Κυριακή 12 Απριλίου 2020

Τα τρένα του αποχωρισμού.


ΜΙΑ «ΣΥΝΤΟΜΗ ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ» ΚΑΙ ΜΙΑ «ΠΑΡΕΝΘΕΣΗ»

Τα τρένα φεύγουν και παίρνουν μαζί τους, μακριά, τους αγαπημένους μας. «Η ώρα πέρασε, έξι ώρες πέρασαν, η παρένθεση έκλεισε. Τελειώσαμε…
Συμφωνήσαμε να μην έρθεις στο σταθμό να με συνοδεύσεις. Θα ήταν έτσι πιο δύσκολο. Κι ύστερα είπες μια μοναδική λέξη: Αντίο». Ένας άνδρας τρέχει, το τρένο έχει ξεκινήσει παίρνοντας μαζί την αγαπημένη του… Το μόνο που κάνει καθώς απομακρύνεται, είναι να σηκώσει το χέρι σε έναν τελευταίο αποχαιρετισμό.

Στέκεται στο καφέ του σταθμού. «Περίμενα ν’ ακούσω το τρένο σου να ξεκινάει. Και μετά ξεκίνησε. Σκεφτόμουν, ‘Δεν έφυγε. Την τελευταία στιγμή έχασε το θάρρος του. Όπου να’ ναι θα γυρίσει κάνοντας πως ξέχασε κάτι.’ Προσευχόμουν να το κάνει για να τον δω μια στιγμή». Η γυναίκα σηκώνεται, τρέχει στην αποβάθρα, το τρένο φεύγει παίρνοντας μαζί τον αγαπημένο της… Τα μάτια της βουρκώνουν.

Όταν φεύγουν τα τρένα

Πώς να αντέξεις τον πόνο του τρένου που φεύγει και δεν μπορείς να το σταματήσεις; Θυμάμαι, τότε που στεκόμουν στην αποβάθρα και το έβλεπα να φεύγει, ήσουν μέσα κι εγώ δεν ήμουν μαζί, είχα μείνει πίσω, με είχες αφήσει πίσω. Βούρκωσα και απλά, σήκωσα το χέρι σε έναν ύστατο αποχαιρετισμό. Δεν με είδες… «Τίποτε δεν κρατάει, ούτε η ευτυχία, ούτε η απόγνωση. Ούτε καν η ζωή δεν κρατάει για πολύ». Η ζωή μας είναι μικρές παρενθέσεις και σύντομες συναντήσεις. Δεν έχει σημασία αν διαρκούν έξι ώρες, μερικές εβδομάδες ή κάποια χρόνια. Δε μετράει ο χρόνος, αυτό που μετράει είναι η αλήθεια που περικλείεται μέσα στο χρόνο. «Απόψε θα φύγεις. Μπορείς να το φανταστείς πως για μένα δε θα υπάρχεις; Δε θα υπάρχω κι εγώ».

Τα τρένα κυλούν πάνω στις ράγες, αναχωρούν αμετάκλητα για τόπους μακρινούς, κι αν συχνά φέρνουν κοντά μας τους αγαπημένους μας ανθρώπους, τι οδύνη, θεέ μου, όταν τους παίρνουν μακριά.

«Εύκολα λες ψέματα όταν σε εμπιστεύονται. Τόσο εύκολα τόσο εξευτελιστικά». Έχεις ήδη αγοράσει το εισιτήριο. «Όχι δεν έπρεπε να τελειώσει έτσι. Το κατάλαβες χωρίς να μου το πεις». Οι άνθρωποι που αγαπούμε πάντα φεύγουν, απρόσμενα, παίρνουν τα τρένα της μεγάλης φυγής και τίποτε δεν μπορεί να τους σταματήσει. Ούτε ο εαυτός τους…Πόσο μάλλον εσύ που στέκεσαι αδύναμος πλάι στις ράγες και θυμάσαι: «Στάθηκα να παρατηρώ το τρένο να φεύγει. Κοιτούσα ώσπου τα φώτα του χάθηκαν στο σκοτάδι». Κι έκανε κρύο εκείνο το πρωί, η υγρασία έμπαινε με ορμή μέσα στους πόρους. Ήταν μια εικόνα κινηματογραφική, όπως ταιριάζει σε «κινηματογραφικούς τύπους» σαν εμάς. Μόνο που η ζωή δεν είναι σινεμά…

Δυο ταινίες για τρένα που φεύγουν…

Το 1945, ο Ντέιβιντ Λιν, σκηνοθετεί τη «Σύντομη συνάντηση» (Brief encounter) μια ταινία-σημείο αναφοράς του ερωτικού μελοδράματος. Σε έναν καφέ, σε έναν σιδηροδρομικό σταθμό, η νοικοκυρά Λόρα συναντά τον γιατρό Άλεκ Χάρβι. Αν και είναι ήδη παντρεμένοι, αρχίζουν σταδιακά να ερωτεύονται. Συνεχίζουν να συναντιούνται κάθε Πέμπτη στο μικρό καφέ, αν και ξέρουν ότι η αγάπη τους είναι αδύνατη. Κι όταν ο Χάρβι θα πάρει το τρένο της μεγάλης φυγής, εκείνη θα μείνει να το βλέπει να απομακρύνεται. Κι ύστερα γυρίζει στο σπίτι της, καθισμένη στον καναπέ ονειρεύεται. «Λόρα, ό, τι όνειρο κι αν έβλεπες δεν ήταν ευχάριστο, έτσι;» τη ρωτά ο άνδρας της που είχε καταλάβει τα πάντα, αλλά διακριτικά και ευγενικά δεν επενέβη. Και συνεχίζει, «Μπορώ να κάνω κάτι για να βοηθήσω;» «Εσύ πάντα βοηθάς», του λέει η Λόρα κοιτάζοντάς τον στα μάτια. Κι εκείνος, την παίρνει στην αγκαλιά του και της λέει: «Είχες φύγει πολύ μακριά. Ευχαριστώ που γύρισες πίσω σε μένα». Μια ταινία που η απόγνωσή της κινείται ανάμεσα σε ράγες και σφυρίγματα τρένων, συγκινητική, αληθινή με πρωταγωνιστές δύο συνηθισμένους ανθρώπους. Η Σίλια Τζόνσον και ο Τρέβορ Χάουαρντ δίνουν δύο εξαιρετικά εκλεπτυσμένες ερμηνείες, παίζουν με τα μάτια και τις εκφράσεις, κάνουν μια πλατωνική σχέση να αποκτά διαστάσεις μεγαλειώδεις, μέχρις ότου έρθει το τρένο και τελειώσουν όλα…

Ο 1968, ο Τάκης Κανελλόπουλος, σκηνοθετεί την «Παρένθεση», μια ταινία στην οποία ο λυρισμός και ο ρομαντισμός συνθέτουν τους δύο βασικούς άξονες πάνω στους οποίους κινείται η ερωτική ιστορία των δύο πρωταγωνιστών. Εδώ δεν ξέρουμε τα ονόματα τους, ο Κανελλόπουλος θεωρεί πως δεν έχουν σημασία. Η γυναίκα αφηγείται: «Σε λίγο το τρένο θα έφτανε στην πόλη σου. Με ρώτησες αν μπορούσες να μου στείλεις μία κάρτα, και τότε, πριν προλάβω να απαντήσω, μας ανήγγειλαν πως το τρένο αντί της κανονικής δεκάλεπτης στάσης, θα παρέμενε για έξι ώρες στην πόλη σου. Χαμογέλασες. ‘δεν μπορείτε να φύγετε’, είπες, κι ύστερα πρότεινες να μοιραστούμε τις έξι ώρες». Η Αλεξάνδρα Λαδικού και ο Άγγελος Αντωνόπουλος κινούνται μέσα στα μοναδικής ομορφιάς πλάνα που στήνει ο Κανελλόπουλος. Ο σπαραγμός τους κυλά σα σταγόνα αίματος μέσα από τα βλέμματα απόγνωσης κι αδυναμίας να αποτρέψουν το μοιραίο. Δε μιλούν, αυτό που ακούμε, είναι η φωνή της γυναίκας η οποία αφηγείται, ενθυμούμενη τη 6ωρη παρένθεση της ζωής της. Κι ύστερα το τρένο θα φύγει, κι εκείνος θα τρέξει στο σταθμό αλλά θα μείνει εκεί, αδύναμος να το σταματήσει και να το βλέπει να παίρνει την αγαπημένη του, αμετάκλητα μακριά.

Ο κινηματογράφος μπορεί να παίρνει απλές καθημερινές ιστορίες και να τις προσδίδει μια ιδιαίτερη λάμψη, να τις κάνει να φαντάζουν μοναδικές. Δεν είναι όμως μοναδικές, γι’ αυτό και έχει την ικανότητα να συγκινεί και να μεταφέρει συναισθήματα στους θεατές κάνοντάς τους να ταυτίζονται με τους ήρωες. Τόσο η «Σύντομη συνάντηση», όσο και η «Παρένθεση», είναι δύο ταινίες ταπεινές, αλλά εκεί βρίσκεται και η μεγάλη δύναμή τους. Γιατί εκτός από ταπεινές είναι, πάνω απ’ όλα, αληθινές. Μιλούν, με το χέρι του Τρέβορ Χάουαρντ να σφίγγει στιγμιαία τον ώμο της Σίλιας Τζόνσον, αποχαιρετώντας την και με το σκοτεινιασμένο βλέμμα του Άγγελου Αντωνόπουλου την ώρα που τα μάτια του γλιστρούν από τα μάτια της Αλεξάνδρας Λαδικού και πέφτουν στο ρολόι του. Η ώρα έφτασε και το τρένο δεν μπορεί να περιμένει.

Ο σταθμάρχης δίνει το σινιάλο της αναχώρησης – αποχωρισμού, το τρένο σφυρίζει, ξεκινά, φεύγει, αναπτύσσει ταχύτητα, ο έρωτας μένει να κουνά λευκό μαντήλι στην αποβάθρα, η ζωή μας γίνεται σινεμά ή και το αντίθετο, «ποτέ δεν ταξιδέψαμε μαζί με τρένο», ούτε και οι τέσσερις ήρωες των ταινιών, μένουμε εδώ να αναπολούμε ταξίδια που δεν έγιναν ποτέ, μοναχικές φιγούρες σε σταθμούς χωρίς προορισμό.

Οι ατάκες στην αρχή του κειμένου είναι από τις δύο ταινίες στις οποίες αναφέρεται στη συνέχεια. Δε λένε λόγια μεγάλα, απλά μιλούν όπως οι άνθρωποι που παρενθέσεις κλείνουν στις ζωές τους, για σύντομες συναντήσεις που αφήνουν το όνειρο ανολοκλήρωτο. Ο Ντέιβιντ Λιν και ο Τάκης Κανελλόπουλος κάτι θέλουν να μας πουν. Δεν ξέρω τι ακριβώς. Πάντως δύο πράγματα είναι σίγουρα, πως ενώ «το σινεμά είναι εδώ», δυστυχώς, «η ζωή είναι αλλού».

Και οι δύο ταινίες είναι βασισμένες στο μονόπρακτο του Νόελ Κάουαρντ, «Νεκρή φύση» (Still life)που γράφτηκε το 1936.

Το σενάριο της «Σύντομης συνάντησης», διασκευάστηκε για τη μεγάλη οθόνη από τους Άντονι Χέιβλοκ-Άλαν, Ντέιβιντ Λιν και Ρόλαντ Νίμι. Πρωταγωνιστούν η Σίλια Τζόνσον και ο Τρέβορ Χάουαρντ. Παίσουν ακόμη οι Στάνλεϊ Χόλογουέϊ, Τζόις Κάρεϊ και Σίριλ Ρέιμοντ.

Η ταινία προτάθηκε για 3 Όσκαρ το 1946 μεταξύ των οποίων σκηνοθεσία και α΄γυναικείου ρόλου, ενώ την ίδια χρονιά κέρδισε το Χρυσό Φοίνικα στο Φεστιβάλ των Καννών.

Το σενάριο της «Παρένθεσης», διασκεύασε ο Γιώργος Κιτσόπουλος. Στην ταινία πρωταγωνιστούν ο Άγγελος Αντωνόπουλος και η Αλεξάνδρα Λαδικού.

Η ταινία κέρδισε 4 βραβεία στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης το 1968: Καλύτερης καλλιτεχνικής ταινίας, καλύτερης φωτογραφίας (Σταμάτης Τρύπος, Συράκος Δανάλης), μουσικοκριτικών (Νίκος Μαμαγκάκης) και κριτικών κινηματογράφου.

kersanidis.wordpress.com