Το σιδηροδρομικό δίκτυο ήταν πριν από την ανάπτυξη και την εξάπλωση των αυτοκινητοδρόμων το μεγαλύτερο τεχνικό έργο στην Ελλάδα, απλωμένο σχεδόν σε όλη τη χώρα, πλην των νησιών και μέρους της Δυτικής Ελλάδας. Από τα τέλη του 19ου αιώνα μέχρι τις τελευταίες δεκαετίες του 20ου αιώνα ο σιδηρόδρομος ήταν και το κύριο και πιο ταχύ μέσο μετακίνησης επιβατών, εμπορευμάτων ακόμη και κοπαδιών και οι δεκάδες, ποικίλες εγκαταστάσεις του, σκορπισμένες στο ελληνικό τοπίο, του έδιναν μια εικόνα προόδου και εκσυγχρονισμού που κράτησε σχεδόν έναν αιώνα.
Ο σιδηρόδρομος, άνοιξε τους ορίζοντες της ελληνικής επαρχίας και ειδικά σε περιοχές με δύσκολο γεωφυσικό ανάγλυφο, όπως η Πελοπόννησος ή η Κεντρική Στερεά Ελλάδα και έτσι έδωσε τη δυνατότητα αγαθά και προϊόντα να μεταφέρονται παντού πολλαπλασιάζοντας την αξία τους και φυσικά σε ανθρώπους να ταξιδεύουν συχνότερα, γρήγορα και άνετα.
Για την εξυπηρέτηση ανθρώπων και εμπορευμάτων, δημιουργήθηκαν σε κάθε σταθμό ωραίες εγκαταστάσεις που εντυπωσιάζουν μέχρι σήμερα για την προσοχή που έδωσαν σε αυτές οι μηχανικοί και μάστορες. Κάποια κτίρια δε θεωρούνται μοναδικά ως προς την αρχιτεκτονική τους και ορισμένα έχουν γίνει τοπόσημα για την περιοχή που βρίσκονται. Κάποια απ’ αυτά συντηρούνται ενώ τα περισσότερα έχουν εγκαταλειφθεί, ρημάζουν αι καθώς δεν υπάρχει στο ορίζοντα περίπτωση να αξιοποιηθούν σύντομα θα γίνουν ερείπια.
Τώρα ιδιοκτήτης αυτών των εγκαταστάσεων μπορεί να μην είναι ο ΟΣΕ, αλλά οι Ιταλοί που αγόρασαν ένα κομμάτι του αλλά τούτο πολύ λίγο ενδιαφέρει τον κόσμο που ταξιδεύει. Παρά δε τις φιλότιμες προσπάθειες που δίνονται για τον εκσυγχρονισμό του οι επιβάτες λιγοστεύουν, είτε γιατί δεν αφήνουν το τιμόνι του αυτοκινήτου, είτε γιατί δεν τους βολεύει. Η ΤΡΕΝΟΣΕ ("Σ.Ν." ΟΣΕ και όχι η ΤΡΑΙΝΟΣΕ) πάλι που ασχολείται εδώ και χρόνια με τον εκσυγχρονισμό των γραμμών και των εγκαταστάσεων, κανένα δεν δείχνει ενδιαφέρον γι’ αυτά τα κτίρια που έχουν δέσει με το ελληνικό τοπίο αλλά επιπροσθέτως, ότι καινούργιο δημιουργεί, μοιάζει ξένο και ψυχρό.
Έτσι βλέπουμε σε όλο το δίκτυο όμορφα κτίρια να είναι όλα ρημαγμένα. Όσα βρίσκονται σε απόμερους σταθμούς, οι οποίοι εννοείται ότι δεν λειτουργούν αλλά δείχνουν πως κάποτε είχε ζωή κάποιος τόπος, έχουν γίνει μαντριά ή αποθήκες ενώ όσα βρίσκονται μέσα σε οικισμούς λειτουργούν ως πρόχειρα αποχωρητήρια. Φυσικά σε όλες τις περιπτώσεις, οι γνωστοί επιτήδειοι που ασχολούνται με την εμπορία των μεταχειρισμένων υλικών και ιδιαίτερα των μετάλλων έχουν περάσει από εκεί και έχουν ξηλώσει οτιδήποτε μπορεί να αποκολληθεί χωρίς να νοιάζονται για το αν η ενέργειά τους προκαλεί βλάβες στο κτίριο. Ούτε καν ενδιαφέρονται τι θα αφήσουν πίσω τους ενώ δεν βρίσκεται και κανένας να τους αποτρέψει ή να τους καταγγείλει ενδεχομένως σε κάποια Αρχή ώστε να περιληφθεί της κατάστασης που επικρατεί με αυτά και να επιβάλλει και ποινές στους παραβάτες που ρημάζουν την δημόσια περιουσία που σαφώς και αποτελούν αυτές οι εγκαταστάσεις.
Είναι ασύλληπτο αυτό που γίνεται στην Ελλάδα με τα εγκαταλελειμμένα κτίρια και εγκαταστάσεις, είτε πρόκειται για σπίτια, είτε για δημόσια. Ειδικά στα δημόσια, αυτά δηλαδή που ανήκουν σε όλους και είναι περιουσία του Κράτους, κανένας δεν νοιάζεται για την τύχη τους. Σίγουρα προβλέπεται η προσοχή σε αυτά από τις Αρχές, αλλά σε ελάχιστες περιπτώσεις έχουν παρέμβει και πιο λίγες είναι αυτές που φάνηκε κάποιο αποτέλεσμα. Οι λόγοι είναι πολλοί αλλά ο κυριότερος είναι η ασέβεια που δείχνει ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού στη δημόσια λεγόμενη περιουσία και η αδιαφορία όλων μας γι’ αυτή.
***
Μικρογραφία της εγκατάλειψης του σιδηροδρομικού δικτύου στην τύχη του και της κατάστασης που επικρατεί στις εγκαταστάσεις του σε όλη τη χώρα, είναι ο μικρός σταθμός της Ξεχασμένης, ένα χωριό της Ημαθίας, κοντά στην Αλεξάνδρεια. Η εικόνα που αντικρίζει όποιος περνάει από εκεί με το τραίνο τον αποθαρρύνει να ζητήσει να κατεβεί, ειδικά τη νύχτα γιατί τον πιάνει ο φόβος. Σε αυτό βοηθάει και η ταμπέλα «Ξεχασμένη» που ενισχύει τις εντυπώσεις της εγκατάλειψης, οι οποίες ούτε στιχουργούς μπορούν να εμπνεύσουν, ούτε και λογοτέχνες που με τους σταθμούς έχουν πλέξει πολλά σχετικά έργα .
Η κατάντια ενός τέτοιου σταθμού, ο οποίος παρά την μελαγχολία που προκαλεί σε όποιον τον επισκεφτεί σήμερα, προκαλεί εντούτοις και ωραίες αναμνήσεις από όχι και πολύ μακρινές εποχές που η Ξεχασμένη ζούσε καλύτερες στιγμές καθώς ήταν πολύ γνωστή για τις αποδόσεις της εύφορης γη της και της ευμάρειας των κατοίκων της. Ήταν και η εποχή, όπως μαρτυρούν τα λείψανα του σταθμού που κι αυτός γνώρισε δόξες και κόσμο πολύ να ανεβαίνει και να κατεβαίνει από το τραίνο. Παρατημένος τώρα, ρημαγμένος και βανδαλισμένος σε όλους τους χώρους του, γεμάτος σκουπίδια και ακαθαρσίες περιμένει τη στιγμή που θα πέσει και γίνει ένα σωρός ερειπίων για τον οποίον κατόπιν, ελάχιστοι θα θυμούνται τι ήταν εκεί δίπλα στις γραμμές του τραίνου…
Ηλίας Γ. Προβόπουλος
nextdeal.gr
Ο Ηλίας Γ. Προβόπουλος γεννήθηκε και μεγάλωσε στη Μεγάλη Κάψη της Δυτικής Φθιώτιδας. Έγινε δημοσιογράφος και εργάστηκε επί πολλά χρόνια και αποκλειστικά στις εφημερίδες, κυρίως στην «Ελευθεροτυπία» από τις στήλες της οποίας οργάνωσε και προέβαλλε μια ειδική αρθρογραφία με τον τίτλο «Μικρές Πατρίδες» για την ελληνική περιφέρεια και τους ανθρώπους της καθώς και για την Αθήνα, τα τελευταία χρόνια. Συνεχίζει να γράφει και να δημοσιεύει φωτογραφίες με την ίδια θεματογραφία στο actimon.blogspot.com ενώ εκδίδει και βιβλία που έχουν σχέση με την τοπική ιστορία.