Δευτέρα 30 Μαρτίου 2020

Το τρένο, το Κοπανάκι και το Παζάρι (μέρος β’).

Διάφοροι τύποι τρένων πέρασαν και στάθμευσαν στο Κοπανάκι. Με το κάθε σφύριγμα γνωρίζαμε την ώρα και τη μηχανή. Θυμόμαστε αχνά τον Μουτζούρη ή Καρβουνιάρη, όπως τον αποκαλούσαν οι μεγαλύτεροι, με το μαύρο χρώμα, την Καναδέζα με το κόκκινο χρώμα, τη γαλλική ντιζελάμαξα με το μπλr χρώμα, το μπλr οτομοτρίς, που ήταν μηχανή και επιβατικό βαγόνι μαζί, αλλά και το ποδοκίνητο βαγονέτο και την τροιζήνα, για τη μεταφορά εργαζομένων και εργαλείων της γραμμής.

Χαρακτηριστικές οι εικόνες των επιβατικών και εμπορικών βαγονιών. Μπλε-ασημί τα πρώτα, ξύλινα καφέ, μικρά και μεγάλα, ανοιχτά και κλειστά τα δεύτερα. Η σκευοφόρος για τη μεταφορά μικροεμπορευμάτων (οι αθηναϊκές εφημερίδες έτσι έφταναν) αλλά και το βαγόνι - μπαρ για τα πολύωρα ταξίδια. Η ράμπα, για το εύκολο φόρτωμα και ξεφόρτωμα προϊόντων και ζώων, παραμένει στο χώρο ως υπόμνηση μιας άλλης εποχής. Ζωντανή παραμένει και η εικόνα του μπαρμπα-Θύμιου του κλειδούχου από το Λεοντάρι, που τραβούσε βαγόνια με μόνη τη σωματική του δύναμη.

Τα δρομολόγια των τρένων ήταν πυκνά και τα βαγόνια ασφυχτικά γεμάτα τις Κυριακές. “Σαν τσαμπιά σταφύλια κρεμόταν ο κόσμος”, όταν ερχόταν ή έφευγε από το παζάρι το τρένο. Ζώα και αγροτικά προϊόντα μεταφέρονταν με το εμπορικό τρένο ή και με τη σκευοφόρο, από τα παραγωγικά κέντρα που είχαν πρόσβαση στη γραμμή. Τα κάρα του Κοπανακίου αναλάμβαναν τη μεταφορά των προϊόντων από το σταθμό στο χώρο του παζαριού. «Ο πατέρας μου, πολλές φορές, φόρτωνε τα προϊόντα στο σταθμό στο Μπούζι. Στο Κοπανάκι είχε συνεργασία με τον παππού σου. Ξεφόρτωνε τα προϊόντα και τα μετέφερε στο χώρο του παζαριού. Το μεσημέρι γινόταν η αντίθετη κίνηση, με ό,τι είχε μείνει απούλητο».(1)

Τα κάρα ήταν πολλά και στάθμευαν κοντά στο σταθμό του τρένου, όπου πάντα υπήρχε μεροκάματο (λείπει η οδός Καραγωγέων), ενώ το σωματείο φορτοεκφορτωτών, που είχε το αποκλειστικό δικαίωμα φορτοεκφόρτωσης στο τρένο, λειτουργούσε μέχρι τη δεκαετία του 1990. Μέρος του σταθμού ήταν και ο αχθοφόρος. Ο χαμάλης, που μετέφερε έναντι μικροαμοιβής αποσκευές και πράγματα ταξιδιωτών, είτε στον ώμο του είτε με τη χειροκίνητη άμαξά του.


Ο Σταθμός του τρένου και το “καφενείο του Σταθμού” ήταν και παραμένουν σημεία αναφοράς για τους Κοπανακαίους και τους επισκέπτες του Παζαριού. Το διατηρητέο “κτήριο του Σταθμού”, με την ιδιαίτερη αρχιτεκτονική του, είναι σήμα κατατεθέν. Το καφενείο ήταν πάντοτε γεμάτο. Εδώ κατέβαιναν οι επισκέπτες του παζαριού, από την πλευρά της Καλαμάτας και της Κυπαρισσίας, εδώ περίμεναν τα τρένα του γυρισμού και από εδώ πάλι έφευγαν αργά το μεσημέρι, κρατώντας στα χέρια τσάντες γεμάτες ψώνια. Το καφενείο παρέμενε ανοιχτό, χειμώνα-καλοκαίρι. Ανοιγε πριν την έλευση του πρώτου πρωινού τρένου των 6.30 π.μ. και παρέμενε ανοιχτό μέχρι, τουλάχιστον, το πέρασμα του βραδινού τρένου των 10.30 μ.μ.. Το νυχτερινό σφύριγμα αντηχούσε ως καληνύχτα στις ψυχές μας και το πρωινό ως καλημέρα. Το ωράριο του καφενείου καθορίζεται πλέον με άλλα κριτήρια. Παραμένει, ωστόσο, αγαπημένος χώρος για όλους και κυρίως για τους νέους κάθε ηλικίας.

Τη δεκαετία του ‘40 αναπολεί ο Πέτρος Μπίκος, όπου ο Σταθμός του τρένου και το Παζάρι προσέλκυαν την πολυπληθή πιτσιρικαρία του Κοπανακίου:

«... Είχαμε σιωπηρά το ελεύθερο τις Κυριακές να μαζευόμαστε σε παρέες και να περιεργαζόμαστε, γωνιά σε γωνιά, το παζάρι ψιλοαλητεύοντας, με απώτερο πάντα το στόχο να πετύχουμε κάτι που να τρώγεται, καθώς το φαΐ στο σπίτι ήταν τις περισσότερες φορές λειψό. Γι’ αυτή τη δραστηριότητά μας δυο ήσαν οι χώροι που μας προσφέρονταν με τα καλύτερα αποτελέσματα: ο Σταθμός του τρένου και το Παζάρι. Ο πρώτος με τα πολλά και καθημερινά δρομολόγια των τρένων και ο δεύτερος με τη μεγάλη κυριακάτικη έκθεση πραγμάτων, πολλά από τα οποία ανήκαν στην κατηγορία των φαγώσιμων. Στο Σταθμό, παρά το πλεονέκτημα της καθημερινής λειτουργίας του, τα “κέρδη” μας ήσαν συνήθως πενιχρά. Περιορίζονταν σε κάτι καραμέλες που μας πετούσαν οι επιβάτες καμιά φορά από λύπη για τα χάλια μας που έβλεπαν, ή σε κανένα μικροχαμαλίκι που σπάνια μας τύχαινε. Στο Παζάρι όμως με τα φρούτα της κάθε εποχής, τα καρύδια, τα αμύγδαλα, τα ξερά σύκα και τα αράπικα φιστίκια που κουβαλούσαν με τα άλογά τους οι αγρότες, και τα λουκούμια, τους χαλβάδες, τα παστέλια και τα ζαχαρωμένα κουλούρια που έφερναν με το τρένο και τα αυτοκίνητά τους οι έμποροι, η κατάσταση ήταν σαφώς καλύτερη. Εφτανε να είχαμε έξυπνη οργάνωση και καλή τύχη στις επιχειρήσεις μας, για την απόκτηση έστω και του ελάχιστου απ’ αυτούς τους πειρασμούς».(2)

Παραπομπές:

(1) Μαρτυρία Γιάννη Παρασκευόπουλου (Πηγαδούλια).

(2) Πέτρος Μπίκος, Eνωση Μεσσηνίων Συγγραφέων, Μεσσηνιακές Δημιουργίες, Γ` Τόμος, Καλαμάτα 2011, «Εικόνες από το παλιό Παζάρι του Κοπανακίου».

Tου Δημήτρη Α. Δριμή
Eκπαιδευτικού, δημοτικού συμβούλου Τριφυλίας, τ. δημάρχου Αετού
eleftheriaonline.gr