με τον έμπορο που θα τους προμήθευε ένα καρότσι γεμάτο φρούτα, λαχανικά και λουλούδια. Με το αζημίωτο τους βρήκε ένα δρόμο, εκεί όπου θα μπορούσαν να πουλούν ανενόχλητα την πραμάτεια τους. Σύντομα με τα πρώτα χρήματα που μάζεψαν κατάφεραν να νοικιάσουν ένα μικρό διαμέρισμα σε μια εργατική πολυκατοικία, όπου έμεναν άνθρωποι του μεροκάματου, αλλά και φτωχές οικογένειες που ονειρεύονταν ένα καλύτερο μέλλον στο Νέο Κόσμο.

Απρίλιος του 1910. Έχουν περάσει ήδη δέκα χρόνια από τότε που ο Νώντας Γιαμαλάκης από την Κάλυμνο και ο Ardal Hugher από το Galway έφτασαν στην Αμερική. Με τη σκληρή δουλειά και των δύο όλα αυτά τα χρόνια, κατάφεραν τελικά να μετατρέψουν το καροτσάκι σ’ ένα μικρό μαγαζί σε κεντρικό δρόμο του Μανχάταν, απαλλαγμένοι πια από προστάτες. Με τις οικογένειές τους όλο αυτό το διάστημα σπάνια επικοινωνούσαν, γιατί ντρεπόταν που δεν μπορούσαν να τους στείλουν χρήματα όπως τους είχαν υποσχεθεί. Όμως τώρα είχε έρθει επιτέλους η ώρα να τηρήσουν τις υποσχέσεις τους.

Πολλές φορές ο Νώντας είχε δείξει στο φίλο του Ardal φωτογραφίες με τις αδερφές του, τις οποίες κουβαλούσε πάντα μαζί του σαν φυλαχτό. Ο Ardal είχε γοητευτεί από την ομορφιά της μικρότερης αδερφής του φίλου του, της Μαρουσώς. Ο Νώντας σε κείνο το γράμμα, με το οποίο θα έστελνε για πρώτη φορά χρήματα στην οικογένειά του, αποφάσισε να προσκαλέσει τη μικρότερη αδερφή του στη Νέα Υόρκη για να γνωρίσει και να παντρευτεί τον αδελφικό του φίλο Ardal, στέλνοντάς της μία φωτογραφία του. Οι δύο νέοι είχαν αποφασίσει εδώ και καιρό, αν όλα πήγαιναν καλά, να συγγενέψουν.

Έτσι, λοιπόν, ένα ανοιξιάτικο πρωινό του Απρίλη, ένα γράμμα με μερικά δολάρια, δυο λέξεις, ένα εισιτήριο χωρίς επιστροφή και μία φωτογραφία θα ταξίδευε από τη Νέα Υόρκη στην Κάλυμνο με τελικό προορισμό την οικογένεια Γιαμαλάκη, με την ελπίδα και την ευχή να πει το μεγάλο ναι η μικρότερη κόρη στο προξενιό που της ετοίμαζε ο Νώντας Γιαμαλάκης και να ταξίδευε και κείνη για πάντα στην Αμερική.

gnomionline.gr