Πέμπτη 4 Φεβρουαρίου 2021

Σιδηροδρομικός Σταθμός του Μονάχου – Γραμμή 11 – 1960.

Βόνη, 30 Μαρτίου 1960, ημέρα όπου η ελληνική κυβέρνηση υπογράφει με την κυβέρνηση της Δυτικής Γερμανίας «Σύμβαση περί επιλογής και τοποθετήσεως Ελλήνων εργατών σε γερμανικές επιχειρήσεις».

Ο πλανήτης εδώ και μερικά χρόνια έχει βγει από έναν πόλεμο που τον έχει σημαδέψει. Η Ελλάδα μετά από τη γερμανική κατοχή και τον εμφύλιο βιώνει έντονα την ανεργία που φέρνει αφόρητη φτώχεια και ανέχεια. Τα χωριά κυρίως της Βόρειας Ελλάδος και λιγότερο τα νησιά, ερημώνουν εξαιτίας της εσωτερικής μετανάστευσης προς τ’ αστικά κέντρα. Τα πράγματα όμως κι εκεί δεν είναι καλύτερα λόγω του ότι οι ορδές των ανέργων αναζητούν απεγνωσμένα δουλειά. Οι πολιτικοί δεν μπορούν άλλο να συνεχίσουν να ξεγελούν με ψεύτικες υποσχέσεις τους ψηφοφόρους τους που ζητούν ένα καλύτερο αύριο γι’ αυτούς και τα παιδιά τους. Έτσι, λοιπόν, η υπογραφή αυτής της σύμβασης θεωρήθηκε πως ήταν η μόνη λύση.

Από τις αρχές του 20ου αιώνα σημειώνεται μαζική μετανάστευση προς Αμερική, τη γη της επαγγελίας και των ευκαιριών, τον Καναδά, την Αυστραλία και την Αφρική. Η διμερής όμως σύμβαση που υπεγράφη, στην ουσία απέβλεπε στην αποκοπή της μαζικής ροής των μεταναστών στις παραπάνω χώρες, η οποία ήταν έντονη από τις αρχές έως και τα μέσα του 20ου αιώνα.

Από το 1955 έως και το 1977 παρατηρείται ένα μεγάλο ρεύμα μεταναστών προς τη Γερμανία. Άνδρες ηλικίας 25 έως 32 ετών, αλλά και γυναίκες από 25 έως 29 χρόνων παίρνουν το δρόμο για τα εργοστάσια της Γερμανίας. Ένας δρόμος που παρόλες τις προσπάθειες των πολιτικών να τον εξιδανικεύσουν θα έχει δυσβάσταχτες συνέπειες. Οι συντηρητικοί ονομάζουν τη μετανάστευση «ευλογία θεού» ενώ οι φιλελεύθεροι «κατάρα θεού». Παρόλα αυτά όμως, στην πραγματικότητα ο κάθε πολιτικός σχεδιασμός παρουσίαζε ως μόνη λύση εξόδου από την ανεργία τη μετανάστευση, στηρίζοντας έτσι «την εθνική αιμορραγία».

Στις ομιλίες τους οι πολιτικοί αναφέρονταν πολλές φορές στους Έλληνες εργάτες, που έστελναν οικονομικά εμβάσματα βοηθώντας τις οικογένειές τους, αλλά και την εθνική οικονομία. Αναφέρονταν δε και στις κατάλληλες συνθήκες που θα δημιουργούνταν με την επάνδρωση της ελληνικής σύγχρονης βιομηχανίας από τους Έλληνες πια, εξειδικευμένους εργάτες που θα ερχόταν από τη Γερμανία. Δυστυχώς όμως τα πράγματα ήταν τελείως διαφορετικά, οι εργάτες που γύριζαν πίσω τα πρώτα χρόνια ήταν τελείως ανειδίκευτοι. Προέρχονταν από ορεινές περιοχές, κυρίως της Μακεδονίας, της Ηπείρου και της Θράκης, αναλφάβητοι, που ίσως και να είχανε τελειώσει μόνο τις πρώτες τάξεις του δημοτικού και με δυσκολία υπέγραφαν τις συμβάσεις εργασίας. Φτάνοντας στη Γερμανία χωρίς καν να γνωρίζουν τη γλώσσα, η ζωή τους δυσκόλευε αφόρητα. Άνδρες και γυναίκες, άγαμοι και έγγαμοι, μεταφέροντας πολλές φορές και τις οικογένειές τους, ξενιτεύονταν χωρίς καμία προοπτική σε μία χώρα για την οποία θα συνέβαλλαν στο έπακρο ώστε να φτάσει να γίνει μία μεγάλη οικονομική και πολιτική δύναμη της Ευρώπης.

Άνθρωποι απ’ όλες τις γωνιές του φτωχού ευρωπαϊκού νότου και της Τουρκίας καταφτάνουν σε καραβάνια για να εργαστούν ως ανειδίκευτοι εργάτες κυρίως στα εργοστάσια της Γερμανίας. Το ελληνικό κράτος προσπαθώντας να προωθήσει την ευρωπαϊκή μετανάστευση ανέφερε με κάθε τρόπο ότι ήταν μία προσωρινή μετακίνηση, ευνοϊκή για τους εργάτες. Αυτός ήταν και ο λόγος που το 1960 δημιουργήθηκαν σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη και στη συνέχεια σε άλλες τριάντα πόλεις της Ελλάδος, υπό την επίβλεψη του υπουργείου εργασίας, γραφεία ευρέσεως εργασίας, προωθώντας με αυτόν τον τρόπο τη μετανάστευση προς τις χώρες της Δυτικής και Κεντρικής Ευρώπης.

Άνθρωποι νέοι περνούσαν διστακτικά τις πόρτες αυτών των γραφείων, στην αρχή για να ενημερωθούν και στη συνέχεια με τη βοήθεια των εκεί υπαλλήλων να ξεκινήσουν τη διαδικασία εκδόσεως διαβατηρίων. Μια διαδικασία χρονοβόρα λόγω των πολλών δικαιολογητικών και ιατρικών εξετάσεων που έπρεπε να προσκομίσουν οι μελλοντικοί μετανάστες. Πολλοί από αυτούς θέλοντας ν’ αποκτήσουν την πράσινη κάρτα εργασίας έπεφταν θύματα εκμεταλλευτών, αναγκάζοντάς τους ακόμα και να πουλήσουν τα πενιχρά περιουσιακά τους στοιχεία, ενώ η σύμβαση που υπέγραφαν με τα εργοστάσια ήταν για ένα χρόνο, χωρίς να γνωρίζουν στην ουσία τι είχαν υπογράψει. Επί της ουσίας όμως, ετοιμάζονταν να φύγουν για να εργαστούν σε μία χώρα που τους έταζε τόσα πολλά, ενώ στην πραγματικότητα δεν θα είχαν καμία προοπτική.

Αρχές της δεκαετίας του 1960 και το πρώτο κύμα μεταναστών ήδη βρίσκεται στη Γερμανία. Πολλοί από αυτούς όταν μετά από χρόνια σκέφτονται εκείνες τις εποχές, τις ονομάζουν με μία λέξη «άγριες» λόγω της σκληρότητας και των καταστάσεων που βίωσαν. Η ώρα που οι μετανάστες παίρνουν το δρόμο της προσφυγιάς φτάνει. Αθήνα – Πειραιάς και οι εργάτες κρατώντας στο ένα χέρι το μπόγο με τα λίγα ρούχα και το λιγοστό φαγητό και στο άλλο την πράσινη κάρτα επιβιβάζονται στο φεριμπόουτ «Κολοκοτρώνης».

Επόμενη στάση στο Μπρίντιζι της Ιταλίας. Άνθρωποι διαφόρων εθνικοτήτων θα πάρουν το τραίνο για να καταλήξουν στον περιβόητο σταθμό του Μονάχου, στη γραμμή 11. Αυτοί που θα ταξίδευαν από τη Θεσσαλονίκη θα έπαιρναν απευθείας το τραίνο για τη Γερμανία, όπου η διαδρομή θα διαρκούσε δυόμιση μέρες. Οι Ιταλοί εργάτες ονόμασαν το σταθμό του Μονάχου και τη γραμμή 11 «Γραμμή Ελπίδας». Ανάμεσα στους ταξιδιώτες βρίσκονται και γυναίκες που πιο πριν έχουν αφήσει τα μωρά παιδιά τους στους αγρότες άντρες τους, δίνοντάς τους την υπόσχεση ότι θα στέλνουν χρήματα και πως θα γυρίσουν σύντομα πίσω. Χωρίς να γνωρίζουν τη γλώσσα θα πήγαιναν να δουλέψουν σε κλωστοϋφαντουργία και εργοστάσια ηλεκτρικών συσκευών. Η Ελλάδα θα είναι η πρώτη μεταναστευτική χώρα που στέλνει στη Γερμανία γυναίκες μόνες.

Τα μαζικά ταξίδια εργατών από το φτωχό νότο τα ονόμαζαν οι γερμανικές αρχές «Μεταφορές» γιατί τους εργάτες τους θεωρούσαν «Τεμάχια» ένα σύγχρονο σκλαβοπάζαρο, όπως έχει χαρακτηριστεί ο τρόπος με τον οποίο διάλεγαν τους υποψήφιους μετανάστες. Καθ’ όλη τη διάρκεια του ταξιδιού προς το Μόναχο οι εργάτες ακουμπισμένοι στις βαλίτσες τους βρισκόταν υπό το άγρυπνο βλέμμα ειδικών συνοδών που τους υποδείκνυαν πως έπρεπε να συμπεριφέρονται. Κανόνες και όρια όπου κανένας τους δε συνειδητοποιούσε ότι αν τους παραβίαζε, στην ουσία παραβίαζε τα θεμέλια της μελλοντικής του ζωής. Υποτιμητικά τους ονόμαζαν Gastarbeiter, δηλαδή φιλοξενούμενοι εργάτες ή ακόμα και το πιο υποτιμητικό όνομα που του έδιναν στη Βαυαρία, λόγω της καταγωγής τους από το νότο, ήταν Katzelmacher. Άντρες και γυναίκες υγιείς που τους επέλεξαν να εργαστούν στις πιο σκληρές δουλειές, μιας και οι Γερμανοί, λόγω της ανόδου του μορφωτικού και βιοτικού τους επιπέδου, δεν καταδέχονταν να δουλέψουν ως ανειδίκευτοι εργάτες.

Οι σκέψεις που συνόδευαν τους μετανάστες δεν ήταν να μπορέσουν να αποκτήσουν γρήγορο κι εύκολο χρήμα, αλλά να στηρίξουν οικονομικά τις οικογένειες τους και αν όλα πήγαιναν καλά ν’ αγοράσουν ένα σπίτι στο χωριό και να στήσουν τη δική τους δουλειά στην πατρίδα. Δυστυχώς όμως η ίδια η πατρίδα δεν ήξερε τον τρόπο να στηρίξει, κρατώντας κοντά της, τα παιδιά της, γι’ αυτό και πολλοί μετανάστες έκαναν τόπο τους τη Γερμανία, παίρνοντας μαζί και τις οικογένειές τους.

Ο συγγραφέας Μαξ Φριτς αναφέρει χαρακτηριστικά μιλώντας για τους Έλληνες μετανάστες: «Φωνάξαμε εργάτες και ήρθανε άνθρωποι» θέλοντας να τονίσει με αυτό τον τρόπο ότι με τα χρόνια οι Έλληνες θ’ αφομοιώνονταν και θα γίνονταν κοινωνικά αποδεκτοί από τη γερμανική κοινωνία. Χαρακτηριστικό παράδειγμα της αποδοχής των Γερμανών είναι πως στα τέλη της δεκαετίας του 1970 άρχισαν να κυκλοφορούν συλλογικές εκδόσεις έργων Ελλήνων, Ιταλών, Ισπανών Γιουγκοσλάβων και Τούρκων λογοτεχνών, καθώς τότε εμφανίζονται δειλά δειλά και τα πρώτα άτυπα λογοτεχνικά κείμενα Ελλήνων μεταναστών. Τον Φεβρουάριο του 1973 κυκλοφορεί για πρώτη φορά στη Φρανκφούρτη η εφημερίδα «Ελληνική Φωνή» που ασχολείται με θέματα επικαιρότητας της ελληνικής κοινότητας.

Φτάνοντας στη Γερμανία, πολλοί από τους εργάτες λόγω των δύσκολων καταστάσεων που περνούσαν, θα βίωναν την κατάθλιψη και το αίσθημα της μοναξιάς, βρίσκοντας παρηγοριά τόσο στην αλληλογραφία που αντάλλασαν με τις οικογένειές τους, όσο και στα τραγούδια που γράφονταν γι’ αυτούς εκείνη την εποχή.

Στο σταθμό του Μονάχου τις ορδές των μεταναστών περίμεναν εκπρόσωποι εταιρειών από εργοστάσια και ανθρακωρυχεία, καθώς επίσης και εκπρόσωποι της καθολικής εκκλησίας που τους έδιναν λιγοστά τρόφιμα. Τα «Τεμάχια» θα μεταφέρονταν στα «Heimp» ή αλλιώς κοινόβια. Εκεί σε μικρά δωμάτια, με μία κοινόχρηστη τουαλέτα και κουζίνα θα στοιβάζονταν πάνω από είκοσι άτομα. Την επόμενη μέρα το πρωί οι εργάτες θα τοποθετούνταν στην ανάλογη θέση εργασίας, έχοντας απλά έναν αριθμό ο οποίος θα τους συνόδευε καθ’ όλη τη διάρκεια του εργατικού ωραρίου τους.

Τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 1960 οι Έλληνες μετανάστες πέρα από τις σκληρές συνθήκες εργασίας στα εργοστάσια και τα ανθρακωρυχεία είχαν ν’ αντιμετωπίσουν και κάτι ακόμα. Στα εργοστάσια αυτά υπήρχαν διερμηνείς οι οποίοι ήταν άνθρωποι που ακολούθησαν τα κατοχικά στρατεύματα κατά την επιστροφή τους στη Γερμανία από την Ελλάδα. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα να υπάρχουν προστριβές με τους Έλληνες εργάτες λόγω της δωσίλογης κατά την κατοχή συμπεριφοράς τους. Στα επόμενα χρόνια όμως διερμηνείς γίνονταν φοιτητές που σπούδαζαν στα γερμανικά πανεπιστήμια, αλλά κι Έλληνες που παντρεύονταν γερμανίδες.

Οι μετανάστευση των Ελλήνων στη Γερμανία αποτελεί ένα σημαντικό κομμάτι της νεότερης ελληνικής ιστορίας που την έχει σ’ ένα βαθμό επηρεάσει έως σήμερα. Ακόμα και τώρα υπάρχουν Έλληνες μετανάστες δεύτερης και τρίτης γενιάς. Η ιστορία της δύσκολης αυτής περιόδου θα συνεχίσει να συγκινεί με στιγμές και λεπτομέρειες που θα καταγράφονται από τους ιστορικούς, δημιουργώντας συγκινησιακή φόρτιση.

της Γιώτας Αγαπητού
gnomionline.gr

sidirodromikanea.blogspot.com